ΝΥΚΤΩΡ ΚΙΝΗΣΑΜΕ
Νύκτωρ κινήσαμε
τὸ πρῶτον φῶς ζητήσαμε
μὰ ὁ Ἥλιος δὲν βγῆκε ποτέ
καὶ μᾶς ἔμειν’ ὁ δρόμος
ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ
Στὰ στενὰ ποὺ περάσαμε
νωπὰ τὰ ἴχνη μας στὸ χῶμα
καὶ ὅ,τι καταφέραμε
μιὰ δράκα λέξεις σκορπισμένες στὸ χαρτί
Πασχίσαμε τὸν Χρόνο νὰ προλάβουμε
ὅμως ἐκεῖνος δὲν βιαζόταν
ΕΝ ΦΩΤΙ ΤΟ ΦΩΣ ΦΩΤΟΘΕΝ
Φρεσκοβαμμένος ὁ οὐρανός
φρεσκολουσμένος ὁ ἥλιος
καὶ ἕνα φῶς ταϊσμένο μέλι κι ἄγριο γάλα
καθὼς ἡ μέρα τρώει τῆς νύχτας τὴν οὐρά
καὶ δὲν χορταίνει διόλου
Ἐν φωτὶ τὸ φῶς φωτόθεν
τὴν σάρκα τῆς σκιᾶς καταξεσκίζει
ἀγήραον κι ἀειθαλές
καὶ τὴν ἀσχήμια της ἐξωραΐζει
…κι ἀκόμα ἄγουρ’ ἡ φωτιά
Ντύθηκε σήμερα ἡ μέρα τὰ καλά της
Φόρεσε ἴασμο καὶ μοσχοβόλησε ὁ τόπος
φόρεσε ἥλιο κι οὐρανό
κι αὐτὸ τὸ φῶς τὸ ταϊσμένο μέλι κι ἄγριο γάλα
κι ὡσὰν φωτοκισσός
ἀναρριχᾶται στοὺς ἐξῶστες τῆς νυχτιᾶς
καὶ τοὺς σκεπάζει
…κι ἂς εἶναι ἄγουρ’ ἡ φωτιά
ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΦΩΤΟΣ
Σὲ θάλασσες φωτός
ὁ νοῦς μας ταξιδεύει
μὲ νῆα τὸν Ἡράκλειτον
πελάζουμε τὸν Ἥλιον
ΞΕΒΡΑΣΜΕΝΑ ΚΟΓΧΥΛΙΑ
Ξεβρασμένα στὴν ἄμμο κογχύλια
Τὸ δέρμα των
λίκνου ἡ ἀγκαλιά
ποὺ ἐντός της ξέγνοιαστα κοιμῶνται οἱ αἰῶνες
Στὰ σπλάγχνα των
ἠχοῦς τὸ ἀπολίθωμα
τῶν πρώτων θαλάσσης στεναγμῶν
Κογχύλι κρατῶ
ποτάμια μετρῶ
αἰώνων ποὺ ῥέουν ἐμπρός μου
Κογχύλι κρατῶ
ἀκούω τὸν αὐλό
τῶν ἄωρων ἤχων τοῦ κόσμου
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΟΙ ΣΤΙΓΜΕΣ
Τῆς ἐλευθερίας οἱ στιγμές
γράφονται σὲ σελίδες κλέους
Πέννα κρατᾷ ὁ Θάνατος
καὶ ἡ μελάνη τὸ ἱερόν
τὸ αἷμα τῶν Ἑλλήνων
ΤΑ ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΥΑΛΑ ΤΩΝ
Ποτὲ δὲν μὲ ἐφόβισε
ἡ ὄψις τῶν ἀνθρώπων
ὅσο ἀλλόκοτη αὐτὴ καὶ ἂν ὑπῆρξε
Πάντοτε ὅμως μ’ ἐφόβιζαν
τὰ βάρβαρα μυαλά των
ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ
Πάει καιρός
ἀπὸ τότε ποὺ γυμνός
ὡς ἔποχος φωτός
πρωτοπερπάτησα σ’ ἐκείνη τὴν ψιλή
τοῦ ὁρίζοντος κλωστογραμμή
μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ θαλάσσης
Τώρα πλέον
περιπλανῶμαι στὴν δύσιν τοῦ γλαυκοῦ
περιμένοντας γιὰ μιὰ ζεστή
καὶ νέα ἀχτίδα
Τὸ σῶμα μου πυξίς
ἀλάνθαστη ποὺ δείχνει πάντα θάνατον
μὰ ἡ ψυχή μου ἡλίανθος
ποὺ βλέπει πάντα Οὐρανόν
καὶ ἄνω θέει πρὸς Ἥλιον
Πυγολαμπὶς σὲ ἄνθρακα