Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Αλεξάνδρα Κωστάκη (Μανόλια), «Μανόλιες και ευκάλυπτοι», Σειρά Ποιείν, αρ. 11, εκδ. Μετρονόμος, 2014

$
0
0

`
Εύθραυστον

Εύθραυστος κόσμος χωρίς συνοχή
ραδικανθός που εξανεμίζεται σε κλάσμα χρόνου
ασήμαντου, κονιορτός αγάπης γυάλινης
στο φύσημα ζηλότυπου ανέμου.
Έτσι κι η αγάπη μας
δέντρο γυμνό στο φυλλορόημά του,
της σύμβασης πρόσχημα αναζητά για ρούχο,
προσωπείο εύθυμο στα δάκρυά του.
Το ξέρεις, δεν μπορώ
του πόνου ξεγέλασμα να ντύνω
της καρδιάς την ξέρα ποτάμι να περνώ
τις λευκές μου νύχτες οάσεις να βαφτίζω.
Θα εκραγώ
θραύσματα λέξεις στο άπειρο να γράψω
στο κενό, δακρυσμένοι υπότιτλοι
σε νουάρ του έρωτα ταινία.

`

*

Αμφίβιον

Έζησα ως τώρα διπλή ζωή, αμφίβιο.
Μια να γλιστρώ στου νηπιακού βυθού το γάργαρο νερό
και μια σερνόμενη στην πηλόπλαστη των ενηλίκων χώρα.
Κι ήτανε τόσο ελκυστικός ο κήπος του νερού -νειλωτικό τοπίο
κι απύθμενη η δίψα μου στη θαλερότητά του,
που αρνήθηκα της στερεότυπης ουσίας το συμβιβασμό
τα λογικά επακόλουθα αψηφώντας.

Χάθηκα στα διαυγή νερά παρέα με ιππόκαμπους
με παιδιά χελιδονόψαρα μάζευα κοχύλια.
Καθόλου εύκολο να κερδίσω την καρδιά τους.
Τα παιδιά κοιτούν κατάματα -άψογο φιλτράρισμα-
δεν τα ξεγελάς.

Κι εγώ ξένο σώμα στον υγρό τους παράδεισο
μα τυχερή στο αλισβερίσι της αγάπης παρά τα λάθη.
Εκεί η ζωή ονειρική και καθαρτήριο
κι ο ήλιος να χαμογελά στις ζωγραφιές τους.

Μα η κοίτη μου ξεράθηκε, -πώς άδειασε η κλεψύδρα;
κι εξόριστη τώρα γυρνώ σε κόσμο ξένο κι άγνωρο
με αγκάθια και πονάω.
Ξυπόλητη είμαι και γυμνή- πώς έγινε; -Κρυώνω.
Έρημη χώρα και τραχιά. Διψάω.
Που η θλίψη μου τη λίπανε καθώς μονάχη κλαίω.

Αμφίβιο κάποτε του Νείλου ερπετό
σαύρα απόγινε που κείτεται στα βότσαλα του ήλιου.
Πώς την έλλειψη να αντέξω, να συμβιβαστώ…
«Δεν ανήκω εδώ!» Στ’ αστέρια το φωνάζω.
Απόκριση καμιά, μονάχα βλέμματα
πύρινα, αλαζονικά και λάγνα.

Τα παιδιά κοιτούν κατάματα με ξάστερο το βλέμμα
μα εδώ μονάχα τη βολή τους κανακεύουν.
Απελπισμένη αναζητώ όπου νερό γυαλίζει
τη μυστική θύρα να βρω
μ’ άλλο «σουσάμι άνοιξε» κλειδί ν’ ανοίξω
να καταβυθιστώ και πάλι
στον κόσμο που με άφησε να βγω χωρίς επιστροφή.

Αμφίβιο κάποτε περήφανο του Νείλου
τώρα απελπισμένο κι άνουρο του οίκου ερπετό
δακρύζοντας αναπολώ τα περασμένα.
Άραγε θα πίστευε ποτέ κανείς τα δάκρυα αυτά
γι’ αληθινά, κι όχι προσποίησης και δόλου
κροκοδείλια;

`

*

Μέρες οργής

Τους λειμώνες της ψεύτικης στοργής
οι χειμώνες της οργής διαδεχτήκαν.
Φρικτή βασίλισσα η οργή
λόγια τραχιά ξεφυσάει
πυρωμένα κάρβουνα
στου πλήθους την αψάδα.
Στη βράση γεννάει ήρωες κι αυτόχειρες
αθώα θύματα και τέρατα αιμοβόρα.
Επιθυμεί δικαίωση, εξαγνισμό
ή μίσους παρανάλωμα.
Της θνητής φύσης πλούσιο- αλί- κοίτασμα
θολώνει μόνιμα το νου, αντίληψης το θάμπος.
Της συντέλειας αυτή δόλιος κολαούζος, άθλιος
της ευτέλειας φίλος διάβολος
λυμαίνεται την Ύπαρξη σ’ ασφοδελούς λειμώνες.
Κι όσο η ευκταία Εδέμ παραμένει άφαντη
ή πλαστός αντικατοπτρισμός
στα όμματα όσων ασελγώς θωπεύουν την ελπίδα
τα σταφύλια της οργής κείτονται
φθηνός και περίοπτος καρπός
λαχταριστός κι ώριμος προς βρώσιν πάντα.
Ομαλά προς αυτόν τα πράγματα
εφιαλτική συνηγορία καιρού και καιροσκόπων Εφιαλτών!

`
*

Ικρίωμα

Η αγάπη στο ικρίωμα
πάρθηκε καιρό η καταδίκη.
Πενθηφορούσα αναμετρώ τους παρατονισμούς
μιας μελωδίας που σίγησε για πάντα.

Κάπου μακριά κι εσύ
στους θεατές ανάμεσα κρυμμένος
παράταιρος κι αμέτοχος ως πάντα
ρίχνεις παιδικές ματιές στα σημεία του καιρού
σφυρίζοντας τους φόβους σου.

Όλα του φόνου έτοιμα τα σύνεργα
κι ο φοβερός δήμιος πιάνει το τσεκούρι.
Μέσα στο παραζάλισμα
τον αναμαλλιασμό του πόνου
ακλόνητη της φρίκης εμμένει η βεβαιότητα
πως πάλι εσύ πίσω από του δήμιου την κουκούλα.
`
*
Δέντρα του δρόμου

Στο περιθώριο ασάλευτης ζωής
δέντρα του δρόμου μοναχά παρατημένα
κρυφαγναντεύουνε των άστρων τα σπιθίσματα
μελλούμενα μαντεύουνε σημεία των καιρών.
Από αλλότριες βουλές οικτρά χαντακωμένα
με φθόνο οι ρίζες στρέφονται στα νοτισμένα ρείθρα
κι αμίλητα θρηνούν της στέγνιας το κατάντημα
που γίνανε τώρα φωλιά ριμμάτων ρυπαρών.

Χαίρονται μόνο τα φτωχά παιδιά της περιφρόνιας
σε αδέσποτων επίσκεψη, σε φτερωτών παρλάτα
ή σκόνταμμα περαστικού καταμεσής στη στράτα
σα γίνει αιτία να σταθεί για μια ματιά συμπόνιας.

Δέντρα του δρόμου ορφανά παροπλισμένα σκάφη
ανυπεράσπιστα σκαριά σε κάμα και σε μπόρα
καταποντίζουν το όνειρο, βουλιάζουν την ελπίδα
να φέρουν εδικάστηκαν τις ενοχές του κόσμου
εκείνα φταίχτες των δεινών και αυτουργοί του πόνου.

Συνωμοτεί αντίρρητα ο ίσκιος της μουριάς
αμφίβολη κι η πάλευκη ηθική της ακακίας
της κουτσουπιάς φαντάζει φόβητρο η σκοτεινή θωριά
ψέμα το δάκρυ της ιτιάς κι η λεύκα πονηρά θροΐζει φύλλα.
Στην Πρέβεζα ο ευκάλυπτος με το θανατικό του μύρισμα
κρίνεται κύριος ένοχος εσχάτης προδοσίας, ενώ
προτιμητέα ορίζονται τα κάλλη της μανόλιας
παρά της πρόσκαιρης εύοσμης ήβης το χαμό.
Της τιμωρίας πέλεκυς πέφτει γοργά βαρύς
στο σώμα της υποταγής που κέντησαν τα βόλια
τρελά ζητωκραυγάζει κι ο όχλος αδαής:
«Ο ευκάλυπτος απέθανε. Ζήτω η μανόλια!»

Δέντρα του δρόμου θλιβερά σακατεμένα
το πεζοδρόμιο αφήσανε, στο δρόμο κατεβήκαν
σε ίδια πορεία, ολόιδιο λήθαργο με αλλουνούς
φαντάσματα όλοι αγέλαστα με μέλη μαραμένα
δέντρα του δρόμου σαν κι αυτούς
κι εσάς
και σαν εμένα.

`

******************************************************

Το 11ο βιβλίο της Σειράς Ποιείν εκδ. Μετρονόμος (επιμ. Σπύρος Αραβανής) αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Κωστάκη -η κατά τον διαδικτυακό κόσμο «Μανόλια» - με τον τίτλο «Μανόλιες και ευκάλυπτοι».  Πρόκειται για ποιήματα που καλλιεργήθηκαν μέσα της σε βάθος πολλών χρόνων, νοτισμένα από το εσωτερικό και εξωτερικό της περιβάλλον. Οι παιδικές μνήμες συνυπάρχουν με τους ώριμους απολογισμούς,  τα εσώτερα τοπία με τις μυρωδιές της πόλης και οι ποιητές των βιβλίων που αγάπησε με τον έναν ποιητή της καθημερινότητάς της, τον Κώστα Καρυωτάκη  καθώς η γειτονιά της βρίσκεται στην περιοχή όπου αυτοκτόνησε το 1928. Με ένα πλούσιο και ευωδιαστό λεξιλόγιο, με ένα χειμαρρώδες και αγνό εκχύλισμα συναισθημάτων, εικόνων, μελωδιών και σκέψεων, άλλοτε με ελεύθερο και άλλοτε με έμμετρο στίχο, η Κωστάκη καταθέτει την πρώτη της αυτή εργασία ως οφειλή για όσα έφερε μέσα της χρόνια αφήνοντας στον αναγνώστη ένα ποιητικό αίσθημα χαρμολύπης όπως είναι άλλωστε το συναίσθημα της ζωής.
`

*******************************************************

Η Αλεξάνδρα Κωστάκη, σύζυγος και μητέρα τριών παιδιών, γεννήθηκε και διαμένει μόνιμα στην Πρέβεζα, στον όρμο Βαθύ, στη σκιά του ευκαλύπτου, αυτόπτη μάρτυρα της αυτοχειρίας του θλιμμένου ποιητή Κ. Καρυωτάκη και λογοτεχνικoύ της μέντορα – τρόπον τινά- περί τα ποιητικά. Υπηρέτησε την Προσχολική Αγωγή και Εκπαίδευση για 27 χρόνια (τα 3 τελευταία και σαν υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Α/θμιας Εκπ/σης Ν. Πρέβεζας). Έχει εκδόσει το μελέτημα  «Κ. Καρυωτάκης- Μαρία Πολυδούρη, «Αγάπησα έναν ποιητή κι όχι ήρωα» (εκδόσεις «Άπειρος Χώρα», 2014). H ποιητική συλλογή «Μανόλιες και ευκάλυπτοι» είναι το πρώτο της βιβλίο.  Ποιήματα και κείμενά της φιλοξενούνται σε τοπικές εφημερίδες, περιοδικά και στο διαδίκτυο με το ψευδώνυμο «Μανόλια».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles