Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Σωτήρης Παστάκας, «Τόποι τόπι», εκδ. biblioteque, 2014 (γράφει ο Δημήτριος Μουζάκης)

$
0
0

Ο Παστάκας έχει από καιρό εγκαταλείψει τους τίτλους που «φορούν τα καλά τους» (Ο Κοινωνός Των Αποστάσεων, Το Αθόρυβο Γεγονός). Αρέσκεται στην παιδικότητα κι ίσως, κατά περιπτώσεις, στην ειρωνεία εκείνου που δεν έχει να αποδείξει τίποτα (Συσσίτιο, Παραπάτημα Στη Χαρά), εκτός από το πόσο μάταιο είναι να «στήνεσαι» στην προσπάθειά σου να αποδείξεις. Ο τίτλος του νέου του πονήματος, το τόπι από τόπο σε τόπο, μας επιβεβαιώνει ότι ο Παστάκας και σε αυτό το βιβλίο δεν έχει συγκεντρώσει, απλώς, τα ποιήματα μιας περιόδου, αλλά έχει εκθέσει ποιήματα που παρουσιάζουν θεματική, αισθητική και νοηματική συνάφεια. Πράγματι, στους τόπους που τιτλοδοτούν τα ποιήματα, ο ποιητής αναστομώνει αναμνήσεις, σκέψεις, συναισθήματα. Αντί, όμως, να ακολουθήσει την προσφιλή του στρατηγική έκφρασης των ολιγόστιχων ποιημάτων, παραθέτει μεγάλα ποιήματα, πραγματώνοντας, ίσως, μια φιλοδοξία παλαιά του νέου που χτυπήθηκε με την ψυχή του σε μια συναυλία των Deep Purple κάπου στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70. Έτσι φρονώ πως πρέπει να διαβαστούν οι τόποι: σαν ένα λυρικό κιθαριστικό σόλο του Ritchie Blackmore ή, άλλως, ως οι σημειώσεις ενός ψυχιάτρου που αυτοαναλύεται δίχως καθόλου να αυτολογοκριθεί.

Στον Παστάκα απολαμβάνω τις αρχετυπικές εικόνες που παρατίθενται δίχως καμία σεμνοτυφία:

Όπως κρατάμε το γιαρμά ακίνητο στο ένα μας χέρι,
μια στιγμή πριν τον δαγκώσουμε, όλη τη νύχτα
βαστούσα το χέρι της που ήθελε να βγάλει τα σωληνάκια
οξυγόνου από τη μύτη της, τον καθετήρα απ’ το μουνί της,
το μουνί της μάνας μας:
γεύση μελομακάρονου και κουραμπιέ βουτύρου,
μια φέτα ψωμί πασπαλισμένηζάχαρη και λάδι, λίγο
κακάο, αυγά στραπατσάδα με κόκκινη ντομάτα,
στρωματσάδα στο πάτωμα, ανάμεσα σε οσμές άπλυτων
ποδαριών και χιλιοφορεμένα τσουράπια, οσμή τυρόπιτας,
όταν είδαμε πρώτη φορά τον κώλο της μάνας μας,
μπουρέκι και σάιμαλι, φοινίκι και ραβανί,
μπάμιες και αγκινάρες, τα δυο της κωλομέρια
με την οσμή της σαπισμένης θάλασσας και του αστερία
όταν στεγνώσει στον ήλιο,μουχλιασμένο ψωμί
και φέτα τυρί που πρασίνισε.

Όποιος έχει χάσει γονιό ξέρει πως οι αρχετυπικές εικόνες, επισκεπτόμενες το νου και τις αισθήσεις, είναι και οι πιο επώδυνες- ανείπωτες καθώς μπήγονται ξανά στη σάρκα, μόνο στα ποιήματα βρίσκουν θέση. Ο Παστάκας μιλά γι’ αυτές ανεπιτήδευτα με συγκίνηση εκλεκτή, όπως τους πρέπει.

Στους τόπους η ατμόσφαιρα είναι υποβλητική. Ο κυρίαρχος ρόλος της αίσθησης, του ονείρου, του συνειρμού, μακριά και πέρα από υπερρεαλιστικά μοτίβα, καθηλώνει τον αναγνώστη από τον αυχένα.

Ξύπνησα όταν είχα περάσει
απέναντι μέσα σε μισή ώρα, βία τρία τέταρτα, είχα κάνει
το μεγαλύτερο ταξίδι της ζωής μου, σηκώθηκα κι άνοιξα
τα μάτια μου έξω από το νερό, είχα φαίνεται ονειρευθεί
ένα δεκάχρονο δύτη, τον είδα να στέκεται
για μια στιγμή στο βατήρα κατάδυσης,
με τους μυς του να λάμπουν στον ήλιο,
τις γραμμώσεις στους κοιλιακούς,
τις φαρδιές ωμοπλάτες, να διαγράφει την αρμονική
καμπύλη στο κενό, ώρα κατακόρυφη, μεσημβρινή,
να συναντάει τη σκιά του στην επιφάνεια της πισίνας
και κάτω απ’ το νερό, ξύπνησα λοιπόν, με μια βαθειά ανάσα.
«Tout commence par une interruption».
Κάτι έλιωσε μέσα μου όταν τον είδα να κοιμάται,
κάτι έσπασε στα σπλάχνα μου πρώτα
κι έπειτα έψαξα μια κουβέρτα να τον σκεπάσω,
ανυπεράσπιστος, παραδομένος, με τα νώτα του
γυρισμένα στον κόσμο σε στάση εμβρύου
κι ένα αδιόρατο χαμόγελο- ξαφνικά κι αμετάκλητα
είχα αρχίσει τη μετακόμιση μέσα στο ίδιο μου το σπίτι,
ένοιωθα ν’ αλλάζω δέρμα, άλλαζα κατάσταση
με ιλιγγιώδη ταχύτητα πρωτόγνωρη οικειότητα,
χαμήλωσα τη μουσική, έβαλα το κινητό στο αθόρυβο,
παράτησα τον υπολογιστή κι έμεινα έτσι όρθια
από πάνω του να μετρώ μία προς μία
τις ανάσες του στον ύπνο.

Μεγάλο προσόν του Παστάκα, ίδιον ενός Λειβαδίτη ή μιας Δημουλά, είναι πως εκφράζεται από το ίδιο ακριβώς ύψος στο οποίο βρίσκεται ο αναγνώστης, δίχως να ορέγεται τον εγκυκλοπαιδισμό τύπου Pound ή τον ακαδημαϊσμό τύπου Eliot ή την παραδοξογραφία στην οποία συχνάκις, παλαιότεροι και νέοι, καταφεύγουν, λησμονώντας το διατρητικό δυναμικό της απλότητος. Ο ποιητής κάθεται ανάμεσά μας, μπορεί να είναι κακόκεφος, μπορεί να είναι θλιμμένος, μπορεί να είναι αντιπαθής. Ανάμεσά μας μιλά τους στίχους του απευθυνόμενος σε όλους, δίχως άμβωνες, δίχως γραβάτες, δίχως μικρόφωνα. Όπλα του το τσίπουρο, το ψάρι, το νερό, το φως, ο ταραγμένος ύπνος, η ανάμνηση που ποτέ δεν αναχωρεί, η ανάμνηση που μονίμως διογκώνεται σα νεοπλασία των σωθικών. Υποτονθορίζων δίδει έναν ορισμό της ποίησης:

γιατί η ποίηση είναι πάντα
το στοίχημα του ενός που καταφέρνει να κλέψει
απ’ το παράλογο την αιτία της ύπαρξής του

Η αιτία της ύπαρξης του παραλόγου είναι η ανάπηρη αίσθηση. Στους τόπους η αίσθηση ζωντανεύει. Δυναμώνει. Η ποίηση συμβαίνει ως βιογραφία της οδύνης.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles