`
Β’
Στο υφαντό της μοίρας είμαστε οι κλωστές κι είναι φορές
που του ενός ταχέρια πλέκουν τουάλλουτουφάδι
ακόμα κιαν τοπνεύμα μου έπαιρνε άλλους δρόμους θα το τραβούσες πάντοτε δικό σου θα το έκανες μπροστά στα πόδια σου
μαζί θα πάμε τυλιγμένοι ο ένας στο λαιμό του άλλου σαν ποτάμια
θα τραγουδάμε κι όταν πέφτουμε στη θάλασσα
με τις πνοές του έρωτα που κύλησαν εντός μας τη διακόσμηση απ’τις βαθιές σπηλιές μας μυστικά που ανταλλάξαμε κι ανέβηκαν τη σκάλα
ας νυχτώνεται ο κόσμος όλος
στον κήπο μας θα παίζουν τα λιοντάρια με τα ελάφια
και θαγεμίζουν τα σταφύλια μας φωτιά
πλάι σε ανίκητες πηγές που αναβλύζουν για να ποτίζονται τα χείλη σου μπρος στην ολότητα
συστρέφεται ο χρόνος όταν σε ψηλαφώ
κάποτε καθώς θα αναλύεται η καρδιά μου τα συντρίμμια της θα ψιθυρίζουν τ’όνομά σου
και θα’ναι ο έρωτας πιστός όσο ο θάνατος
όταν η σκόνη μας θα στροβιλίζεται αγκαλιά στην αιωνιότητα
από ηλιαχτίδες θα περνά σε ανάσες από φιλιά και θα θυμάται
την κορυφή πάντα της αγάπης μας
κι ας έχεις διαλύσει κάθε ματαιότητα όπως σπάει ένα βάζο με πάταγο στο πάτωμα
ζεις σαν τα ομόχρονα βήματα χορού σε πανηγύρι πουοιάνθρωποιξεχνούν τ’όνομάτους κι εγώ εσένα γιορτάζω
με λύρα εκστατική σε μαστορεύω κι απ’τιςστάχτες γύρωμας φοίνικες φτερουγίζουν
ύστερα μπαίνεις θύελλα στις φλέβες μου κι ύστερα βάλσαμο μέθεξη φωτιάς πάνω σε χιόνι παραδείσιο
να με φυσάς για χίλια χρόνια διαμάντια να βυθίζεις λαμπερά μέσα σε ήχους
υποκλίνεται η ψυχή μου στη θέλησή σου
υψώνεται απ’τα πόδια σου που μοιάζουν άγριοι κύκνοι
σε Άνοιξη που ζει στο πρόσωπο σου στα χέρια σου που βγάζω τ’αγκάθια κάθε τόσο
κι είναι που διαπλέω την αγκαλιά σου είναι οι κάβοι που περνώ κι άλλοι τόσοι που κρύβονται στο στήθος
θυμάσαι εκείνες τις ολόγυμνες σκιές το ηλεκτρισμένο θάλπος της σελήνης
έσταζαν τα μάτια μου φωτιά στα μάτια σου κι ένα ηλιοτρόπιο μαζί μας ξεδιψούσε
ατμοί ανέβαιναν ψηλά από μας και δροσιά κατέβαινε ως τα έγκατα της γης
σ’επικαλούμαι σεόλο τοβασίλειοτων αισθήσεων
στην ευωδία κάθε σφαίρανθης γαζίας κάθε ώριμου σύκου τη γεύση
σε καθαρόηχα λόγια των ποιητών σε νιώθω στη χάρη κάθε μεγάλης ωραιότητας
είσαι ναός σε τόπο ιερό, κι εγώ, ο μόνος προσκυνητής σου
αν σηκώσεις την καρδιά μου θα βρεις αρχαία λάμψη και γλώσσα ομηρική ίδια μ’αυτή που τραγουδάει στο αίμα σου
μπορώ να σου πω πως νιώθει η αστραπή. Δεν φοβάται.
Μπορώ να σου πω για τη γνώση. Δεν αξίζει δίχως έρωτα.
Όπως η νύχτα δεν νυστάζει, έτσι σ’αγαπώ.
`
**********************************************************
Το 10ο βιβλίο της Σειράς Ποιείν, εκδ. Μετρονόμος (επιμ. Σπύρος Αραβανής) αποτελεί έναν μεγάλο ερωτικό ποιητικό μονόλογο του Πάνου Δημητρόπουλου στην πρώτη του παρουσίαση στο χώρο της ποίησης. Πρόκεται για μια εκτενή λυρική σύνθεση στην οποία συνομιλούν διακειμενικά τα διάχυτα συναισθήματα και οι γλαφυρές εικόνες μιας ερωτικής εξομολόγησης με τη φιλοσοφία και τη μυθολογία έχοντας ως προμετωπίδα της σκέψης και των συναισθημάτων το λόγο του Εμπεδοκλή «…ἄχρις οὗ τὸ ἱμερτὸν ἧκεν ἐπὶ τὴν φύσιν ἐκ προνοίας, Φιλό΄τητος ἐγγενομένης καὶ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος…»
`
****************************************************************************
Ο Πάνος Δημητρόπουλος είναι ζωγράφος, σεναριογράφος, επιμελητής εκθέσεων και υπεύθυνος λειτουργίας και προγράμματος της ιστορικής Μπουάτ “Απανεμιά”. Ζει και εργάζεται στην Πλάκα.