Η σύνθεση των υφαντών
Πολλοί μικροί, νεκροί κεραυνοί.
Κόκκινοι, πράσινοι και μαύροι
Ε. Χ. Γονατάς, Η Κρύπτη.
Όσοι μιλούν για την επανάσταση οφείλουν να υπερασπιστούν πρωτίστως το δικαίωμα της μητρότητας, τις αυθαιρεσίες, την ελεύθερη κατάργηση μιας εαρινής ισημερίας. Το δικαίωμα στη ματαίωση της θηριωδίας του μέλλοντος που μας ξοδεύει.
Όσοι μιλούν για την επανάσταση οφείλουν να είναι εξίσου προσεκτικοί με τους ποιητές, όταν οι τελευταίοι καταθέτουν μία πρόταση ή απασφαλίζουν έναν στίχο.
Γιατί η επανάσταση , ξέρετε, κοιμάται μες στα παλιά σπίτια στην αγκαλιά φυματικών αγγέλων,
Ανάμεσα στα τόσα όργανα που ξυπνούν μες στη ραγισμένη καρδιά της νύχτας και που ακονίζονται
Το ένα με τ΄άλλο, δοσμένα στο παιχνίδι της φθοράς και που η φωνή σου πνιγμένη θυμάται όταν για μια στιγμή σ΄αντικρίζω σ΄εναν σταθμό, δίχως να θυμάσαι την αφορμή αυτού του ταξιδιού.
Γιατί η επανάσταση έρχεται απ΄τη στροφή του δρόμου ή τις υπόγειες διαβάσεις στο πρόσωπο ενός επικίνδυνου κοριτσιού. Για την ακρίβεια εξέρχεται μιας κινέζικης παγόδας αποφασισμένη προς τις βιομηχανικές γειτονιές. Ένα κορίτσι ας πούμε, σαν τις πολύ πληγωμένες υπάρξεις των βιβλίων.
Και ξαφνικά, στους χίλιους βαθμούς, σε θερμοκρασίες ακραίες που είναι δύσκολο να επιτευχθούν,
Διατυπώνοντας το επιχείρημα της ιστορίας και της ανθρώπινης μοίρας
Τα προηγούμενα πράγματα που δεν τελειώνουν
ορκίζονται ν΄ακυρώσουν ολότελα το χρόνο,
Αναφωνώντας όπως στ΄αρσενικά ποτοπωλεία της μέσα πόλης πως
Η επανάσταση έρχεται απ΄τη σιωπή.
Εκείνη, λοιπόν την τελευταία μέρα όλων των εποχών, στο πιο κρίσιμο σημείο, ανάβουν μες στο καταμεσήμερο όλα τα φώτα, έρχονται τρομερές καταιγίδες πάνω απ΄τα πρόσωπά μας που κάνουν τις ώρες δραματικές.
Η επανάσταση είναι πρωτίστως αυτοί ακριβώς οι άγιοι των μεσημβρινών σπιτιών που κλαίνε, κλαίνε αδιάκοπα έναν ολόκληρο Οκτώβρη έξω απ΄το παράθυρό σου.
Είναι και άλλα πράγματα βεβαίως, πολύ προσωπικά και πολύ τρυφερά που σημαίνουν την επανάσταση.
Είναι και τρία, ραφινάτα ξύλα που στηρίζουν απόψε τον κόσμο και από πάνω ουρανούς υπόλευκους.
Σ΄αυτό το πρόστυχο σπίτι με τις αγελαίες συζητήσεις, με τις ενοχές,με τ΄ακούραστα πάθη εσύ παίρνεις την πρώτη σου ανάσα. Το φωταέριο εν τω μεταξύ εξαπλώνεται και η φαντασία σου δεν καταστρέφεται. Δεν καταστρέφεται.
Τρυφερές μέρες
Ήταν ένας αντιπροσωπευτικός, μπαρόκ χώρος.Μετά τα πομπώδη έπιπλα απέκτησαν σταδιακά το σχήμα σου, σε μια προοπτική ασύγκριτη για όλα τα σχέδια αυτού του κόσμου.
Στάθηκες δίπλα μου κρατώντας μες στο παιδικό σου χέρι τα κλειδιά των άστρων.
Το ποίημα ανυποψίαστο έχασε για πάντα τον ρυθμό του.
Οι πρώτοι των τάξεων
Οι πρώτοι των τάξεων συνήθιζαν να προσφέρουν τιμητικό άγημα. Κάτι πολύ λιγότερο απ΄τις σπονδές, απ΄την ζέση εκείνης της πρώτης πίστης. Εμπρός τους έφεγγε μες στη νύχτα τ΄άγαλμα του νεκρού κοριτσιού. Τυλιγμένη, όλο αιδημοσύνη με το χιτώνιό της και το χαμηλωμένο βλέμμα. Μπορούσαν να παραδεχτούν τότε πως εκείνα τα μάτια ήταν η άκρη του κόσμου. Πως ήταν το καλοκαίρι που απόψε μπορεί να τελειώσει με μια συνταρρακτική βροχή. Πως η αφορμή για τη θάλασσα, ήταν αυτή. Η πιο εξωτική στιγμή του αιώνα μας.
Το σήμα
Ο κόσμος που έσβηνε όταν με δυο υπέροχα χέρια φτερά μέτρησες για τελευταία φορά, ολόκληρο το δωμάτιο,αγκαλιάζοντας τη ζωή. Μετά ήρθαν άγρια στόματα.Γυρνούσες στους δρόμους δείχνοντας τις πληγές σου για ένα πιάτο φαί. Σε κοιτούσαν κρύβοντας το πρόσωπό τους, διστακτικοί,
όπως όταν αφοπλιστικά μου αποκαλύπτεις τ΄αληθινό όνομά σου.
Είσαι απίστευτος. Είσαι όπως τα παραμύθια, ένας άνθρωπος από άλλες κατευθύνσεις. Αλησμόνητες εποχές, ζωγραφισμένα, ολόχρυσά μεσημέρια σ΄αναρίθμητες πόζες μες στα φιλμ.
Και τα έξαλλα μάτια, τα τραγούδια να σε απειλούν, οι αιώνες πάνω σου και η μουσική και.