`
Αυτή η ιστορία με τον Μπαρμπαγιάννη κανατά πρωταγωνιστή κράτησε τρία χρόνια περίπου. Ο κόσμος γελούσε με αυτόν και αυτός περισσότερο με τον κόσμο. Εν μια νυκτί εξαφανίστηκε δια παντός. Ήταν αμέσως μετά τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878). Διαδόθηκε η φήμη πως αυτός «ο λέων των Κυριακών και των εορτών» ήταν… Βούλγαρος! Η λαϊκή φαντασία συμπληρώνει ότι είχε έρθει σε σύγκρουση με τις οθωμανικές αρχές και είχε αναζητήσει καταφύγιο στην Αθήνα ή για να ξεχάσει κάποιον ατυχή έρωτά του.
Μόλις όμως η πατρίδα του απελευθερώθηκε, επέστρεψε στον τόπο του (Αν γινόταν νωρίτερα γνωστή η καταγωγή του πιθανά να μην είχε τύχει αυτής της αποδοχής. Είναι η εποχή που όταν τον ύπνο των Αθηναίων δεν τον ταράζει το φάντασμα του πανσλαβισμού, ονειρεύονται κατακτήσεις).
Οι σύγχρονοί του αναρωτήθηκαν «Τι ήτο κατά βάθος;» ο Μπαρμπαγιάννης, ο εκκεντρικός τύπος που ήρθε και έφυγε ως ένα μεγάλο ερωτηματικό: «Τρελός ή φιλόσοφος; Σκαρτάδος, εκκεντρικός, ιδιότροπος, τρόφιμος της Μιχαλούς, με τον οποίον εχαχάνισαν και εξεκαρδίθησαν αι Αθήναι; Ή μεγαλοφυής και μέγας φαρσέρ και σατιριστής, ο οποίος εκορόιδευσε, εγλέντησε και ενέπαιξεν εκατόν και πλέον χιλιάδας έξυπνων δήθεν και εκ συνθήκης σοβαρών Αθηναίων;»… «Με ένα ζευγάρι γάντια – ηξεύρε βέβαια ότι ημπορεί κανείς να έχει διαφοροτρόπως λερωμένα τα χέρια, φθάνει μόνον να φορεί γάντια δια να εισέλθει εις τον καλόν κόσμον – και μ’ ένα ψηλό καπέλο – είχε μάθει, φαίνεται ότι εις το ρωμέικο ημπορείς να έχεις πέραιν χωρίς κεφάλι, όχι όμως και χωρίς καπέλο του λούσου – κατόρθωσε να γίνει εις μίαν εβδομάδα πανελλήνιος.
…Απλούς καραγκιόζης, σκορπίζων την ευθυμίαν και τον γέλωτα; Ή μεταρρυθμιστής και επαναστάτης κοινωνικός, ζητών να κρημνίσει είδωλα και προλήψεις; Διατί έπαιρνε την λίγδαν και την ασβόλην της καθημερινής του εργασίας και την έρριπτε τας Κυριακάς με γαντοφορεμένη χείρα κατά πρόσωπον των πλουτοκρτατών και της ψευδοαριστοκρατίας του υψηλού καπέλου και της μεταξωτής γραβάτας; Το έκαμνε ως Μώμος δια να σατιρίσει την καλοενδεδυμένην κουφότητα και αλαζονείαν; Ή ως οδοστρωτήρ δια να ισοπεδώσει τας κοινωνικάς διακρίσεις εις το επίπεδον της ρεδιγκότας και του κολαρισμένου φωκόλ; Από φιλοσοφικήν τάχα πεποίθησιν, ότι και ο τελευταίος άνθρωπος του λαού ημπορεί και δικαιούται να δουλεύει σαν σκυλί τας άλλας ημέρας δια να ζει και αυτός σαν αφέντης την κυριακήν; ΄Η μήπως εξ υπολογισμού, δια να κεδίσει όνομα, φήμην, πελάτας, κέρδη και ευμάρειαν;
Δεν ηξεύρω. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξεν εν ζωντανόν σύμβολον. Κάποια ισοπέδωσις επήλθεν έκτοτε. Με μιαν φοβεράν γροθιάν, την οποίαν έδωκε κατά του ψηλού καπέλου και των προλήψεων…». Πολλά πράγματα άλλαξαν. Το ψηλό καπέλο εξαφανίστηκε, το σάλι έφυγε από τους αριστοκρατικούς ώμους, τα λουστρίνια τα φόρεσαν οι λιμοκοντόροι, τη γραβάτα τη φόρεσαν και τα γκαρσόνια, τα γάντια και οι πλύστρες…
«Έγκυροι» αναλυτές της εποχής όμως βεβαίωναν ότι ο Μπαρμπαγιάννης ήταν κατάσκοπος της Βουλγαρίας στην Αθήνα και είχε επιδιώξει να γίνει γραφική φιγούρα για να μην κινεί τις υποψίες. Ενίσχυαν αυτή την άποψη με «μαρτυρίες» ότι τον συνάντησαν μετά την εξαφάνισή του στη Σόφια, αξιοσέβαστο και τιμώμενο δικαστή.
`
Τι απέγινε μετά την εξαφάνιση του ο Μπαρμπαγιάννης; Ο προσφιλής και δημοφιλής Μπαρμπαγιάννης, ο πρωταγωνιστής της Αθηναϊκής κοσμικής ζωής που τις καθημερινές γύριζε στα κανάτια και το γάιδαρό του, όπως ο Κινγκινάτης στο αλέτρι του, επέστρεψε στην πατρίδα του, το Τατάρ Πάπαρντζικ, σημερινό Πάζαρτζικ. Πήρε το παλιό του όνομα Χατζή Ιβαν Λίγκοφ Χιμιτζίεφ, διατήρησε την ελληνική του υπηκοότητα και έγινε γραφιάς. Συνέτασσε συμβόλαια, αναφορές και επιστολές. Ήταν και λαμπρός καλλιγράφος. Έγραφε στίχους και στα βουλγάρικα.
Δεν ξέχασε την Ελλάδα και τους φίλους του Έλληνες στους οποίους άφησε γλυκιά ανάμνηση. Σε γράμμα του το 1884 στο φίλο του εργοστασιάρχη αγγείων Δημ. Σαρρή γράφει ότι του λείπει η Αθήνα και θέλει να επιστρέψει να παντρευτεί και να ζήσει στην πόλη που αγάπησε και το λάτρεψε. «Ο Μπαρμπαγιάννης ας είναι βέβαιος ότι αν την έλευσίν του προγνωστοποιήσει, το κοινόν θα υποδεχθή αυτόν με μουσικήν παιανίζουσαν το μεστόν αναμνήσεων άσμα του ‘’Μπαρμπαγιάνη σε λατρεύω κτλ.’’ Εις την προκυμαίαν του Πειραιώς».
Η δράση στην πατρίδα του
Το Πάτζαρτζικ ανήκε στην επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας, εκτείνεται από τη τη Φιλιππούπολη έως τις ακτές του Εύξεινου Πόντου, όπου κατοικούν Βούλγαροι, Έλληνες και Τούρκοι. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου έγινε αυτόνομη επαρχία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Είχε το δικό της κυβερνήτη, τον πρίγκιπα Αλέξανδρο της Βουλγαρίας, που ορίστηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας
και των Μεγάλων Δυνάμεων. Είχε το δικό της Κοινοβούλιο και τις δικές της αρχές. Την εσωτερική τάξη διασφάλιζε εθνοφρουρά αποτελούμενη από ντόπιους πολίτες.
Το 1884 ξεσπά κίνημα με αίτημα την ένωση της επαρχίας με την Ηγεμονία της Βουλγαρίας. Την άνοιξη του 1984 η κατάσταση είναι τεταμένη. Συνεχή συλλαλητήρια ενάντια στις τοπικές αρχές και την κακοδιοίκηση. Το Αθηναϊκό κοινό αναγνωρίζει αναγνωρίζει στο πρόσωπο ενός εκ των πρωταγωνιστών τον Μπαρμπαγιάννη κανατά.
Δημοσιεύει σάτιρες κατά των αρχών και καλεί τους Βούλγαρους δίπλα του, υπό την αρχηγία του να κατακτήσουν την Τσάριγκραντ πριν την κατακτήσουν οι Έλληνες. Εκεί, έλεγε, θα βρουν τον τσάρο Γεώργιο, ο οποίος με τη μεσολάβησή του θα τους χάριζε βαθμούς, θα τους έκανε συνταγματάρχες, στρατηγούς, διοικητές και νομάρχες. Έγινε προσπάθεια από τις αρχές για την ποινική του δίωξη, εγκαταλείφθηκε όμως.
Ο Μπαρμπαγιάννης όμως δε σταματά τη δράση του. Ενθουσιασμένος από τα συλλαλητήρια, έγραψε εκτενές ποίημα κατά του κυβερνήτη, των αρχών, της διοίκησης της χώρας και συγκρότησε πολυάριθμο συλλαλητήριο όπου διάβασε το έμμετρο κατηγορητήριό του. Το κοινό ενθουσιάστηκε από τον ομιλητή και χρειάστηκε η παρέμβαση των στρατιωτικών αρχών, με τη συνδρομή και από άλλα μέρη, για να επιβάλλουν την τάξη και την ησυχία. Ο Μπαρμπαγιάννης καταλαβαίνοντας έγκαιρα τι συμβαίνει κατέφυγε στο χωριό του όπου σώθηκε από τους συγχωριανούς του. Αρνήθηκαν να τον παραδώσουν στις αρχές και υποσχέθηκαν ότι θα τον οδηγήσουν αυτοί στο Πάτζαρτζικ. Η εκεί εισαγγελική αρχή τον συνέλαβε με την κατηγορία της παράβασης του οργανικού νόμου και του οθωμανικού ποινικού κώδικα, ως εχθρός του κράτους…
Στις 6 Σεπτέμβρη 1885 η Ανατολική Ρωμυλία ενώθηκε με τη Βουλγαρία. Η Τουρκία δεν αντέδρασε, εν αντιθέσει με τη Ρωσία που εκδήλωσε την αντίθεσή της και διέταξε την αποχώρηση όλων των Ρώσων στρατιωτικών συμβούλων της στο βουλγαρικό στρατό. Η Σερβία και η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκαν για την καταπάτηση της Συνθήκης του Βερολίνου. Η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο στη Βουλγαρία και ηττήθηκε. Στην Ελλάδα η κίνηση ενόχλησε τους οπαδούς του μεγαλοϊδεατισμού. Η ελληνική κυβέρνηση, παρά την επιστράτευση που κήρυξε, δεν αντέδρασε ουσιαστικά.
Δεν ξέρω να σας πω τι απέγινε Μπαρμπαγιάννης. Η ιστορία του όμως «πέταξε» με τα φτερά του τραγουδιού του και έφτασε σε εμάς, μαζί με το «άρωμα» και τη «σκόνη» μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής ρευστότητας σε μια περιοχή όπου τα σύνορα είναι υπό διαμόρφωση. Και μιας κοινωνίας όπου συναντιούνται διαφορετικοί τύποι ανθρώπων, αντιλήψεις και πολιτισμοί και ψάχνει να βρει την ταυτότητά της.