`
Οι υφάντρες
Παγιδεύτηκαν σ’ ένα κακόφημο ποίημα.
Τα μαλλιά τους αλωνίζουν κυνηγοί κεφαλών.
Και στο στόμα λεπίδι, η ποινή στον αγρότη,
πνιγαλίων κι ο φόβος, χρηματίζει σαν φίλος.
Την ηχώ τους φιμώνει ο Φωνομέτρης χαφιές.
Ήχοι είναι, θα πούνε· δεν ακούγονται όλοι.
Τα παράθυρα κλείνουν και οι πόρτες κλειδώνουν
και ο τάφος πλευρίζει τον τυχαίο διαβάτη.
Μόνο η τραγωδός η σοπράνο
τον κουρέα αγγέλλει εφιάλτη.
Το χέρι υφάντρας θα υψώνει,
που το νέο της σώμα διασχίζει
ο ροζ σατράπης σταυρός.
Στου Μεχίκο τ’ αφιόνι, ερημιά και αλάνες.
Είναι βρόχι ο σπόρος, το λαρύγγι τους σφίγγει.
Λαναρίζονται νύφες και στο μάτι μπαμπάκι.
Στη φωνή σου η άμετρη θλίψη. Κι ο Μπαχ.
`
*
Ο σαλταδόρος
Όσο να πει πως
το ψάρι στο δίχτυ δεν είναι ψάρι σε τηγάνι,
τσουρουφλίζεται στις λέξεις του,
στις άτυχες μεταφορές ― τι μαρτύριο.
Να φτύνει το κακό, κι αυτό ακούραστο.
Από τα χείλη του να πιάνεται
και πάλι πίσω, μες στο σάλιο,
το δηλητήριο ν’ αναδεύεται.
Όπως στα παιδικά μας φιλμ,
το φουσκωμένο σύννεφο
μόνο βροχή τού έστελνε από πάνω,
και μέχρι να φτάσει σπίτι
εκείνο πάλι του πετούσε σταυρωτά
καρφιά.
Κι αν είναι, λένε, σαν σφυριά
του ποιητή η δουλειά
είναι γιατί χρειάζεσαι μια σκαλωσιά
ν’ ανέβεις ως το σύννεφο,
στη ρίζα, λένε, τ’ ουρανού ν’ ανέβεις,
με γλίστρημα κανένα
―αλλιώς του κάκου―
κι όχι γιατί είναι σαν σφυρί
η δουλειά του ποιητή.
Ένα ψάρι σε τηγάνι δεν είναι ψάρι σε ταψί.
Ένα ψάρι στο χείλι δεν είναι ψάρι στο δίχτυ.
Μέχρι να γίνει μουσική η φωνή σου,
όσο το σκουριασμένο σώμα από το τρίξιμο
να στήσει πέντε κόκαλα,
με κόντρα αέρα, βρογχικά φυσήματα,
νέα μεγάφωνα μπορεί να ’ρθούνε.
Μα εσένα το μυαλό σου στο χορό.
`
*
Η απόπειρα της ελευθερίας
Με τρύπιο το σώμα, το φιτίλι να τρέμει,
το ποίημα πυροτεχνουργός.
Μαύρες τολύπες το ξετίναξαν. Οι Μοίρες
παίζανε
γεμάτο ζάρι
-Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο-
την τύφλα τους λευκό κουτσό.
Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.
Μά μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.
Τα παιδικά σου μάτια θυμούνται
μια έκρηξη. Τον πυρετό
που ανέβαινε
των πεθαμένων.
Ακούς από κάτω
το γδαρμένο γυαλί-
`
*
Ας χορέψουμε
Γκρεμίζοντας τον ύπνο
Ηλίας Λάγιος
`
Ο πόθος έλιωσε τα μάτια μας.
Έγινε τραγούδι, να τυραννάει τον λογοκόπο.
Αόρατο δοξάρι σε παρτιτούρες αρλεκίνου
που έσκιαξε κι έσκισε το μισοφόρι
του θανάτου. Ήχος πειραγμένος,
από παράτολμο σμίξιμο.
Το χώμα να φοβάται το σώμα.
Γι’ αυτό πριν πάλι ο Τυφλός λαλήσει
― Ας βροντήξουν παλαλά ταμπούρλα,
και πλήθος παρδαλά τα γυναικεία λώματα
ας τσερίσουν με τον πήχη τον αγράνεμον.
Και πεντοζάλη και πυρρίχιος
και τρομαχτόν. Το χέρι εκείνο,
αυτό που αναδύθηκε
― Κάλεσμα ήταν ή αποχαιρετισμός;