Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Πέτρος Γκολίτσης, “Η σάρκα των προσωρινών”, εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.

$
0
0

ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

«Σε τι να συναινέσω;»
εδώ βαλλόμαστε από παντού
στα χαρακώματα του κόσμου πανικός
αρχιτεκτονικές δομές
πληγές τεράτων
μεταφυσικές γραμμές
–είναι όλα λάθος–
στόματα χάσκουν στο κενό
πλανητικές σκιές
άστρα βουλιάζουν στον βυθό
και εκρήγνυνται και σβήνουν
κόσμοι φουσκώνουν σαν νερό

Κ’ εμείς φυτρώσαμε κάτι ψελλίσαμε
και τραγουδήσαμε
δεν ηρεμήσαμε
τη σκόνη την τινάξαμε
τα κόκκαλα πετάξαμε στον ουρανό
σαν δορυφόροι γύριζαν
ωσότου…

αφού είσαι ηλίθιος
θα εναρμονιστείς
στο τέλος μάλιστα θα εκτοξευθείς
γύρνα και πάλι στο κενό
χωμένος μες στον αστρικό γιακά
του σύμπαντος

Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΘΟΛΟΣ ΤΟΥ ΡΑΪΧΣΤΑΓΚ

Να κάψουμε
όλες τις πόλεις μας ταυτόχρονα
σου λέω κάτι θα συμβεί
δεν θα ‘ναι πάντα νύχτα
με φωτισμό ΔΕΗ πορτοκαλί
θα καίγονται οι πόλεις μας
θα βρέχει ευρώ από τον Ταίναρο
έως τη Σιθωνία και το Σύνταγμα
όλη νύχτα
σου λέω κάτι θα συμβεί
στη Σαλονίκη: ένα «τ α ξ ί !»
να σφηνωθεί
ο δυναμίτης
από κάτω
«οικονομία διψασμένη για ανατίναγμα!»
θα βρέχει ευρώ μες στην αιθαλομίχλη
μες στον βάλτο

στάχτες παντού καιγόμενα φτερά
στους γυάλινους θόλους των Ράιχσταγκ

Η ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ

Με της νεκρής τα μάτια ανεστραμμένα
έρχεσαι στον ύπνο μου φαφούτα
και φτύνοντας μου λες:
«Τι τύχη αυτή, στα χέρια των θεών
να είμαι μαριονέτα,
τη μια να αποκαλύπτομαι
μετά να αποσύρομαι
ονειρικά, με πόνο
με φόντο το γαλάζιο
τα άστρα
κατά τη βούλησή μου
να ασημίζουν»

«Ενώ εσύ; δεμένος με σχοινιά
από τις πλάτες του τυχαίου
με συντριμμένο τράχηλο σβαρνίζεσαι
ακούς το τρίξιμο του ήλιου
την άνοδο των θαλασσών
την άσπρη θάλασσα τρεμάμενη
ανάσκελα
βουλιάζεις
καθώς το μαύρο ζώο σε αφήνει
ανήμπορο
σακατεμένο
στο νερό»

Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ: THESSALONIKI ΞΑΝΑ

The universe was melting, was melting
Turning quite slowly to water

Μπροστά στον αμετάκλητο οριστικό
αφανισμό μας
γλυπτά εφήβων ανυψώνονται κοιτάνε
−και γίνονται σταυροί−
το σύμπαν έλιωνε πλημμύριζε
όλος ο κόσμος α ί μ α

Την Τσιμισκή κατεβαίνω και στρίβω γωνία
Παλαμά Γρηγορίου΄ δρόμοι
που χύνονται στη θάλασσα
κοιτώ ανηρημένος το πλήθος
−χρόνος που χύνεται στη θάλασσα−
γεγυμνωμένα κόκαλα
τη σάρκα ξεκολλώ και κατεβαίνω
τη σκάλα
της Αγίας Σοφίας
σφυρίζοντας σκοτάδι
βαρύτητα
και άστρα

ΟΤΑΝ Η ΜΗΔΕΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗΝ ΦΟΝΙΣΣΑ

Α! Ο καυλός μου πώς τον γιόρτασαν
τον γλέντησαν
σαν βασιλιά και σαν θεό
τον λάτρεψαν
χύνοντας πάνω του κρασιά
μυρωδικά, σαμπάνιες
μία-μία στη σειρά
α χ ό ρ τ α γ α
καβάλαγαν τα κάλλη του
το αίμα του, το σφρίγος, τη ζωντάνια του
πηγή που ολοένα αναβρύζει

μα σκέφτομαι
τη Μήδεια και τη Φόνισσα
που σφάζουν και γκρεμίζουν τα παιδιά
δεν είχαν άλλη πρόθεση παρά
να εναντιωθούν
στο αίμα που διαδέχεται το αίμα
γενιά με τη γενιά
παίγνιο η ζωή –σε ξένα χέρια– σε συντρίβει
κίνηση ματ
σε λάθος ώρα η θηλιά
(πάντοτε λάθος η ώρα)
στον Μέρμερο στον Φέρητα
την σφίγγει μόνος του έχε γειά
«μάνα σ’ αγάπησα γιαγιά
σ’ ευχαριστώ που με τσακίζεις
απ’ τα βράχια»


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles