`
λες κι έχω αφήσει
πίσω πια
το καλοκαίρι
βαδίζω στη βροχή
που τίποτα καλό δεν προμηνύει
στο γκρίζο πνίγεται
η σημαία μου -
το ρούχο
που φορούσα
σαν σου ψιθύρισα στο αυτί
μια πρόταση
χωρίς κατάληξη
χωρίς εκείνη τη ντοπιολαλιά
λέξεων δανεισμένων
μιας γλώσσας
που ανεβαίνει όπως κουρνιαχτός
από τη στάχτη μυριάδων νεκρών
ηχώντας υπόκωφα
λες και φορά μανδύα
να κρυφτεί παντοτινά ή
για ό, τι άλλο θα΄θελε κανείς να υποθέσει
το γόνατο μου έψαχνες
νόμιζα
κάτω από φόρεμα
μακρύ
κάτω από ύφασμα
με στάμπες
ήλιων
τώρα μουσκεύω εκείνο το πανί
στον έλβη
παίρνει το χρώμα των προσώπων
που ξεχύνονται απ΄τα τραμ
χορτασμένα και πλήρη
ρόδινα κι άδεια
πέρα μακριά καρφώνει
ένα κοράκι την κραξιά
στο θερισμένο χωράφι
κι εσύ με ρωτάς
-μα ξέχασες κιόλας
την πολύχρωμη πόλη
που έμαθες να μιλάς;
βλέπω γυναίκες μελαμψές
με ρούχα πολύχρωμα
γελούν και πηγαίνουν στητές
σαν να μην έχουν
την παραμικρή απορία
τους αρκεί
ένα τραγούδι στα χείλη
μα η δική μου γλώσσα
οκλάζει στη στάχτη
κρύβεται πίσω
από μαντεμένιες σιδεριές
καλοθρεμμένους ποιητές
που ασκούνται στη σιωπή
μπροστά σε στρωμένα τραπέζια
βαδίζω
σέρνοντας το ένα μου πόδι
το γόνατο μου
εκείνο που αναζητάς
είναι άρρωστο
μάλλον πως είναι το αριστερό
κάτι πάλλεται μέσα του
όπως αν κατοικείται
πέφτοντας πάνω του το βάρος της καρδιάς
τό΄χει λυγίσει
τώρα φορά το χρώμα
μιας ακάλυπτης ακακίας
που ξεγυμνώνεται
για ν΄ανταμώσει το χειμώνα
τι όμορφα..!
είναι φθινόπωρο τα χέρια μου
ψάχνουν να κρατηθούν
μες στον πυκνό αέρα
όμως εδώ
υπάρχουν μόνο πύργοι κάστρα
ξαναχτισμένες εκκλησιές
με πόρτες που κλείνουν αυτόματα
μπροστά στους ζητιάνους
ένας τιτλούχος είναι στην πόλη
στη λάμψη της όπερας
προσφέρει μια επιταγή
το χρήμα έρχεται
απ΄ τον πόλεμο
τα βαλκάνια φλέγονται
οι καμπάνες αστράφτουν
στον κρύο κορεσμένο αέρα
τα πρωινά στην ομίχλη
βλέπω μακριά τον παππού
να γνέφει απ΄το στάλινγκραντ
τα πνευμόνια του ένα τρύπιο κουρέλι
το γόνατο μου πονά ένας γιατρός
τροχίζει το νυστέρι μιλά με ενθουσιασμό
για τον ουρανό του τιτσίνο
είναι φθινόπωρο
μια κουρασμένη ειρήνη
προβάλλει έρποντας
κάτω απ΄το βάρος νεκρών φύλλων
φορά ένα ρούχο σταμπωτό
με ήλιους
και σέρνει καθώς προχωρά
το ένα της πόδι
.
*********************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Το αυτοβιογραφικό ποίημα «κουτσός νοέμβρης» γράφτηκε το 1990 στη Δρέσδη, λίγο μετά την επανένωση της Γερμανίας και την πτώση του τείχους στο Βερολίνο. Την ίδια εποχή ο πόλεμος συνταράζει την γειτονιά των Βαλκανίων. Στο ποίημα αποτυπώνεται με δραματικό τρόπο ο διχασμός της μεταπολεμικής γενιάς Γερμανών σε σχέση με τα πρόσφατα ακόμα βιώματα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου. «Η ανοικοδόμηση της Δρέσδης - της πιο κατεστραμμένης πόλης κατά τη διάρκεια του πολέμου - , η γερμανική ταυτότητα και γλώσσα, οι γκάσταρμαϊτερ, ο παππούς που επιστρέφει από την αιχμαλωσία μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ έχοντας τρύπια πνευμόνια από τα σκάγια, σιωπώντας στο εξής για ό, τι έζησε τα χρόνια του πολέμου, η ενοποίηση των δυο γερμανικών κρατών» – ένα αριστερό πόδι που συνεχίζει να πονά, ενώ ο χειρουργός τροχίζει το νυστέρι μιλώντας με ενθουσιασμό για τον ήλιο του Νότου. Βασανιστικά ερωτήματα και οδύνη όμορφα καλυμμένα κάτω από ένα φωτεινό ύφασμα με στάμπες ήλιων.
`
*********************************************************
`
Η Ουντίνε Ματέρνι γεννήθηκε το 1963 στο Ζάνγκερχαουζεν. Σπούδασε Χημεία και αργότερα, Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή στη Λειψία. Το 2008 τιμήθηκε με το Βραβείο Επιστήμης και Τέχνης του κρατιδίου της Σαξονίας. Ζει στην Δρέσδη.
.
*Το ποίημα αποτελεί ευγενική προσφορά της ποιήτριας στο Ποιείν και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Το απόν σπίτι του πατέρα μου», Projekte - Verlag, 2011