`
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πριν πάει για ύπνο
Χτενίζει τα μαλλιά της
Όπως κάθε βράδυ
Για πρώτη φορά
Την κοιτάζω
Στον καθρέφτη
Πυγολαμπίδα
Ράβει στο μαξιλάρι
Το φώσφορο
Απ’ το γέλιο της
Ξεκαρδίζεται
Το παλιό σκοτάδι
Στην ανάσα της
Σκεπάζομαι
Να μην κρυώνει
Η καληνύχτα της
Στο πρώτο όνειρο
Ένα ελάφι με κοιτάζει
Με τα μάτια της
`
*
ΗΞΕΙΣ, ΑΦΗΞΕΙΣ
Διφορούμενη έρχεσαι
Πυθία σε έκσταση
Να προφητεύσεις
Το τέλος μου
Ή την αρχή μου
Ήξεις, αφήξεις ου
Ήξεις ου, αφήξεις
Καμιά άφιξη
Kαμιά αναχώρηση
Στην ίδια θέση
Θα εκμαιεύσω
Άλλο χρησμό
`
*
ΣΤΑΥΡΑΪΤΟΣ
Ο θείος μου είχε τη στόφα παλιάς κοπής
Από καλούπι αντρών άλλης εποχής
Με βλέμμα λάμα μαχαιριού
Με κουβέντες λίγες και στεγνές
Κι ούτε Θεός ούτε διάβολος μέσα του
Δεν τους πίστευε.
Πώς να τους πιστέψει;
Δυο χρόνια στη Μακρόνησο γλίτωσε κι απ’ τους δυο
Μόνο τη θάλασσα φοβόταν
Οι κραυγές των βασανισμένων δεν πνίγονταν
Τα ξεβρασμένα πτώματα ακόμα επέπλεαν
Με τέτοιες θύμησες δεν πάλευε
Παραδινόταν κι ας μην το’ λεγε
Γύρισε ο τροχός σχεδόν μισό αιώνα
Ώσπου ξαναπήγε
Συνάντηση μνήμης εξορίστων
Οι εικόνες παρούσες, ολοζώντανες
Δύσκολα στάθηκε όρθιος
Τα κολαστήρια δε γίνονται ποτέ παράδεισοι
Όσο κι αν ησυχάζουν
Ύστερα ήρθε η αρρώστια
Της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα
Ας την, είπε, θα βαρεθεί, θα φύγει
Δέκα χρόνια του χτυπούσε
Πιο επίμονη απ’ το ξερονήσι του
Ένας άλλος τόπος μαρτυρίας
Στο τέλος της έκανε τη χάρη
Την πήρε και φύγανε
Δεν τον ξανάδαμε
Σταύρο τον έλεγαν
Σταυρός τα χρόνια του
Σταυραϊτό τον φώναξε η μάνα μου
Μια φορά που χόρευε μαζί του μεθυσμένη
`
*
Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΑΛΙΤΣΑ
Για χρόνια στην άκρη της κρεβατοκάμαρας
Σε ετοιμότητα η παλιά κόκκινη βαλίτσα
Βάρκα για περίπτωση εκτάκτου ανάγκης
Κιβωτός για να σώσω ένα κομμάτι ζωής
Ακατοίκητο και βραχώδες ολόγυρα
Φαγωμένο από κρυμμένους δαίμονες
και πλημμύρες εν μέσω καλοκαιριού
Είμαι ο Νώε και λογαριάζω τα ζευγάρια
Μπαίνουν ένα βλέμμα, δυο χέρια, δυο λόγια
Το κάθε είδος θα γεννήσει την αλμύρα
Προπορευόμενου αποχαιρετισμού
Kι η κόκκινη βαλίτσα θα ταξιδεύει εσαεί
`
*
ΚΟΜΜΕΝΟ ΣΑΓΚΟΥΙΝΙ
Άχνιζε σκοτάδι η θάλασσα
Φίδι που άλλαζε πουκάμισο
Ώσπου στο βάθος κόκκινο φάνηκε
Κομμένο σαγκουίνι το φεγγάρι
Στυμμένο σε χούφτες από σύννεφα
Έτρεξαν χυμοί στο ποτήρι της νύχτας
Κέρασμα απόκοσμης ομορφιάς
Στο στεγνό λαρύγγι του κόσμου
`
*
ΟΠΟΥ ΝΑ ’ΝΑΙ ΘΑ ΒΡΕΞΕΙ
Η στιγμή για το μεγάλο βήμα έρχεται
Όταν νιώσεις γερά τα πόδια σου
Τη γη που αγάπησες να βουλιάζει
Με τη σκέψη γεμάτη αλυκές
Η θάλασσα της ζωής στερεύει
Δε θα μάθεις όμως πώς έγινε
Αν σ’ έδιωξε ο τόπος ή εσύ τον έδιωξες
Μόνο ζώνεσαι σταυρωτά τη μεγάλη απόφαση
Ετοιμοπόλεμος κι άγρυπνος παραφυλάς
Αποχαιρετισμούς ανείπωτους
Κι όλο αναβάλεις το σήμερα στο αύριο
Δε θυμάσαι ποια πατρίδα σε περιμένει
Η τωρινή ή η μελλοντική
Θα κλείσει η θλίψη τον κύκλο
Μια άσπρη κιμωλία θα γράψει
Βελάκια για το δρόμο σου
Πρέπει γρήγορα ν’ αποφασίσεις
Γιατί όπου να’ ναι θα βρέξει
`
*********************************************************
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Σταυρούλα Χριστοδουλάκου είναι εκπαιδευτικός, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Εδώ και είκοσι περίπου χρόνια ζει στην Ικαρία και υπηρετεί σε σχολεία της Α/θμιας εκπαίδευσης, τα τελευταία δέκα χρόνια στο Δημ. σχολείο Ευδήλου.