ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
3.Ἡ πτήση
Μὲ χούφτα ἑτοιμοπόλεμη
ἔπιανα τζιτζίκια
ἄγρια, κατακτητικὰ
τά πιανα καὶ σὲ λίγο τάφηνα
μ’ ἔκσταση παρακολουθώντας
ἀπὸ ψηλὰ τὴν πτήση τους.
Ἔτσι καὶ μὲ τὶς λέξεις.
Τὶς κυνηγᾶς ἀλλόφρων
κι ἅμα τὶς πιάσεις
τὶς ἀφήνεις νὰ πετᾶν
στὸ ποίημα.
4.Πολυόμματες
Ὡστόσο, μεταξύ μας,
Κάποιου κατακαημένου τζίτζικα
ἔβγαλα τὰ φτερά- ὑαλογραφίας
θαύματα-
καὶ σ’ἄλλον ἔμπηξα κλαράκι γιὰ οὐρὰ
Μνῆμες ἀποφράδες
Λέξεις ποὺ καταβασάνισα
κι ἄπνοες μὲ κοιτάζουν
πολυόμματες.
ΦΙΛΗΣΑΙ ΚΟΣΜΟΝ ΤΟΝΔΕ
Κάτω ἀπὸ δέντρο ἀνθισμένο
ἤ ἄλλες ἔκτακτες στιγμὲς
χάνω τὸ βάρος μου, πετάω
μ’ ἁρπάζει ἔρωτας ζωῆς
μὲ χίλια στόματα μιλάω
κι ἄς φοβερίζει ὁ Τήϊος
θέλεις θέλεις ψαλίξω σε
θέλεις νὰ σοῦ κόψω τὴ γλωσσίτσα
λάλη χελιδών;
θέλω θέλω μανῆναι
θέλω θέλω φιλῆσαι
κόσμον τόνδε κράζω
Τὸν κόσμο τὸν ἀσύλληπτο
τὸν σκοτεινὸ
τὸν λάμποντα
Θέλω θέλω φιλῆσαι
τὴν ἐλάχιστη αὐτὴ φλόγα
ποὺ ἀνατριχιάζει μέσα μου.
Η ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ
Χέρια μὲ πολιορκοῦν στοὺς δρόμους
φωνὲς καὶ μάτια
διεκδικοῦν τὸν οἶκτο μου
κι ὥς ἄνθρωπος λυγάω.
Μά, ὅπως μπροστὰ σὲ βάλτο
θάλασσα νοσταλγεῖς,
δέσμια συνειρμῶν κι ἐγὼ
ξανοίγομαι
σ’ ἐκείνη τὴν Ἑλλάδα τοῦ πενήντα
ξεβρασμένη ὅλη στὴν Ὁμόνοια
γυμνὴ καὶ πεινασμένη
ὄρθια ὡστόσο κι ἀπροσκύνητη.
Σὲ κοίταγε κατάματα
μ’ ἕτοιμη τὴν ἀποστροφὴ στὴ γλώσσα:
Καλὰ εἶμαι, δόξα τῷ θεῷ.
ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΥΠΑΙΘΡΙΟ
Τοῦ Νύση
«Σέλω μαλλὶ τσὶ γ’ιᾶς» καὶ μὲ τραβοῦσε
ὰπὸ τὸ χέρι κάπου σὲ πανηγύρι ὑπαίθριο
κι ἦταν μιὰ στάλα φῶς ὁ γιός μου ἐκεῖνο
τὸ ἀπόγευμα, παρόλες τὶς σκιὲς
πού, τόβλεπα, ξεμύτιζαν καὶ κρύβονταν.
Κόσμος, φωνὲς, δὲν ξέραμε κανέναν,
« σέλω καὶ κοκοάκι κααμέλα»
ἔσκυψα νὰ χαϊδέψω τὸ κεφάλι του,
κι ἀπόμεινα. Ποῦ ἦταν τὸ παιδί;
Ἔψαξα γύρω, ρώτησα –δὲν εἶδαν,
δοσμένοι στὴ χαρά τους μ’ ἀγνοοῦσαν,
κι ὁ ἀστυνόμος « λυπᾶμαι» μοῦ ‘πε ἀπόκοσμος.
Μὰ… μόλις τώρα… πῶς; Ἡ τρυφερή του
σάρκα ζέσταινε ἀκόμα τὴν παλάμη μου·
μήπως αὐτός; Δημήτρη! - ὄχι.Τὸ θαλασσὶ
μπλουζάκι του- Δημήτρη!
Ἔτρεχα ἐδῶ κι ἐκεῖ οὐρλιάζοντας.
Ἡ γῆ δὲ μὲ χωροῦσε, ποῦ νὰ πάω…
Νάτος! Σὲ τόπο ποὺ καταύγαζε πανσέληνος,
ἄντρας, μὲ τὸν δικό του γιὸ στὸ χέρι,
ὰλαργινοί, ποῦ πήγαιναν…Κι ἐγὼ ποιόν ἔψαχνα:
γιό, ἐγγονό, ἤ μήπως τὸν μικρό μου ἀδερφό;
ΗΞΕΡΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΩ
Ποδοβολοῦσαν ἔνοπλοι
στὸ ἥμερο δρομάκι,
κι ἐγὼ σ’ἀπόκομμα πεσμένο στὶς μολόχες
συλλάβιζα:
« Ἡ βασίλισσα Ἐ-λι -σά -βετ
ἔτεκεν ἄρρεν».
Οὔτε ποὺ μ’ἔνοιαζε
γιὰ τὸ ποιά ἡ βασίλισσα
καὶ ποιό τὸ ἄρρεν
οὔτε καὶ γιὰ τοὺς ἔνοπλους
κι ὅ,τι θυμᾶμαι τώρα
εἶναι, μὲ κεφαλαῖα γράμματα,
σὰν ἄστρα καρφωμένες
οἱ λέξεις- ἐκεῖνο τὸ ἀναγάλλιασμα
πὼς ξέρω νὰ διαβάζω.
ΤΑ ΨΩΜΑΚΙΑ
Μνήμη Νίτσας
Χωμένες στὸν κυπαρισσώνα
τρώγαμε « ψωμάκια»
λαίμαργα, σχεδὸν ἄγρια
σὰν σὲ μάχη
μαζεύαμε καὶ τρώγαμε
ἀρτίδια –τὰ λέγαμε καὶ πρόσφορα –
καρποὺς τῆς ἀγριομολόχας.
Κι ἦταν καιροὶ ἀσήκωτοι
μελανιασμένα χρόνια
Κι ὅλο γελούσαμε ἄσκοπα
χορταστικά, παράφορα
-μικρὲς ὁλάνθιστες ροδιὲς
σὲ φῶς καταδικό μας-
γελούσαμε σπαραχτικά.
ΜΙΑ ΝΟΤΑ ΥΓΡΗ
Σὲ πῆρα γιὰ « χρόνια πολλά»
«ἔλα» μὲ παρακάλεσες «δὲ θάρθεις;»
κι ἔπιασα στὴ φωνή σου
μιὰ νότα ὑγρή, ὑπόκωφη
σὰν νάσταζε λαγήνι ραγισμένο
ν’ἄδειαζε λίγο- λίγο ἀπὸ νερό.
Ἀνέβαλα· βαριέμαι τὰ ταξίδια
αὐτὴ τὴ μάταια κίνηση
ἀπὸ τὸ ἐδῶ στὸ ἐδῶ.
Κι ὅμως
ἴσως ἄν σὲ προλάβαινα
-ἴσως λέω –
νὰ λέγαμε ἀκόμα κάτι
κάτι ποὺ θάνοιγε διάπλατα
τὸ κλειδωμένο μέσα μας στερέωμα.
Η ΣΚΟΝΗ
Νέα φύλλα τὸ Μάη
Τρεμουλιάζουν, γυαλίζουν
Μαλλιὰ κοριτσιοῦ
Στεφανώνουν ρόδινες μέρες
Κι ἡ σκόνη
ἔχει κι ὅλας κινήσει.
Βιογραφικὸ σημείωμα
Ἡ Μαρία Μαρκαντωνάτου γεννήθηκε τὸ 1940 στὴν Κεφαλονιά. Εἶναι φιλόλογος καὶ ζῆ στὴν Ἀθήνα. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴν κριτική. Τελευταία ποιητικὴ συλλογή της: Φύλλα ριζικά ( Ἐκδόσεις Κουκούτσι, 2014). Ἀπὸ αὐτὴ καὶ τὰ παρακάτω ποιήματα: