Η καρυδιά
Όταν γύρισες απ’ το χωράφι εκείνο το απόγευμα
θυμάμαι τα μάτια σου είχαν τη λάμψη της τρέλας
απ’ τα σφιγμένα χέρια κατάλαβα
γιατί δε με σήκωσαν – κάτι πάει στραβά
το τσεκούρι αρπάξαν απ’ το φράκτη
Ο ξερός ήχος αιφνιδίασε, ήταν κι άλλοι στην αυλή
πάνω της χάραζες το μπόι μου
τώρα, πελεκούσες με μανία την καρυδιά
που φύτεψες για μένα
Το δέντρο έγειρε να πέσει
κι εγώ θόλωσα
«Βούλωστο μικρή
Ο παππούς έχει καρκίνο.»
Η χαζογκόμενα
Φόρεσε την πιο κοντή φούστα.
Ρούφηξε με τρόπο την κοιλιά.
Στοίχημα εδώ, δεν έχουν ακούσει για τον Κάλβο.
Θα το παίξει Μέριλυν Μονρόε αγάπη μου,
γιατί κατά βάθος
μια χαζογκόμενα είναι που
χαίρεται να της κερνάνε τα ποτά κι έπειτα
μόνη ξεκλειδώνει την πόρτα σουρωμένη,
μόνη κοιμάται με τη λεκάνη αγκαλιά.
1.
Η τουαλέτα ήταν στενή και
βρώμικη
μουτζουρωμένη πόρτα και
τα κίτρινα πλακάκια
Αυτός, δε την κοίταζε,
ακουμπούσε το κεφάλι στη γωνία
Σκύψε
είπε αλλά αυτή ήξερε δεν του ‘χε σηκωθεί
Θα βρω άλλον
του απάντησε και τότε
ο επόμενος κατέβασε το χερούλι
γιατί όλοι περιμένουν τη σειρά τους να πηδηχτούν
ακόμα κι αν δεν είναι στ’ αλήθεια γκαβλωμένοι.
2.
Επειδή δε μου έκανες αδέρφια, μικρή
έθαβα ελιές στο χώμα και
δεν έδινα τ’ όνομά σου
βάφτιζα το δικό μου.
Κόρες σου όλες θα σε βρίσκουν
απ’ τα χνάρια των ποδιών.
Να ‘χεις το θάρρος
πριν γεράσουν να γίνεσαι εχθρός
να τις κλαδεύεις μεθυσμένη.
3.
Μην ντρέπεσαι που τον καβαλάς.
Κλείσε τα μάτια.
Ξάπλωσε.
Είναι κάτι σαν μαλακία
αλλά πιο άβολο
από τον τρόπο που σε πηδάνε
να μαθαίνεις για τον εαυτό σου.