Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Απόστολος Θηβαίος, «Οι άγγελοι πεθαίνουν κάθε μέρα Ραφέλ»

$
0
0


`

ΕΙς Μνήμην Ραφέλ ΑΛμπέρτι
`

Τις Κυριακές νιώθει μια σπουδαία μελαγχολία. Σπάνια μιλά για αυτό το βαρύτατο αίσθημα και είναι καλύτερα, αν πει κανείς πως όταν ετούτο κορυφώνεται αποζητά τη μοναξιά της λύπης του. Περπατά παράλληλα με τις γραμμές του εθνικού σιδηροδρόμου που έχει πια περιφρονηθεί εδώ και χρόνια, μα πρέπει κανείς να προσέχει στις διελεύσεις, καθώς κάποτε φτάνουν παράξενα οχήματα, επισκευαστικά που κινούνται αθόρυβα με κανά δυο εργάτες. Όλο χαμογελούν πάνω στην κίτρινη πλατφόρμα. Όταν νιώθει τη σπουδαία μελαγχολία τότε δεν γυρεύει άνθρωπο, μόνο περπατά με αποφασιστικό βήμα, περνά εμπρός από τις κλειστές αυλές με τα άγρια σκυλιά και ίσαμε να φτάσει στο συνοικισμό δεν σταματά, νιώθει μια ανυπόφορη αγωνία που τον βαραίνει και όλο φοβάται τον ήλιο, τον κόσμο στα καφενεία, τον καπνό από τους καταυλισμούς που καίγονται τα παλιά καλώδια και τα ελαστικά. Θα ησυχάσει μονάχα σαν φτάσει στο σκιερό δρόμο του προσφυγικού συνοικισμού που έχει τα μεσημέρια μονάχα μετανάστες κουρασμένους και αναπάντεχους ποδηλάτες. Ο δρόμος στο συνοικισμό είναι ευθύς, απέραντος, με χαμηλά σπίτια, καλοφτιαγμένα, συγυρισμένα με καλές σκεπές, ασβεστωμένες πλάκες, στο βάθος η περίφραξη του μικρού περιβολιού που έχει παγώσει μια τέτοια ώρα και το χώμα του είναι σκληρό. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο γέρος μοιάζει να καίγεται στην ησυχία της τυφλότητας, ακούνε τα βήματά του, φτάνουν κοντά σαν αδέσποτα, του γνέφουν, το ρωτούν πού πάει, αν χρειάζεται κάποια βοήθεια, «μην γυρέψεις τους ανθρώπους απέναντι, χάσαν χθες κάποιον δικό τους και όλο λυγμοί ακούγονται από την κάμαρη, σεβάσου τον νεκρό»,έπειτα επιστρέφουν στις θέσεις τους, ο γέρος ρωτά για την ώρα, την εποχή, τον καιρό και ύστερα πέφτει ξανά με τα μάτια από τη θέση της ζωής και του κόπου.Εκείνος θα περπατήσει για απέραντα μίλια, σχεδόν θα διατρέξει ολόκληρη την πόλη, έπειτα θα σταθεί στο παλιό, στρατιωτικό ύψωμα για να ιδεί τη θάλασσα των ναυπηγείων. Εκεί, καμιά φορά συναντά και τα παιδιά με τα σπασμένα φτερά στις πλάτες που αγαπιούνται βιαστικά και έπειτα χάνονται κατά τις αποθήκες του έρημου στρατοπέδου. Εκείνα δεν του μιλούν, μόνο χαμογελούν τρυφερά και του προσφέρουν άνθη και φτηνά τσιγάρα. Θα επιστρέψει αργά το απόγευμα, είναι κιόλας νύχτα και έξω φυσά ο αέρας της προδοσίας.

Σκυφτός, προσεκτικός θα συρθεί πάνω στους τοίχους, κάτω από κίτρινα φώτα θα κρύψει το πρόσωπό του, παντού οι πόρτες είναι κλειστές και πίσω από τα παράθυρα, κατακόκκινα μάτια, αρρώστιες αγριεμένες τον κοιτούν, περιεργάζονται την παράξενη κινησειολογία του. Οι πλανόδιοι έμποροι μαζεύουν τους πάγκους από την άκρη του δρόμου, έχουν προς πώληση βαλσαμωμένα ζώα, τόπια υφάσματος εξαιρετικά, φανταχτερού χρώματος, πωλούν κοσμήματα και κακοφτιαγμένες εικόνες βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ανάμεσα σε τούτα τα πράγματα, συλλογιέται μπορεί κανείς να βρει τα πιο τρυφερά μυστήρια. Τις νύχτες του, τις περνά στο σταθμό με τους οπλίτες των ξαφνικών αποσπάσεων, τους φοιτητές, τους ακραία ερωτευμένους που ζουν την ιστορία. Εκεί θρηνεί ξανά για όσα με πάθος έχει κλάψει. Η νύχτα θα φτάσει κάποτε ήρεμα, σαν γυναίκα που μόλις γέννησε, αργά και τρυφερά πολύ, πλάθοντας ξανά τον κόσμο. Και κανείς από όσους περνούν, τους νεαρούς Πέρσες, τα κορίτσια αγκαζέ με τους καλοπληρωμένους εργολάβους, τις αγχωμένες γυναίκες των σπιτιών, κανείς από όλους αυτούς δεν μπορεί να υποψιαστεί πως ο άνδρας αυτός είναι ένας ποιητής, πως ψιθυρίζει το τραγούδι των φυλακών, πως στα μάτια του υπάρχει πάντα κάτι σαν φιλί για τα μικρά και αδιάκριτα πράγματα. Το παρατημένο πλίνθο, το σκουριασμένο ξυράφι που κάνει με σιγουριά πολύ καλά τη δουλειά του ακόμα, τα εξαρθρωμένα έπιπλα Ραφαέλ. Τα μικρά, ασήμαντα πράγματα Ραφαέλ. Γεγονότα που λησμονήθηκαν μες στις παλαιές δέλτες των συμβάντων. Ραφαέλ.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles