ΣΑΝ ΕΡΩΤΙΚΟ
Δεν θέλω τίποτα πια στον ορίζοντα μου
Θα μείνω με την φαντασία
Από αυτή αναδύομαι και φτάνω κάπως άτσαλα στο απειλητικό ταβάνι να σταματώ, εγώ με τους καπνούς μου
Ένα κράμα ψυχής και ανθρώπου ονειρευόμουν, μα ξύπναγα απότομα από εκκωφαντικές συμπεριφορές.
Μα μη με κρίνεις…
Κοίτα τριγύρω σου
Θρηνώ για το απαρηγόρητο της καρδιάς σου
για το λίγο που σμίξαν και ταιριάξαν οι παλάμες.
Έτσι είναι θλιμμένη μου (Ά)γνωστή.
Κάποιοι είναι εδώ για να κρατούν σφιχτά τα
χέρια και κάποιοι να φοβούνται
Για το λίγο που σμίξαν και ταιριάξαν οι ζωές
*
ΚΕΛΙ
Με γιασεμιά να χτίσεις το κελί σου
να είναι εύκολο να δραπετεύει ο νους, να μπλέκει ανέμελα με της επιθυμίες
αναρριχώμενες οι ευχές σου ως τον ουρανό
για μένα αστέρια από παντού να τα κοιτάζω
Με γιασεμιά να χτίσεις το κελί σου
αέρας σύντροφος μονάχα να περνά
γεμάτος ευωδιές του έξω κόσμου
Στα πόδια σου θα αφήνει καλοσύνη και τρυφερότητα, στον κόρφο σου να κρύψεις, φυλαχτό
Με γιασεμιά να χτίσεις το κελί σου
να αφήνεσαι στην αθωότητα
που οι πολλοί δεν την καταλαβαίνουν
Τα φύλλα της ψυχής σου πρόσεχε μην πέσουν, μην χαθούν
απ΄τα χαιρέκακα χαμόγελα που συναντούσες
Με γιασεμιά να χτίσεις το κελί σου
μιας και κελί καρτέραγες, αυτό ίσως σε λυτρώσει
Μα αυτό το απέραντο λευκό που σε φαντάστηκες
μανδύα θα κάνω ότι σε πλήγωσε να το σκεπάσω
Ραίνοντας τα δειλά σου βήματα με ανθούς
για την απόδραση που λες ότι φοβόσουν…
*
ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΖΩΗ
Αντέστρεψαν τους πόλους μου και από τον θάνατο μου
γέννα βοτάνων και ανθών με εξαίρετη ευωδιά
Να μπλέκεται η άνοιξη με τον παχύ καπνό μου
την ώρα που καρτέραγα μια όμορφη βραδιά
Απέτρεψαν το ήσυχο θλιμμένο μονοπάτι
ευθύ, λείο το διάβαινα μα απέκτησε σκιά
Γέμισε ξάφνου είδωλα που σπάζανε το μάτι
μικρό παιδί που κρύφτηκε σε μια ζάλη γλυκεία
Αμπάριζα το όνειρο του, σύρανε οι χρόνοι
ζωσμένο σε άλλα άρματα να τρέχει φθονερά
Θα θέλει να βγάλει μιλιά, κάτι θα το φιμώνει
και όταν διψά θα ξεδιψά σε βρώμικα νερά
*
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΕΑΥΤΟΣ
Ακούσια αποκαθήλωνα ερμηνείες που ονειρευόμουν
Κάθε χαραυγή γεμάτη εκδορές και τώρα τρέμω
Ειρωνεία οι φοβίες να γιγαντώνονται μέσω του εαυτού σου, για σένα…για τους γύρω σου.
Αλήθεια, που είναι όλοι ;
Φουντάρω ελεύθερα σε δίνες αφιλόξενες
μαύρη σκόνη να αγγίξω
να φέρω εις πέρας την αυτοκαταστροφή μου.
Φύγε μακριά…
Δεν σκιαγράφησες στο είναι σου την λύτρωση.
Κάθε ξημέρωμα
ζωγραφίζω πληγές σε τοίχους .
Με το πρώτο φώς μου μιλάνε, ζωντανεύουν,
ξυπνούν ότι κατάφερα και κοίμησα.
Έτσι απώλεσα τα πιο όμορφα οράματα.
Μια τελευταία βρεγμένη ματιά, αρκούσε
Νεράιδες δεν φυτρώνουνε σε κήπους
Ούτε στον κόσμο μου μιλούνε για ανάσταση
*
ΤΩΡΑ ΦΥΓΕ
Κάτω από παρόμοια άστρα περπατάμε
Αν κοίταγες ψηλά θα το ‘βλεπες
Μα ο πειρασμός να χάνεις το ξημέρωμα
έδινε πια τροφή για εφιάλτες
Νωχελικά γυρνάγανε οι δείκτες μας ,
σαν να’ θελε ο χρόνος να παγώσει.
Ειρωνικά όταν μας κοίταξε το αντίο,
στέκαμε ανήμποροι, αγάλματα, θαρρείς νεκροί.
Λόγια λόγια…
το νόημα εξαφανίζεται.
Εγώ στο παρακάτω της ζάλης μου θε να σε συναντώ
Εκεί που αντάμωσε το σπάνιο χαμόγελο
της νύχτας την γαλήνη.
Και τώρα φύγε.
Όμως φεύγοντας σφάλισε απαλά την πόρτα
μην ταραχτούν οι αναμνήσεις.
Και μην με παρεξηγείς
Είναι που κρύωνα και ήθελα να ντυθώ την ύπαρξη σου