`
ΕΔΩ Ακούστε τη «Νεράιδα και το δέντρο», από τον επερχόμενο κύκλο τραγουδιών με τίτλο «Η πέτρα του ονειρευτή» σε μουσικές του Γιώργου Καλογήρου και στίχους του Μάνου Ορφανουδάκη.
`
Η ΠΕΤΡΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗ
Πουλί νυκτοκελάηδησε
τραγούδα τη λαλιά σου
να ’ρθει ο καιρός που άργησε
ν’ ανθίσει η φωλιά σου.
Κι αν δεν φυτρώσουνε ανθοί
κι αν γεννηθούν αγκάθια
πάρε μαχαίρι και σπαθί
και κάνε τα κομμάτια.
Πουλάκι πήγε να κρυφτεί
στη ρίζα μαύρου βράχου
στην πέτρα του ονειρευτή
του υπνοπολεμάχου.
Είναι πουλιά που ζουν στη Γη
- επάνω τους πατάμε.
Στο στήθος κρύβουνε πληγή
- ποτέ τους δεν πετάνε.
Τα βράδια η νύχτα τραγουδά
μα εκείνα μες στο χώμα
γυρεύουν νεκρολούλουδα
να βάλουνε στο στόμα.
`
*
Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Δεν είναι τ’ αύριο που έγινε αριθμός
και διαιρεί δεκαδικά τα όνειρά μας.
Είναι τα δάκρυα που έγιναν λυγμός
όταν καπνίσαμε τα χάρτινα φτερά μας.
Σ’ αυτή την πόλη τα τραγούδια κ’ οι γιορτές
πέφτουν επάνω μας και μας τρυπούν το σώμα.
Κλείσε την πόρτα κι αφουγκράσου τις σιωπές
σαν λουλουδάκι που γυρεύει φρέσκο χώμα.
Δεν είναι σύνθημα στον τοίχο, ορφανό,
που σου χαράζει, με δυο λέξεις, νου και στήθος.
Είναι ο δρόμος με σημαίες και πανό
κι εσύ, απ’ τους μόνους, ο πιο μόνος μες στο πλήθος.
`
*
ΤΩΝ ΕΚΠΤΩΤΩΝ
στη Μαρκέλλα-Ελισάβετ Αργυροπούλου
Ζούνε εξόριστοι στη γη
μικροί βουβοί αγγέλοι
σαν μέλισσες που έχουν πνιγεί
στο ίδιο τους το μέλι.
Κοιτάζουν με κρυφές ματιές
βαθειά στα όνειρά τους
ματιές που γίνονται φωτιές
και καίνε τα φτερά τους.
Φοράνε φως κι αρώματα
και κρύβονται στη γη
να κλείσουν μ’ άλλα σώματα
του κόσμου την πληγή.
Ζούνε εξόριστοι στη γη
θεοί που αμαρτήσαν
όταν ξυπνήσαν μιαν αυγή
κι όλα τ’ αστέρια φτύσαν.
Γιατί ο πόνος του ενός
διπλός λογιέται πόνος.
Είναι κελί ο ουρανός
αν τον κοιτάζεις μόνος
`
*
ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ
Μνήμη Εμμανουήλ Χαρ. Ορφανουδάκη
Κάθησα δίπλα σου −σε μια φωτογραφία.
Έβαλα τσίπουρο, της Κρήτης, στο ποτήρι.
Τ’ «αγιασθήτω» της ζωής και τ’ «άι σιχτίρι»
πώς ανταμώνουνε μες στα νεκροταφεία;
Κι αν μου μιλάς, κι αν σου μιλώ, ποια η ουσία;
Στους δύο κόσμους μας υψώθηκε ένα τοίχος
μες στο μυαλό μου μ’ ειρωνεύεται ένας ήχος
και η ζωή ψάχνει, ξανά, την πεμπτουσία.
Νεκρά τα λόγια μου, νεκρή ορθογραφία.
Παγώνει η σκέψη μου, παγώνει κ’ η πνοή μου.
Το κρύο χέρι σου ζεσταίνει τη ζωή μου
κι ανάβω δίπλα σου −σε μια φωτογραφία.
`
*
ΜΑΥΡΗ ΖΑΧΑΡΗ
Ω, θεέ μου, Mirabile Visu!
Θα μου πάρει μόνο μια μέρα.
Ν. Κ.
Με τα χρυσά στολίδια σου
σαν Κλυταιμνήστρα μπήκες
κι από τα δαχτυλίδια σου
το αίμα θα χυθεί.
Στου Άμλετ το ερώτημα
απάντηση, λες, βρήκες
και πριν το χειροκρότημα
θα έχεις τρελαθεί.
Καφές με μαύρη ζάχαρη και δυο σταγόνες ρούμι
κι ένα κλειστό παράθυρο στη μέρα που ξυπνά.
Ποια χέρια σού φορέσανε χωμάτινο κουστούμι
κι ανθίζουνε στο στήθος σου λουλούδια σκοτεινά;
Λύπες, αγάπες γυάλινες
κι άσπρα φαρμάκια ήπιες
και τα δεσμά που θα ’λυνες
μ’ αόρατο σχοινί.
Μα ποιος καημός σε έδεσε
ποτέ σου δεν μας είπες
και η αυλαία έπεσε
στη δίκοπη σκηνή.
`
*
ΑΠΕΝΑΝΤΙ
1976 μ.Χ.
Σκυφτή περνάς απέναντί μου
και μες στα χέρια κρύβεις δίχτυ
να πιάσεις κόκκινο ξενύχτι
και λησμονιά με γεύση οίνου.
Ψηλό τακούνι και στα μάτια
το φως θολώνει ένα δάκρυ.
Ξυπνάς στου κρεβατιού την άκρη
τ’ όνειρο κάνοντας κομμάτια.
Γελάς και το πλευρό εκείνου
ξανά στον ύπνο σε γυρίζει
κι όπως η νύχτα σε κερδίζει
σκυφτή γυρνάς απέναντί μου.
`
__________________________________________________________________
* Στο εξώφυλλο, δύο σχέδια του Γιάννη Ρίτσου.
Ο Μάνος Ορφανουδάκης γεννήθηκε το 1988 στην Κρήτη και κατοικεί στην Αθήνα.