Image may be NSFW.
Clik here to view.
`
Εκλεκτική αλαλία
Η μάνα του
ταξίδευε τα βράδια
σε ό, τι δεν έζησε.
Έσφιγγε τα μάτια
και έφευγε μακριά με τα πουλιά.
Ο πατέρας του
ήξερε
πως δεν μπορεί να την κρατήσει αλλιώς κοντά,
γι΄αυτό κατέφθανε ικέτης
φέρνοντάς της τα πρώτα κρινάκια της άνοιξης,
όταν γυρνούσε απ΄τη δουλειά.
Το σπίτι έμπαζε νερό το χειμώνα΄
ένα κλάμα έφτανε τις νύχτες στ΄αφτιά του -
ήταν η μάνα του που έκλαιγε,
οι παλιοί τοίχοι ανοιγόκλειναν τα μάτια,
έπαιρναν μορφή, ανάπνεαν,
έκαναν γκριμάτσες΄
σχεδόν παντού
παραμόνευε κι ένα στοιχειό.
Έσπαγε τα παιχνίδια΄
άνοιγε την μεταλλική κοιλιά
στα αυτοκινητάκια,
τράβαγε έξω τα γρανάζια και τα ελάσματα,
ήθελε να ανακαλύψει,
πού είχε κρυφτεί η φωνή.
Τίποτα δεν στέριωνε στα χέρια του -
μόνο τα όνειρα.
Όλα έδειχναν,
πως θα γινόταν ποιητής.
`
*
Δρολάπι
Όταν ηχούσαν οι οπλές στην τσιμεντένια αυλή,
τέλειωνε το παιχνίδι,
χειμώνας άρχιζε,
πρώτη έμοιαζε φορά που έβλεπα σάπια φύλλα και κλήματα ταγγά
τσαλαβουτώντας στα νερά.
Πάντα θυμωμένος ήσουν, πατέρα,
όταν ερχόσουν από τη δουλειά,
πάντα βρεγμένος,
με το ίδιο μολυβί παντελόνι,
την ιδρωμένη τραγιάσκα, γλινερή,
τη μάλλινη φανέλα
τρύπια στη μασχάλη -
χειμώνα καλοκαίρι.
Δεν σήκωνε κουβέντα ο θυμός:
έπρεπε να ανακρούσω πενήντα απρόθυμα πρόβατα
να διαβούν απ΄ τα σκέλια σου.
Κουρασμένος σήκωνες κάποιες φορές το κορμί να ισιώσει,
έβαζες τις παλάμες πίσω στα νεφρά,
φώναζες τη μάνα σου:
«-Αχ, μάνα μου…»
συνέχιζες να στύβεις τις ρώγες.
Μετρούσα κεφάλια ζωντανά, φοβισμένα,
έχανα τον αριθμό,
τραγουδούσα να περάσει η ώρα.
(Κανείς δε μιλά, όταν πέφτει σκοτάδι΄
οι άνθρωποι τραβούν σαν σκιές
κι αυτή ακόμα η κραξιά από το νυχτοπούλι
είναι απουσία: δυναμώνει το κρύο.)
Βαρύ:
έπρεπε να σηκώσουμε το λεβέτι -
ιεροτελεστία πάλι σιωπής. Τέλος.
Έβαζε η μάνα φαϊ
παραμερίζοντας χίλια δυο σκουτελικά,
έκοβε ψωμί -
«- Εγώ, εκείνο το ξερό κομμάτι θέλω,
το χθεσινό».
Όταν έκλεινες πίσω σου την πόρτα,
έφευγε κι ο φόβος,
μα ξεκινούσε η μοναξιά΄
η μάνα δεν μιλούσε,
διάβαζε δίπλα στη φωτιά,
έβλεπα τα πόδια της καμένα απ΄ την πυρά,
να εξέχει ένα δόντι
σαλιώνοντας το δάχτυλο,
γυρίζοντας σελίδα
-Αχ, μάνα μου…
έβλεπα τις σκηνές που διάβαζε στα μάτια της
προσηλωμένος,
έβλεπα -
τρία φουστάνια φορούσε Γενάρη μήνα
το ένα πάνω απ΄τ΄ άλλο,
άλλα χρώματα:
ανοιχτό μισοφόρι κατάσαρκα,
σκούρα ρόμπα,
γκρίζα ποδιά,
καφέ μαντήλι.
Όταν έσβηνε η φωτιά,
έπαιρνα τη στάχτη στο όνειρο΄
πάντα κρύο ήταν στον ύπνο
κι ας φώναζα απ΄ το δωμάτιο
τρεις φορές «καληνύχτα».
-Τα παραμύθια δεν τελειώνουν νύχτα, πατέρα,
τελειώνουν με «καληνύχτα»
κι εσάς ο ύπνος σας ήταν βαρύς -
δεν με προστάτευε.
Κείνα τα πρόβατα τα πήρε ο βοριάς,
κείνα τα χρόνια τα παρέσυρε ο άνεμος.
`
*
Τα ναύλα
Διαπιστώνω στις προθήκες των μουσείων,
πως είναι αρχαία η τέχνη του χρηματισμού:
ένας χρυσός οβολός
που διέφυγε της ιδιοκτησίας του Χάροντος
και κατέληξε έκθεμα
προς επιμόρφωση επερχόμενων γενεών.
Το υπογλώσσιο
κύλησε μάλλον μέσα απ΄το κουφάρι,
ξεγλίστρησε απ΄τη μέγγενη του κοκάλινου χαμόγελου
και βρέθηκε αιώνες μετά
στις παρόχθιες λάσπες.
Άφαντος ο νεκρός,
με διαβεβαιώνει η φύλακας
νηφάλια, καλοντυμένη, με δυο σειρές βραχιόλια χρυσά.
Απόδειξη, σκέφτομαι, πως ο βαρκάρης
ήταν αδέκαστος -
δεν τον εξέπλητταν τα ευγενή υλικά.