`
Βαθμός Ελέγχου
Ο τόπος μου: ξερολιθιά και ήλιος. Το βράδυ βγαίνει ένα ασημένιο σαλάχι, φεγγάρι.
Οικογενειακή έξοδος: απλώνω άδεια κανάτια στο πεζούλι. Το γηραιό ζεύγος στο απέναντι μπαλκόνι, η προίκα μου.
Ο καλύτερος φίλος: Εφ όπλου λόγχη, περίσσεια θάρρους, σημαδεύω με σφεντόνα. Δεδομένου του ερέβους, αστοχώ.
Εκδρομή: χαρτόνι, σχήμα σύννεφου στον πάγκο της μπουγάδας. Η μητέρα το άφησε να μουσκέψει τόσο, που το νερό άγγιξε το ταβάνι. Κανείς δεν βγήκε ζωντανός.
Στο ιατρείο: μουσικά κουτάλια, λουλουδιασμένα κάδρα, αναδίδουν φορμόλη. Το άφθαρτον της φύσεως τους, βλέπετε.
Οι φανοστάτες: Λύχνοι, στερούντες προσμονής. Προτιμώ τα φανάρια οδικής κυκλοφορίας. Περνώ με κόκκινο.
Οι πινακίδες: συμπληρώνουν το αστικό τοπίο, αναγράφουν τσιτάτα πάνω από ταμειακές μηχανές. Και «Προσοχή Σκύλος».
Βόλτα στο δάσος: ο τόπος μου, ξερολιθιά και ήλιος.
`
*
Αίθουσα αναμονής
Ανοίγει η συρόμενη πόρτα
μυρίζει πλαστικό.
Οι επιβάτες απλώνουν τα χέρια στις ηλεκτρονικές συσκευές,
με βλέμμα κενό από την απραξία
Ο χρόνος κυλάει με τους αγκώνες στο πάτωμα.
Κοιτάζω τα νύχια μου αφηρημένα
το χρώμα φαγωμένο στις άκρες,
σημάδι πως τα έμπηξα στα μάτια του αδελφού μου
Τώρα θα βλέπουν σκοτάδι σαν κι εμένα
Αγοράζω ένα ψάθινο καπέλο από το post de stamp,
επιστρέφω ήσυχα στη θέση μου.
`
*
Στο νότιο άκρο του λιμανιού
Υπάρχει ένα αρχοντικό που το φυλάνε ψάρια.
Κολυμπούν ανήσυχα στο βούρκο
κι ύστερα από λίγο πεθαίνουν
Σε κάθε πλημμυρίδα
σπάνε οι σωλήνες, πετάγονται τα κουφάρια τους
στους φοίνικες,
γεμίζει ο κόσμος γκρίζα λέπια
Το δικό μου χρυσόψαρο
αργοσαλεύει μακάρια στο στέρνο.
`
*
Από τη γνωστή ιστορία
Ένα μεταπολεμικό ζευγάρι ποζάρει δίπλα σε τζιπ
τους μολυβένιους μου στρατιώτες
κρατά ομήρους μια αράχνη.
Κι εκείνος με το κομμένο πόδι
περιμένει υπομονετικά το πλοίο
που μου τρύπησε τα μάτια με την πλώρη.
Εις ανάμνηση του οδυνηρού αυτού συμβάντος
το πετάω κάθε χρόνο στις φλόγες του τζακιού.
`
*
«Σχήμα Λόγου»
1. Έλλειψη
Διαβάζω διαγώνια τους τίτλους
Πίνω ζαχαρόνερο
Περνάω τους φανοστάτες για κόκκινα φανάρια
Το ξημέρωμα με βρίσκει να ψαρεύω χελώνες
με καλαμάκια του καφέ.
Καταβύθιση
Δέρμα αδιάβροχο
Δίχως πόρους,
σφουγγάρι.
2. Αναστροφή
Διστακτικά ανοίγω τη ντουλάπα
Μυρίζει σκόνη και λεβάντα
Πολικός αστέρας στον πάτο
Το οικογενειακό άλμπουμ
δυο θάλασσες απέχει πόνο.
Ας μην προτρέχουμε,
εισπνοή, εκπνοή.
Κυριακή κοντή γιορτή.
3. Παρήχηση
Μεσόκοπη αλλοδαπή
με καρφίτσα στο πέτο,
προσωπογραφία εθνικού ήρωα.
Στο καναπέ μου σημεία και τέρατα
παίζουν μπαρμπούτι.
`
************************************************************
H Λαμπριάνα Οικονόμου γεννήθηκε στη Χίο το 1983, όπου και διαμένει τα τρία τελευταία χρόνια. Σπούδασε στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και είναι υπ. διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με εξειδίκευση στην Κοινωνιολογία της Χρηματοοικονομικής. Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά και έχει εργαστεί ως ελεύθερη μεταφράστρια στις Βρυξέλλες (2010-2011). Ποιήματα της ίδιας, έχουν δημοσιευθεί στο poeticanet, e-poema, Μανδραγόρα, Βακχικόν και στην ηλεκτρονική σελίδα bibliotheque.