[author]του Αντώνη Ψάλτη [/author]
Κάποτε στο χωριό μου ζούσε ένας συγχωριανός μας. Επειδή ήθελε πάντα να νικάει στην ξερή, ή επειδή νόμιζε ότι μόνο αυτός έπρεπε να κερδίζει (ως ο δεινότερος, αν όχι και μοναδικός, γνώστης του αναφερθέντος χαρτοπαιγνίου), δεν έπαιζε κανείς μαζί του. Έτσι λοιπόν κατάντησε, σχεδόν εξαρχής, να παίζει μόνος του. Καθόταν στην μία καρέκλα και μοίραζε και στην απέναντι κενή θέση, στην οποία μετακινούνταν για να παίξει τον ρόλο του αντιπάλου. Ενίοτε τον χαιρετούσαμε, αλλά εκείνος με ύφος ξινισμένου ασβού, απ’ τον οποίον δεν διέφερε και πολύ στην εμφάνιση, κατέβαζε τα μούτρα του, κάτι, μάλλον αγενές, έβγαζε απ’ τα χείλη του και συνέχιζε το μοναχικό του παιχνίδι. Κι επειδή τύχαινε να τον λένε Γιώργο ακούγαμε συχνά την φράση : παίζω γω παίζει κι ο Γιώργος…. Τον αγαπούσαμε ωστόσο. Δεν ήταν καθαρόαιμος πολεμοχαρής, ούτε καν ταλαντούχος εγωιστής…. Ο κακόμοιρος είχε απλώς γοητευθεί υπερβολικά απ’ τον εαυτό του. Τι να μισήσεις από έναν τέτοιο τυπάκο…
Σταλμένο το άνωθεν και αφιερωμένο με ειλικρινή και συμπονετική αγάπη στον έκπαλαι, εξαρχής και εσαεί ατάλαντο και «άκαπνο» (οι προσβολές αγαπητέ μου είναι ίδιον χθαμαλών και ουτιδανών ανδρείκελων όπως εσείς) δημογέροντα (ο οποίος φιγουράρεται κι ως πανεπιστήμων κι προφήτης, φέροντα τον κατάλληλο πώγωνα, ως οφείλουν οι τέτοιους ύφους φαντασμένοι) της ελληνικής ποίησης.
Υγ : όσοι μιλούνε περί πατροκτονίας θα πρέπει να την δέχονται και στο τομάρι τους. Αλλιώς δεν διαφέρουν σε τίποτα απ΄ τους κρυφοασφαλίτες των Εξαρχείων που (πάντα και μόνο για ίδιον συμφέρον) ωθούν τα άνοα αναρχικότροπα παιδάκια σε βανδλισμούς….