Η Πανήγυρις των Θαυμάτων
Έκαιγε η νύχτα ασετιλίνη
Στο φως της
πλανόδιοι μικροπωλητές
εξαργύρωναν ζαχαρωτά με κέρματα χαράς
που η πρώιμη συγκομιδή των καρπών
είχε γεμίσει των παιδιών την απαλάμη
Παλιννοστούντες καημοί
κερνούσαν τα κλαρίνα
χαιρετίσματα απ’ την ξενιτιά
κορίτσια του έρωτα
χάνονταν στις δίπλες του χορού
κάτω απ’ το αυστηρό των προξενητάδων μάτι
κι ο πρωτομάστορας με τους καλφάδες
στοίχειωναν μες σε κλουβί σιδηροβέργινο
τη λυγερή του γεφυριού
Και η πανήγυρις συνεχιζόταν
με σέρτικα τσιγάρα κι επιφωνήματα πάθους
κι όλοι αγρυπνούσαν στη μικρή πλατεία
που σαν σχεδία πάμφωτη
έλαμνε σε ρότα σκοτεινή
καταμεσής ενός πελάγου
μαζί της κουβαλώντας των χαροκόπων τις ψυχές
λίγο προτού ναυάγια στην άλλη μέρα τις ξεβράσει
τη νύχτα αυτή της πανηγύρεως
που φώτιζεν η ασετιλίνη.
Προσωπιδοφόροι
Κι ύστερα μένεις μόνος
μες στη βουή της αγοράς
κι ούτε πού ήθελες να πας
ούτε πώς βρέθηκες εκεί
θυμάσαι
Ούτε από πού ξεκίνησες ποιος είσαι
μόνο βαδίζεις στανικώς μαζί με άλλους
μ’ ένα βηματισμό συγχρονισμένο
σαν σε παράγγελμα αόρατου αφέτη
ίδια φορώντας ρούχα
ίδια γλώσσα μιλώντας
με δίχως μνήμη δίχως παρελθόν
μέσα σε ξένους ξένος κι απαράλλαχτος
στη γενική ομοιομορφία υποταγμένος
ατέλειωτη στρατιά
των προσωπιδοφόρων
Λυπημένοι Άγγελοι
Απόκρημνος καιρός οργισμένα χρόνια
Απελπισμένα τα δέντρα σκυφτά τα βουνά
κι αμίλητα
Άδεια λεωφορεία άδειοι δρόμοι
κανείς δεν ταξιδεύει στον έρημο κόσμο
και οι ψυχές άδεις κι αυτές
κι η μέρα σαρκοβόρα
κάτω απ’ τον ακίνητο τρομαχτικό ουρανό
Λυπημένοι άγγελοι στις γωνιές των δρόμων
επαιτώντας την ελπίδα
Πληθαίνουν οι σκιές
πληθαίνουν οι ρωγμές
κι εσύ παιδί
στου θαύματος την προσμονή
σ’ αμείλικτο καιρό
και σε θλιμμένο
Αόρατα Δόκανα
Φτωχαίνουμε
φτωχαίνουν οι ψυχές μας
Σ’ ανήλιαγα και σκοτεινά κελιά
σε δώματα του ερέβους κατοικούμε
κι ολόγυρα αδίσταχτοι φρουροί
φράζουν τις εμπατές κλείνουν τους δρόμους
ξόβεργες στήνουν στα πουλιά
με δόκανα αόρατα δορκάδες αφανίζουν
κι όλο απώλειες μετράς όλο απουσίες
με μνήμη ηλεκτροφόρο σύρμα που σε δένει
μ’ ό,τι αγάπησες μ’ αυτό που σε σκοτώνει
Φτωχαίνουμε
φτωχαίνουν οι ζωές μας
Ξένοι στο Σπίτι
Μνησιπήμων πόνος οδηγεί τα βήματά μου
Χαράματα βαθιά στην εξώθυρα μπροστά
το επίθυρο χτυπά η νοσταλγία
Ξένες φωνές στο σπίτι
και το σκυλί ατάιστο στην κοπριά ριγμένο
Ποιος έζησε στ’ αλήθεια εδώ
ποιος πίσω απ’ τα παραπετάσματα του χρόνου
μου φωνάζει;
Σημάδια ψάχνω άλλου χρόνου
μα όλα ξένα κι άγνωρα
κι ούτ’ αναθρώσκοντες καπνοί ούτε και λίκνο
Άλλοι μνηστήρες ευωχούνται τώρα
σε γλεντοκόπια και σπατάλες
κι άγριες φωνές μ’ επιτιμούν απ’ τον εξώστη
που χάλασα την ευτυχία των χαροκόπων
ξένος στο σπίτι μου
διωγμένος
ξένος
σαν το σκυλί που το κλοτσούν μακριά
στους πέντε δρόμους της ερημόζωστης νύχτας.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Τάσος Κανάτσης γεννήθηκε στο Ελληνικό Ιωαννίνων το 1954. Είναι απόφοιτος της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Υπηρέτησε την Πρωτοβάθμια Εκδπαίδευση σε σχολεία του νομού Ιωαννίνων.
Εργογραφία (όλα ποιητικές συλλογές): Πολιορκία (Δωδώνη, 1980), Ρυμουλκό (Δωδώνη, 1985), Κρόσσια και ξέφτια (ιδιωτ. έκδοση , Γιάννενα 1989), Νευραλγία τριδύμου (ιδιωτ. έκδοση, Γιάννενα 1992), Λεηλασίες (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997), Η χλεύη του χρόνου (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Γιάννενα 2000), Τα μέσα δάκρυα (Πλανόδιον, 2004), Ψυχανθή και μετέωρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008), Απόκρημνες μέρες (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2015).
Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.