Χρύσα Αλεξίου, Σοφία Γιοβάνογλου, Έφη Καλογεροπούλου, Γλυκερία Μπασδέκη, Βάσω Χριστοδούλου
Βιώνουμε πλέον μια προχωρημένη διαδικασία αποσύνθεσης της κοινωνίας σε άτομα, που επηρεάζει βαθιά τη δημιουργική σφαίρα, και ιδιαίτερα την ποίηση. Η μιντιακή-ψηφιακή κατάργηση των ορίων μεταξύ χώρου και χρόνου, η εισροή αυτών στην καθημερινή ζωή, που καθιστούν το χρόνο μας έναν τόπο όπου συγκλίνουν όλοι οι χρόνοι και όλοι οι τόποι, έχει δημιουργήσει άτομα ασταθή, ημιτελή τα οποία διατηρούν μιαν αμυδρή μνήμη της δικής τους κοινωνικής λειτουργίας και του «δικού» τους περιορισμένου χρόνου. Αυτό ως επί το πλείστον συμβαίνει στις περισσότερο εκβιομηχανισμένες χώρες, που τώρα μπορούν να προσδιοριστούν ως «απουσίες τόπων» τεραστίων διαστάσεων. Σε αυτή την «εγκατάλειψη», όποιος γράφει ποίηση καλείται να επανερμηνεύσει μια πραγματικότητα που δεν μπορεί εύκολα να υπάρξει. Το αποτέλεσμα είναι συχνά μια ποίηση «απούσα», σαν να αιωρείται σε μια αιθέρια υπέρ - πραγματικότητα, τόσο «ρευστή», όσο ο επίκαιρος «νεοτερισμός» του Ζίγκμουντ Μπάουμαν. Για να βρούμε κάτι το διαφορετικό, πρέπει να βγούμε από την Ευρώπη ή καλύτερα από τους «παγκοσμιοποιημένους» τόπους και να πάμε να σκάψουμε εκεί όπου η γλώσσα εξακολουθεί να είναι ανταλλαγή θεμάτων, εμπειριών, περιβαλλόντων κι αίσθησης κοινών.
Η Ελλάδα δεν ανήκει πλέον σε αυτούς τους τόπους. Απόδειξη οι συγγραφείς που μεταφράζονται και παρουσιάζονται εδώ, συγγραφείς οι οποίες μοιράζονται μια κοινή διαφορετικότητα. Όποιος αναζητούσε σε αυτές τις φωνές κάτι τις «ελληνικό» ή μια θεώρηση της δραματικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης της χώρας σήμερα, θα έμεινε απογοητευμένος. Αν μη τι άλλο, τη διαφορά μεταξύ του «εμείς» και «αυτοί» μπορούμε να την αντιπαραβάλλουμε σε γλωσσικό επίπεδο, στο πώς η καθεμιά από αυτές τις ποιήτριες έρχεται αντιμέτωπη με μια ευέλικτη γλώσσα, μουσική και πλούσια, που είναι βαθιά συνδεδεμένη με μια ιστορική συνέχεια που διαρκεί περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια. Όλα τούτα δεν μπορούν να μεταφραστούν στα ιταλικά. Δεν είναι δυνατόν ένας Ιταλός αναγνώστης να νιώσει αυτή τη διαφορά σε σχέση με την ποίηση μας, πιο φτωχή και περιορισμένη, όχι βέβαια υπό έννοια δημιουργική, αλλά γραμματική και χρονική. Όποιος γράφει στα ελληνικά νιώθει στην ίδια τη λέξη μιαν ακολουθία όχι μόνο γλωσσική, αλλά εσωτερική: υπάρχει, σε μια κοινωνία που πηγαίνει πέρα από τον τόπο και το χρόνο. Ιδιαιτερότητα που ορισμένοι αποκαλούν «ελληνικότητα». Μέσα στη σύγχρονη αποσύνθεση, ένας Έλληνας καταφέρνει να διατηρήσει μια ταυτότητα διότι ανήκει στην ίδια γλώσσα. Υπό την έννοια αυτή, το να διαβάζουμε σήμερα Πλάτωνα ή Ρίτσο σημαίνει ότι διαβάζουμε δύο σύγχρονους συγγραφείς.
Δεν θέλω να μιλήσω για την ποίηση αυτών των συγγραφέων θεωρημένη υπό το πρίσμα της γυναικείας προοπτικής τους: πρώτα απ’ όλα επειδή εγώ είμαι ανδρικού φύλου και ύστερα επειδή πιστεύω ότι κάθε έργο τέχνης δεν πρέπει να εντάσσεται σε θεματικές τόσο περιορισμένες. Αλλά θα ήθελα να πω ότι μου φαίνεται πολύ γυναικείος ο αισθησιασμός της Σοφίας Γιοβάνογλου, επειδή είναι εκλεπτυσμένος. Εκλεπτυσμό που βλέπω επίσης στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, δελεαστική, ποτέ κοινότυπη. Σε αντίθεση με αυτή τη γραφή, εκείνες της Χρύσας Αλεξίου και της Έφης Καλογεροπούλου, μου φαίνονται σχεδόν άυλες. Πιο στεγνή και ουσιώδης η ποίηση της Αλεξίου, μειωμένη στο ελάχιστο, όσο ελαφρώς πιο αφηγηματική είναι εκείνη της Καλογεροπούλου. Πολύ όμορφες οι εικόνες που χτίζει μεταξύ πραγματικότητας και παραμυθιού. Ως αντιστάθμισμά τους, η λεκτική και υλική βία, η ειρωνεία της Γλυκερίας Μπασδέκη, ο αιώνιος «ποιητικός λόγος», που αγνοεί κάθε τι που είναι ποιητικό: κατά τη γνώμη μου, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες κι ελεύθερες φωνές της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Όμοια, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση της καθημερινότητας, αλλά με περίβλημα λιγότερο ξεμαγεμένο είναι η Βάσω Χριστοδούλου. Σε αυτήν κατά κάποιο τρόπο παραμένει μιαν αρχή μαγείας και αθώας θεώρησης των πραγμάτων.
Αυτές οι εκπληκτικές συγγραφείς αποτελούν ένα πανόραμα ιδιαίτερα ποικιλόμορφο και «ρευστό», του οποίου κοινός παρονομαστής είναι η επικείμενη διάλυση του περιβάλλοντος μέχρι πριν από λίγα χρόνια στο ελληνικό ποιητικό τοπίο. Είναι ποιήτριες πολύ αντιπροσωπευτικές της κοινωνικής αλλαγής που συμβαίνει και στην Ελλάδα. Είναι από τριάντα έως πενήντα χρονών, κι επομένως έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα της «ευρωπαϊκής ψευδαίσθησης» που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της οικονομικής ενσωμάτωσης της χώρας στην Ευρώπη, και της προσπάθειας για μια συνεπακόλουθη και απίθανη δυτικοποίηση. Ένας Έλληνας τραγουδοποιός εξαιρετικών ικανοτήτων, και άριστος ποιητής, ο Διονύσης Σαββόπουλος, έλεγε πριν από λίγα χρόνια: «Ακόμα κι αν ταΐζεις την αγελάδα με κακάο, θα είναι δύσκολο αντί για γάλα να παράγεις σοκολάτα.». Ο στόχος του ελληνικού εξευρωπαϊσμού παραπαίει λόγω της οικονομικής κρίσης. Στα τόσα δεινά, ανέχεια, πείνα, αδικία και έλλειμμα δημοκρατίας που επιφέρει ο καπιταλισμός όταν αυτός προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του, ίσως η κρίση να καταφέρει να κρατήσει ζωντανή τη θεμελιώδη διαφοροποίηση του Έλληνα, στην μοναδικότητά του, ούτε δυτικός ούτε ανατολίτης. Η ύπαρξη του, μια γλώσσα που μπορεί να δώσει μορφή σε μια κατά τα άλλα άμορφη πραγματικότητα, όπως προσπαθούν να κάνουν αυτές οι πέντε ποιήτριες.