`
Οι διακειμενικές σχέσεις που αναπτύσσουν τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου και τα εξωτερικά του ποιητικού της στερεώματος είναι ένας χώρος αγεωγράφητος. Κανένα ποίημα, καθολικά, δε γεννιέται σε κενό αέρος, δεν είναι αύταρκες, αυτοδύναμο, αλλά συνομιλεί. Εμείς, θα προσπαθήσουμε, σύντομα, να ανιχνεύσουμε την καβαφική παρουσία σε ένα τους. Το ποίημα «976 π. Χ.» της συλλογής Απόντες:
976 π. Χ
Είκοσι ενός ετών ο Πρίγκιπας
κάθε νύχτα επί πολύ
επιδίδονταν με τη Βασίλισσα
σε ανομολόγητα πάθη.
Τόσο δε πιο πολύ
όσο αυτά δεν ονοματίζοντο.
Όσο πιο
απηγορευμένα ήσαν.
Της γλώσσας της αλεξανδρινής.
Που ο ένας με θάνατο
παίρνει την πάνσοφη άγνοια
κι ο άλλος με έρωτα
την άχρηστη γνώση.
Του άνθους του Κακού.
Που εξαγνίζει λέω…
`
Μεθοδολογικά, θα ακολουθήσουμε το close reading, στίχο προς στίχο, προσπαθώντας να εντοπίσουμε το ζητούμενο. Ήδη ο τίτλος-χρονολογία παραπέμπει στις καβαφικές ποιητικές χρονολογίες (θυμίζουμε τα πέντε ποιήματα «Μέρες του…» κ.ά.). Και ο Μανόλης Αναγνωστάκης προσέλαβε την καβαφική χρονική σήμανση στο «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ. Χ.», με το «μ. Χ.» να ηχεί ειρωνικά. Την ίδια χροιά θα πρέπει να εννοήσουμε και εδώ, μόνο που η Γώγου μας γυρνά στο π. Χ. Οπότε, μένει το ερώτημα: γιατί στοχοποιείται ο Καβάφης; Αν δεχτούμε τον αντικονφορμιστικό χαρακτήρα της ποίησης της Γώγου, και το συνδέσουμε με την τάση «απενοχοποίησης» της ομοφυλοφιλίας του Αλεξανδρινού, και, συνεπώς, την ένταξή του στο λογοτεχνικό κανόνα, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα: στοχοποίηση και αντίδραση στο όποιο συστημικό σύμπαν. Προϊόντος του κειμένου, θα εξηγηθεί αναλυτικότερα η ειρωνική, και μόλις επιθετική, δομή του «976 π.Χ.».
Η πρώτη περίοδος, «Είκοσι ετών ο Πρίγκιπας/ κάθε νύχτα επί πολύ/ επιδίδονταν με τη Βασίλισσα/ σε ανομολόγητα πάθη» κάνει τις συστάσεις. Ο είκοσι ενός ετ΄ψν Πρίγκιπας είναι καβαφικός τόπος, πέρα από κάθε αμφιβολία, καλύτερα, είναι ειρωνική δομή ενός καβαφικού τόπου· οι νέοι της ποίησης του Καβάφη, που αυξάνονται ποσοτικά κατά την τελευταία περίοδο της γραφής του, ηλικιακά κυμαίνονται μεταξύ είκοσι και είκοσι τεσσάρων χρόνων, ανώνυμοι ή επώνυμοι. Βέβαια, σημάινοντα ρόλο, παραπληρωματικό της ονοματοδοσίας, παίζει και το επάγγελμα. Οι «αντρείοι της ηδονής» νέοι, όταν δεν είναι ανεπάγγελτοι, ασκούν ένα βάναυσο και βάρβαρο επάγγελμα, που κατά το Δ. Ν. Μαρωνίτη, μόνο όταν ρήγνυνται τα δεσμευτικά δεσμά του, το ποιητικό υποκείμενο μπορεί, αυτεξούσιο, να κινηθεί στο ποιητικό στερέωμα.
`
Εδώ, δεν έχουμε όμως να κάνουμε με κάποιο νέο του προλεταριάτου· το ποιητικό μας υποκείμενο είναι Πρίγκιπας. Και μάλιστα, ένα Πρίγκιπας που επιδίδεται σε «ανομολόγητα πάθη» με τη Βασίλισσα. Είτε η Βασίλισσα είναι η μητέρα, είτε η μητριά του, οι αιμομικτικές δομές και ο συμβολικός ευνουχισμός του πατέρα παραμένουν. Η ιδιαίτερα δυναμική σχέση που αναπτύσσει η Γώγου με τον πατέρα της είναι γνωστή και δε θα μας απασχολήσει εδώ. Απλώς, επιτείνει την παραπάνω θέση. Τα «ανομολόγητα πάθη» είναι καβαφικός τόπος· ποια είναι όμως η πρόσληψή του από τη Γώγου; Επανερχόμαστε στην κανονικοποίηση του Καβάφη· φαίνεται, πως όταν η ομοφυλοφιλία του Καβάφη, που αποτέλεσε και τον κυριότερο λόγο της κριτικής παραγνώρισής του, έπαψε να προκαλεί, εν αντιθέσει μάλιστα, συζητήθηκε ανοιχτά και προκρίθηκε, η Γώγου ένιωσε την ανάγκη να προχωρήσει περισσότερο. Έχουμε, πολύ πιθανώς, να κάνουμε με την αιμομιξία στον αντίποδα της ομοφυλοφιλίας. Τα πάθη αυτά δεν κατονομάζονται· η ονοματοδοσία τους οδηγεί στην αναγνωρισιμότητα του ίδιου του ποιητή. Εκλαμβάνουμε το στίχο αυτό ως απευθείας ειρωνεία στον Καβάφη. Στα ποιήματα του τελευταίου δεν έχουμε ρητή δήλωση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, παρά ένα παιχνίδι νοουμένων και υπονοουμένων. Ο επόμενος στίχος, «Όσο πιο/ απηγορευμένα ήσαν», υποστηρίζει αυτή την άποψη. Η γοητεία του ανομολόγητου, του απαγορευμένου, ενυπάρχει και στις καβαφικές σελίδες. Αυτό, ωστόσο, που εκεί (υπο)νοείται, εδώ δηλώνεται ρητά: «επιδιδόταν […] σε ανομολόγητα πάθη».
Η γενική που ακολουθεί, «Της γλώσσας της αλεξανδρινής», πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με εκείνη του δεκάτου τετάρτου στίχου, «Του άνθους του Κακού». Δύο ουσιαστικά σε γενική πτώση με επιθετικούς προσδιορισμούς. Η παραπομπή στην Αλεξάνδρεια είναι εξόφθαλμη αναφορά στον Καβάφη· η αισθητική της γλώσσας αλλά και του τόπου ως ποιητικού υποκειμένου έχουν απασχολήσει τον Καβάφη (πρβλ. τα ποιήματα «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης» και «Η πόλις» αντίστοιχα)· για τη Γώγου, τα πάθη του άνομου ζεύγους διογκώνονται στο αλεξανδρινό συμφραστικό περιβάλλον. Η ιδιότυπη χρήση της γλώσσας από τον Καβάφη και η συγκάλυψη πίσω της παθών και πόθων έχει απασχολήσει, ήδη από πολύ νωρίς, την κριτική. Ας μην παραβλέπουμε την κρυπτικότητα των πρώτων ξενόγλωσσών του ποιημάτων στη γαλλική, όπου ήταν αδύνατη η διευκρίνιση του φύλου. Η Γώγου προσπαθεί να εκπορθήσει, να υπονομεύσει και αυτό το οχυρό της καβαφικής ποιητικής, τη γλώσσα ως προϊόν του τόπου.
Ωστόσο, η ποιήτρια δε μπορεί να απεγκλωβιστεί από το πεισιθάνατο που χαρακτηρίζει το σύνολο της γραφής της, από ένα σκληρό και ωμό καρυωτακισμό που τη συνοδεύει από τα Τρία κλικ αριστερά ως και τα Φύλλα σαν ημερολογίου. Ακολουθεί η δευτερεύουσα αναφορική, «Που ο ένας με θάνατο/ παίρνει την πάνσοφη άγνοια/ κι ο άλλος με έρωτα/ την άχρηστη γνώση». Έχουμε να κάνουμε με δύο αντιθετικά ζεύγη, «πάνσοφη άγνοια» - «άχρηστη γνώση», που, πιθανότατα, απαντούν στα πάθη του τετάρτου στίχου, πίσω από την ύψιστη αντίθεση έρωτα – θανάτου. Αυτή η αναφορά μπορεί να οδηγήσει σε μια συσχέτιση, με επιφύλαξη, με το καβαφικό «Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ» και το ζευγάρι των δύο νέων· ο έρωτάς τους οδηγείται σε τέλμα οικονομικών αιτίων, ο ένας πεθαίνει κι ο άλλος μένει στο ποιητικό στερέωμα, γνώστης μεν της μόνης αλήθειας, μόνος δε.
Ακολουθεί η δεύτερη γενική, «Του άνθους του Κακού», εξίσου οφθαλμοφανής παραπομπή στη μπωντλαιρική συλλογή – ορόσημο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Η σχέση του Καβάφη με το Μπωνταλαίρ, όπως κι αυτή με τον Καρυωτάκη, έχουν επανειλημμένα αναζητηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία, γι’ αυτό και δε θα συζητηθούν εδώ. Το «Κακό» στην ποίηση της Γώγου κυκλοφορεί παρενδυτικά, άλλοτε ως κάποια εξάρτηση, ως κατάχρηση κι άλλοτε ως πρόσωπο, ακόμα και της ίδιας της οικογένειάς της.
`
Το ποίημα κλείνει, «Που εξαγνίζουνε λέω…», λυτρωτικά για το ποιητικό υποκείμενο. Δεύτερη αναφορική προσδιοριστική πρόταση, οπότε επιστρέφουμε στον προηγούμενο συλλογισμό· τα «πάθη» είναι το βασικό και μείζον θέμα του ποιήματος, ίδιας δυναμικής με κείνη που είχαν και στη ζωή της Γώγου. Γιατί όμως προτάσσεται αντιδιασταλτικά στην καβαφική ποιητική; Μάλλον, θα πρέπει να το εντάξουμε στη γενικότερη αντιδραστικότητα της ποιήτριας που σημάδεψε τη γενιά του 1970. Ο Καβάφης, που την ποίηση του διατρέχουν «ανομολόγητα πάθη» γίνεται κανόνας, οπότε και στοχοποιείται. Το ποίημα «976 π.Χ.» είναι μία αντίδραση στη συστημική νόρμα, που ενέταξε και τον πάλαι ποτέ απεκταίο Αλεξανδρινό. Η Γώγου ενσωματώνει καβαφικούς τόπους, τους στρεβλώνει, του χρεώνει με πάθη πλέον ακραία και τους μορφοποιεί στα δικά της μέτρα και συαθμά.