Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γλαύκος Κουμίδης, Ποιήματα (σχόλιο-επίμετρο: Γιώργος Κ. Μύαρης)

$
0
0

`

ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Αθαλάσσης τοπίο, στρατώνες
και μάντρες, δέντρα
με ξέψυχα φύλλα, υπτίως
ο Άρων τα λοίσθια πνέει, στη λάβρα
γυροφέρνει ο δαίμων, και πτύει
κουκούτσι αθέμητο το μέγα του Ω!
Μην απορείτε λοιπόν, που
στη συνέχεια θα δείτε μια σαύρα
στις ώχρες, δεινή και τεράστια
να σπεύδει, στο στόμα της λάφυρο
ο σαυροκτόνος Απόλλων, κουκλί
πορσελάνη αξίας μπαρόκ Βοημίας.
Και δείτε που θέλει να κρύψει τη λεία
στη φλεγόμενη βάτο.

`

*

ΠΑΛΙΑ ΙΚΕΣΙΑ

Μολυβένιο κι απόστρατο, ζυγιάζω τη δύναμη
το κατάλοιπο σφρίγος μετρώ, των μελών
του ειδότος μελετώ τη φθορά, του ονείρατος
όναρ, τα έργα της μεγάλης νυκτός.

Μα νάτην! φωνούλα στο σκότος
Ώρα Ελλάδος η τρίτη, από
της αληθείας καλεί το λαμπρό παλληκάρι
«Όβερ, μ’ ακούς; Σ’ έρημο τοίχο
δώσε το στίγμα, ’Λας ζει!»
Ευθύς με το νύχι λαξεύω τον γύψο
το σήμα χαράσσω κρυφά, «Μια μέρα
οι λαοί θα μονιάσουν στην τρέλα, εγώ!»
που καλλίγια επί χάρτου ανάλωσα
λέω, στο Λονδίνο απελάτης
της Μόσχας ήμουν ο τρόφιμος
πορθητής στη Μαδρίτη
και Ρώμη εμπήκα ο κίβδηλος
στο Παρίσι σωστός ινεότης, και ξέρω
ως το ’δα με σπρέι γραμμένο, σ’ ερείπια
αψίδος, μου το ’πε η εχέμυθος σαύρα
ότι ο Ρήνος θυμώνει σαν δεν του μιλάς
γιοφύρια αποσείει ο Μοράβας
κι ο Αχέρων μισεί το άλαλο πλήθος
με τους πρόχειρους μπόγους.
Ό,τι ξέρω στις όχθες αυτές το ’χω δει
λοχίες με οράματα, στο ύψωμα εκεί
να γαυγίζουν, πιο πέρα εμπόροι θανάτου
κι αρχινούν εκστρατεία με χίλιους βουκόλους
να θέλουν μπισκότο, «μια νίκη, επιτέλους
δεν είν’ και για μας;», ευλογία θριάμβου
την είδα, στην αδέξια γραφή κουλλοχέρη
επαίτης, «βουβός, τη λαλιά μου γυρεύω»
τις λέξεις, ένα αστείο να πω και σ’ εσάς
νικητές, στο ένδοξο πεδίο της μάχης
θριαμβεύει τώρα η ανία, ραβασάκι
στο πλούσιο τραπέζι σας ρίχνω
μια παλιά ικεσία, «το Ελ’ της δοξάζω
ελεήστε κι εμέ το χωλό»,

`

*

ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙ (μνήμη Χ.Κ.)

που ήρθε στο πάρτι απρόσκλητο
τυλιγμένο σε δάνειο αμπέχονο
την ωραία πατρόνα να κλέψει, εις μάτην
η πόρτα κτυπούσε και μπαίναν
όλοι την θέλαν δική τους. Είπε χαιρόταν
χαίρει πολύ που ήρθανε τόσοι.
Χωρίς τις γενναίες ματιές τους, τα παρά-
φορα πάθη θα μέναν σχήματα λόγου, κενά.
Με τα χέρια μιλούσε, μια εδώ μια εκεί
για να δείχνει τους τους νέους της πόνους
τους παλαιούς σιγανά ονομάτιζε, μα σωπούσε
σαν άγγιζε τους πιο σαρκερούς.

(Λάθρα φουσκώνει στο ξέθωρο αμπέχονο
μες το πλήθος κι αυτό, να φτάσει θέλει
του θύτη την άφατον αίγλη, εις μάτην
προ πολλού η δόξα δοσμένη αλλού.)

`

*

ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΩΦ. ΔΙΓΕΝΗ ΑΚΡΙΤΑ

Μια μέρα που ο τόπος γιόρταζε
απ’ το πρωί με θούρια, κι οι δρόμοι
στο γαλανόλευκο μεστοί περίμεναν
τα νέα άρματα στο βάθος να φανούν
μια τέτοια μέρα δοξασμένη, εβγήκα
στα ύψη του εξώστη μου
με την καλή διάθεση μέτριου φωτογράφου.
Κοίταξα πρώτα ψηλά στον ουρανό, ικέτης
ύστερα κάτω, μες τη βουή το πλήθος
και τον φακό μου ευθύς εστίασα
στον άχαρο ίσκιο της γιαγιάς
που μάλωνε παιδάκι. Και κλάμα
ο μικρός, με τ’ άδειο χωνάκι στο δεξί
στο άλλο η σημαιούλα, θρηνούσε
για τη χαμένη φράουλα, που έλειωνε
στην άσφαλτο αδίκως.
Και ερωτώ, ως άνθρωπος που εδέχθη
ακαριαίαν αποκάλυψιν, με τι καρδιά
να συνεχίσω;
Εσέ ρωτώ Ανδρέα Εμπειρίκο.
The parade closes in an hour.
Which way does your beard point
tonight?

(Σημ.: “Where are we going, Walt Whitman? The doors close in an / hour. Which way does your beard point tonight?”, Allen Ginsburg, A SUPERMARKET IN CALIFORNIA.)
`

*

Η ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΨΥΧΟΥΛΑ

Τ’ απόγειον εισπνέαμεν καθη-
μαγμένου κάμπου, τους τελαμώνες
στα στήθη χιαστί, πολέμιοι της λήθης.
Εις ραχιαία αρτήματα γόμον βαρύν
εφέραμεν, εις τρία τετμημένον
όντες οι τρεις μας μνήμονες, πατρίς
σαφέστατον έδωκεν ορισμόν της
πάση θυσία ο λόγος της
τρισβάστακτος να φθάνει.
Εις εσκεμμένον τόπον φτάσαμεν
ενόμισεν ο πρώτος, υπό τον ήσκιον φοίνικος
αμόλησεν κροτίδαν, δια να χαρούσιν οι κλειστοί
άφιξιν των αγγέλων. Δεύτερος δε
επίκουρος, αμόλησεν ετέραν, εις μάτην
που δεν έβγαιναν, ουδείς
εις την πλατείαν. Μπα!

σε καλό μας, λάθεψε πυξίδος η βελόνη; Μπα!
στον αιώνα σφάλαμε οι τρίστοιχοι σαν Χιώτες;

Εβγάτε, σαβάς-σονάερτι!
εφώναξα κι εγώ, ν’ ακούσουν όλοι
το ποίημα αυτό άρχισε να ζηλεύει
γιατί σας πεθυμά ο γράφων.
Άλλον καλύτερο δεν ήξευρα
να ξετρυπώνει φίδια, μα εγύρισεν
τ’ απόηχον και μ’ ήβρε τεθλιμμένον.
Λυπήθηκαν και οι σύντροφοι, πες τ’
άλλως πως, προέτρεψεν ο πρώτος
πιο δυνατά, παρόρμησεν ο άλλος
ει δυνατόν εις την κοινήν
επίσημον, του κανενός μας γλώσσα.
The poem is
sad - θέλει να γίνει δικό σας και δεν
μπορεί. Παράδοξον συνέβη τότε
γεγονός, εις σκεβρωμένην θύραν
προέβαλε, δειλώς, η κάτοικος
ψυχούλα, στα μαύρα της ως είθισται
γερόντισσα να λέει: Μεν το τζηεύκεις
τζάνουμου, το ποίημα. Θέλει κι αυτό
όπως τον πόλεμον. Να είναι,

`

*

ΑΥΤΟ, που είδαμε

όταν για δεύτερη φορά
φτάσαμε στην πλατεία
με τ’ ακριβό αμάξι μου
χωρίς να γνοιάζομαι ποσώς
εγώ κι οι φίλοι, Γουίλυ Κάρλος
Ριμακό, για τίποτε στον κόσμο αυτό
της ποίησης, παρά για το χλωμό
κορίτσι που βγήκε στο μπαλκόνι
αγέλαστο, τον γέροντα που σκάλιζε
ασκόπως τη γενειάδα, στο δώμα
γυναίκα σεντόνι στον ήλιο άπλωνε
τα μανταλάκια πράσινα, και τα ’κρυβε
στην τσέπη, οκτάχρονο τ’ αγόρι, αυτό
που ξέραμε από πριν, το είδαμε ξανά
να δίνει οδηγίες, πώς πάνε
οι ποιητές για θάλασσα, χωρίς
σκοπό και φόβο.

`

*

ΘΕΩΡΗΜΑ

Πρώτον
η δόξα της ψυχής, η ορθή
θέλει εικόνα και ομοίωση.
Το γράφει η ιστορία. Δεύτερον
η αφηρημένη έννοια, αυτή
είναι τροφός του οράματος
και ενδημεί στο μάτι. Μαζί
τα δυο μάς κάνουν τρία.
Το λέει και το τραγούδι:

δόξα τ’ απέναντι βουνό / και τα δεσμά του
έγνοια / δόξα ο κήπος γύρω του / κι έγνοια
τα ύδατά του / δόξα και έγνοια η θάλασσα /
αθέατη μάς προσμένει.

`

*

ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ

Κάναν πως κλείναν τα κατάστιχα
οι λογιστές, σκολιός ο αρχιτέκτων
κρύφτηκε, κι οι μάστορες που
στρώναν τους σουβάδες
είπαν πως τέλειωσαν κι αυτοί
πάν’ τώρα για ούζα, έτσι τού ήρθε
η σειρά να πει τη σόρτα του σπιτιού
οιωνοσκόπος που ήταν, να ερμηνεύσει
επτά σκιές φτερά του πετεινού
που ήμασσε στο βάθρο, αλήθεια
δύσκολη δουλειά εικαστικού, όμως
δίχως σκυροδεμένο όρνι, ή ποιητή
εξόριστο, δεν στέριωνε ιδανική η πόλις
άνευ δασείας δεν γράφεται
πτερόεσσα ιστορία, σκιά

η πρώτη μια κραυγή… το κέρατό σας!
και ύστερα φτερό, το άσμα φύλλο
χρυσό ελιάς ή πικροδάφνης πράσινο
επάφλαζε στο πέλαγο η σημαία
λες κι ήταν το πανί η απτή
του λίβα η παρουσία, σκιά

δευτέρα, ο ψίθυρος έμοιαζε μοιρολόι
για το Τουρκάκι που δε βλάστησε
εκεί που το ’θαψε αμήχανος ο ποιητής
πλάι σε κούρο αξύριστο, ετών δεκα-
εννέα, σκιά βουή

η τρίτη αποφράδα, αλίου άστεως
ή τράγων η ωδή που φεύγαν
με την ψυχή στο στόμα ουρά
στα σκέλια μπροστάρης φόβος
ξοπίσω μνήμων κι έψελνε
εξάρχων τον διθύραμβο, καθώς
παλλαϊκό ξανά το πλήθος
τα φαλλικά του έπιανε, πιο κάτω
παραλία, σκιά τετάρτη

ο βόμβος του σμαριού, εμπόροι
ζητεύουν σε θόλο τράπεζας, καματεροί
οι γλώσσες τους ξαρμίζουν τ’ άκρα
ανήθικου αυτουργού, το βιο τους
θέλουν να πάρουν πίσω δανεικό, σκιά

η πέμπτη μηνός θερμού Αυγούστου
στα κρύα μάρμαρα πολυτελούς ξενώνος
απολωλός το σεντ, κανείς πια όμως
για χάρη ευτελούς νομίσματος δεν σκύβει
περήφανος τώρα του Έλληνος αυχήν
μπακίρι δεν σηκώνει, σκιά

η έκτη μια πορδή δημόσιου ανδρός
που εκόμπαζε, κηλήτης Άτλας
πως άμα πει και φταρνιστεί
θα πέσουν όλοι βρεγμένοι γάτοι
όσοι στα κεραμίδια τον ορθό, νύχτα
τον ύπνο του ταράζουν, σκιά

η εβδόμη μιάου.

`

*

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ξένε, να το θυμάσαι.
Σαν μπεις στη μοιρασμένη πόλη μας
πρωί, κάνε σιγά μην τον ξυπνήσεις.
Κοιμάται ο ποιητής
στον ανδριάντα του ιστάμενος
με θερμοφόρα επιγραφή στα πόδια
- L’ ETAT C’ EST MOI -
που στην ωραία γλώσσα των πεζών
σημαίνει κραταιός ή λάγνος.
Και να σκεφτείς
στον ξύπνιο του δεν είχε επιθυμία
για τέτοια κούφια κρατικά.
Μόν’ μια πατρίδα τάχα παίνευε
με λέξεις που ήταν η ίδια.

Βυζ. ΕΠΙΠΛΟΠΟΙΙΑ Λτδ.

Έξι την εδουλεύαν, οι νυκτοπόροι.
Ο Άσμενος, ο χαρωπός, τραβού-
σε τις πλανιές που παν’ ώς άνω.
Άσπιλος λάξευε κατά πλάτος
πριόνια παίδευε ο Άμεμπτος
Άμωμος υμνωδούσε, και άστραφταν
τα σκέπαρνα, καθώς πολύ εβιάζοντο
τράπεζαν να τελειώσουν. Συντόμως
καλοποδιάζουν την, και φέραν τότε
ο Άνιφτος και παραγιός του Άσσος
σκαμνί, γραφίδες και ειλητάρια
να γράψω η λογιότης, ως είπαν ευ-
σεβάστως, το Μέγα Αποδεικτικόν
«περί της ενυπάρξεως του μύθου εις
τον λόγον
». Οι καλοί…

Το κρίμα ας μου σχωρέσουν
καθότι πανσέληνος μ’ επλάνησεν
και αντ’ αυτού, παλίμπαις, σουγιαδάκι
στο θείο έπιπλο τώρα τ’ αλλότρια μνη-
μονεύω, «τον φοίνικα
που ετηρούσε την αίρεση, ευθύς
ως η νύκτα αμελούσε το ήθος, η πεύκη
αρωγός, τα μύρια νύγματα άπλωνε
και τρέμουσα η λεύκη ανεξάλειπτα φέρει
στον κορμό τα εγκάρδια ονόματα, και το α-
στοχο βέλος»
, συν τ’ άλλα του έρωτος
που λαθρόχειρ εχάραξα, ίνα γένει
το σπουδαίο παμπάλαιο
ένα ποίημα ακόμη.

`

*

ΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΥ

Άχου, ωιμέ κι αλί, στου κακομοίρη
το πουγκί δεν ήταν γρόσι, είδε γριά
τη ρώτηξε, αρχαία μελιτζάνα
και διακονούσε τον καφέ, της λέει
ευχή μου, από τις τρεις η μια, φτερά
να είχα, να ’βλεπα τον κόσμο από ψηλά
δεύτερη, να ’χα πουγκί ασήκωτο
και ύστερη, να ’μαι θωριά αοράτου
μες στους καθρέφτες να περνώ, για ρώτα
το φλυτζάνι, σαν πού να καταχώνιασε
την είσπραξη ο πάππος, φέρτε

τσιράκι γρήγορο να ψήσει δυο καφέδες
κόρες με δίσκους να κερνούν
λουκούμια αμύγδαλο γλυκό, τώρα
να πει τι είδε χτες, το αύριο τι μέλλει
φέρτ’ αποκούμπι μαλακό, το καθαρό
σεντόνι, απ’ τη ντουλάπα βγάλτε
γυαλικά, τρία τα μαξιλάρια, και ρίξτε
ρούχο στα κρύα πόδια της, άκου

του λέει
μισέρ αόρατε, δεν ωφελούν ποσώς
τα γλυκερά σου λόγια, του γέρου η βουλή
ήταν περήφανη, η ορμή του παιχνιδιάρα
μέρμηγκα βλέπω να πετά, καθρέφτη
να ραγίζει, κι άδειο το χέρι ποιητή
να γράφει ό,τι ο καφές ορίζει.

`

**********************************************************

EΠΙΜΕΤΡΟ

`

Ο Γλαύκος Κουμίδης (γεν. Λευκωσία 1950) με σπουδές αρχιτεκτονικής στο Λονδίνο και ψυχολογίας στην Κολωνία, εικαστικός και συγγραφέας, ζει μεταξύ Λευκωσίας και Κολωνίας, μετέχοντας στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Δημιούργησε και εξέθεσε έργα χαρακτικής, ζωγραφικής και εικαστικών κατασκευών σε πλήθος εκθέσεων (Κύπρος, Κολωνία, 48η Μπιενάλε Βενετίας 1998 κ.α.). Έχοντας υπερβεί τις κλασικές ειδολογικές ταξινομήσεις στις εικαστικές τέχνες , μεταφέρει αναλόγως στον ποιητικό χώρο την κατάργηση των απόλυτων ταξινομήσεων και περιχαρακώσεων των λογοτεχνικών ειδών. Εξέδωσε πέντε δοκιμιακά έργα ανάμεσα στα 1987 και 2012. Έχει τυπώσει επτά ποιητικές εκδόσεις μεταξύ 1995-98 (Περιποιήσεως τιμή, ΄πνάδες, Νόστιμα, Τ.χ. 9 Foreign Titles, Τχ. 10, Τχ. 11 Τόπος, τοπίο) και τη συγκεντρωτική έκδοση Τρελή αιτιότης (2004).
Ο Γλαύκος Κουμίδης έχει κατακτήσει ξεχωριστή θέση ως εικαστικός δημιουργός αλλά και ως ποιητής στο κυπριακό και στο διεθνές πνευματικό προσκήνιο. Οι προσωπικές αναζητήσεις μα και οι κοινωνικές αποτιμήσεις μέσω της ποιητικής τέχνης επηρεάζονται από εικαστικές φόρμες και τεχνικές (μεγέθυνση λεπτομερειών, κολλάζ εικόνων, αφαιρετική εικονιστική απόδοση των συναισθημάτων). Ο μεστός στοχασμός του για την τύχη (ή την ατυχία) της Κύπρου μα και του κόσμου αναπνέει μέσα σε δεδομένα σάτιρας και σαρκασμού, διασποράς και εκπατρισμού, κινημάτων αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας. Εναντιώνεται στη βία, στη διόγκωση της αλλοτρίωσης, της αβελτηρίας ενίοτε, της συντριβής του ανθρώπου, της καπηλείας των αγνών ιδανικών, της εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles