◦ Οι κλακέττες του Ροζινάντε
Στο πεζοδρόμιο απέναντι ‒ένα απ’τα μεσημέρια τα τυχαία
τα πέντε στον παρά, αυτά της παλιοκαθημερινής, τα πρόστυχα
‒ όπου τα πιο πολλά απ’τα συναρτήματα, πνίγονται μεσ’στη συννεφιά
που κάθησε στη γειτονιά βαρειά, σαν τις καρδιές που νοσταλγούνε
‒και που σαν πέρασε κάποιος στην τύχη απο κει
έδωσε μία μέσ’τα μούτρα του καιρού και τον εχάλασε
‒στριφογυρίζει μεσ’στις σάχλες του ο Σαρλώ
τσαλαπατώντας κάτι απόνερα
παίζοντας και παραζαλίζοντας περαστικούς.
Απο το βάθος του μεσημεριού, έρχεται με τριποδισμούς
και τις κλακέττες του ο Ροζινάντε
κι’ύστερα και ο ίδιος με τον Σάντσο του
μα ‒αναζητώντας το αριστερό του χέρι‒ κι’ ο Θερβάντες.
Το γέλιο βγαίνει περιφρονημένο απ’τις πηγές του
απο τη μία, πρώτον, τη μπουτονιέρα του Σαρλώ
κι’απο την άλλη, δεύτερο, απο τη χαραμάδα μέσα
του φωταγωγημένου τάφου του
και του ‒απ’τα κάποια κάπου κάποτε, αργασμένα του παΐδια‒
ξεκλειδωμένου στέρνου της Ελεεινής Μορφής.
Εκεί συχνάζω κατ’αυτάς, κι’εξαργυρώνω τη μελαγχολία μου.
Νυστάζω. Πηγαίνω μέσα, αποσύρομαι
και αφήνω αυτή τη σύνοδο
να δεί το μέλλον της μεσ’στ’όνειρό μου.
◦Το παρόν της Αλλης Στιγμής ‒ Κι ‒άχ‒ η ζωή δεν είν’για χόρταση
Το καταπίστευμα, είναι το κάτι
που ο κληροδότης μ’έναν του έμπιστο ‒
το οδηγεί στον τελικό του αποδέκτη
ύστερα απο ορισμένο χρόνο και απο την τέλεση συγκεκριμένου δράματος
και ίσως είναι το κάτι αυτό ‒ή τιποτένιο ή σπουδαίο
ή ότι βρεθεί και όποτε.
Κάτι το οτιδήποτε.
Το καλύτερο όμως ειναι αυτό, που κάποιος φεύγοντας δε μπόρεσε να πάρει
και μάλιστα ‒άν με το καιρό αυτό ακρίβυνε
κι άρχισε να σταλάζει και χρωστικές κι αρώματα
κι αν πάλι το λησμόνησε αυτός
και του’ρθε να γυρίσει να το παρει να φύγει‒
έλεγα αν θα βολέψει και περνάω απο κεί
μεσ’στο καιρό που θα’χω στο όνειρό μου
να πάω να του πάρω το παρόν, αυτό της άλλης του στιγμής
της στιγμής δηλαδή που το πένθος εκτοπίζει τον Λόγο
χάριν λυγμού και ανείπωτου
που ρημάζει τα σπλάχνα του τόπου
τραβάει μαζύ του «τα πάθια» ‒πές‒
«και τους καϋμούς» του «του κόσμου»
και αδέσποτα απ’το εδώ ως το εκεί της επικράτειας
τα πηγαίνει καροτσάκι με ράδιο να τα ρίξει στο απύλωτο στόμα της Φύσης.
Ο λυπημένος τότε εγώ και νυχτωμένος μακριά, που αργά παίρνω είδηση
πως η ζωή είναι γεμάτη λεπτομέρειες κι ο θάνατος ανύποπτος και αγαθιάρης
‒ φοβάμαι οτι μπορεί να πάρω ανάποδες, να φτάσω στην προκυμαία της αβύσσου
να ρίξω μία ματιά ‒ώωώπ!‒ όπως εκείνες τις τροχιοδεικτικές
των πυροβολικών που ξεσκίζαν τις νύχτες
και να το ρίξω στο τέλος στο σορολόπ.
\
◦Ο τρόμος του γέλιου ή Λαναπάμε Μαζίστορ
Ελα να πάμε μαζύ στο ρήμα « ωωώπ»
μεσ’στης φωταγωγίας το ανάγνωσμα
εκεί όπου και ξύπνησα μέσ’ στ’ άγρια γεράματα
φάτσα μ’ αυτόν τον Σκαραμούς, που τον παράστησε στο σινεμά
ο Στίου Αρτε Γκρέη Τζερέ, με το ξίφος στο χέρι
να με κοιτάει με νόημα και να γυρεύει τον μπελά του
καθώς με το που χώθηκε στο στίχο μου
έχασε και το μάτι του, αλλα και τ’όνομά του
διότι σέρνω –ευκαιρία!– το όλκιμο όπλο –και τι να λέμε τώρα!–
αρχίζουν τα χτυπήματα και οι διασπαθισμοί
‒πάρε κι’αυτή, δώσε κι’εκείνη, φέρε και τούτη, λέγοντας, και προχωράμε.
Δε μου βαριέσαι λέω μέσα μου
–όλ’αυτά κάποτε, θα τα θυμόμαστε, να δείς, και θα γελάμε.
Τσίγγινοι φθόγγοι σα σπινθήρες, το λοιπόν
πέφτουνε χάμω ασπαίροντας, μέσ’ στα εκνεφώματα
και σε ριπές απο ψιχάλες διάφανου αίματος
ρανίδες από τα τουρκόφυτα πλατύφυλλά μου
και στον αέρα θρύψαλα απ΄τα ομηρικά πολύποδά μου.
Ετσι με τα παιχνίδια αυτά, φαντάσματος του Σκαραμούς
και του απόβλακος εμού, ανέργου σαμουράι δηλαδή, κοντά στις ρίζες
φτάσαμε στα θολάμια φαίνεται ‒απ΄έξω τους‒ και τις ξυπνήσαμε
εκείνες τις ανύπαρκτες και υπαρκτές Κυρίες της ζωής μου
κατακρυμμένες εδώ δίπλα στους αιώνες.
Βρέθηκα ανέτοιμος μπροστά στα επίχειρα της αφροσύνης μου
‒γιατι απρόσεχτος, τ’ ἀφησα όλα κι’ έφτασαν εδώ που φτάσανε
αλλα και ο ίδιος ο θεός την ίδια ώρα
κάπου αλλού θα ‘χε το νού του και δεν πρόσεχε.
Εγινε κέρματα και έπεσε μπρός μου η καταφρα’ή .
‒ «Αφορισμένα τουρκοπούλια ! » ‒ ξανακούστηκε κραυγή.
Ούτε που σκέφτηκα ποτέ, τέτοια υποδοχή
να θεμελιώσω έστω δικαίωμα μερίδας μου απ’το παρελθόν.
Αρχίσαν έξοδο ‒που λές ‒ οι αρουραίες μαινάδες
απ’τις κολύπες μέσα, από τα καμαράκια, τα κολτούκια τους
τα πλυσταριά και τα χαμάμια. Τί να πείς !
Φάνηκε πρώτα η Τίναπις, μετά η Φόγκα και η Τζέμα
η Ελισαπέτ με τη Σουλτού στο πλάι
ύστερα βγήκε η Διφαλάγγα, η Ονειρόπεδες, Κουρέλα
η Προσταπού, η Λιθαρώ, η Ανηφόρα ‒προχώρα λέμε!‒‒
η Θαχαθώ, η Θασωθώ όλες κουβάρι, Στάθμη μετά Καράνα
Κεσαφλού και Πορφυρόγγα, Χρέκα, Κερασουντέϊσα
Πανερωμένη και Καταπιατζού, η Πλέξη, η Μάργα, η Αναγλού
η Τισενιάζη, η Κικίτσα, Κόχρακο, Δοκανοφόρα
η Τσόναπίσω , η Σιναπλού, η Αστραπέλω, ‒πάντα σε ήθελα!‒
η Μουσουρλού, η Κεραπάτρα, η Μνοστή, η Μαριγούτσα, το Πελέσι
Στέλλα αλλά και Φεγγαράδα, μετά η Ψάπφα η Σαπφούλα μου
η Φλαμενκάρα και η Γέραξ, η Τερκελέκη, η Πολτόζα, η Κιτατίνε.
Εναρθρες κι’ άναρθρες ‒επιφωνήματα και κλητικές κραυγές‒
για αδέσποτα κι’ακατονόμαστα αισθήματα, είναι αυτά.
Δεν είναι ονόματα, καλέ!
Στο μεταξύ παράτησα τους αγαθους αγωνιστές της γειτονιάς μου
άφωνους κι ΄ολομόναχους μέσ’τα βαγόνια του ονείρου μου, ν’αργοκυλάνε
Φάνηκε καταφάνηκε, πως η γαλήνη του κόσμου
έχει να κάνει με τη σιωπή των κοιμημένων προγόνων
που δεν ξεχνάνε ποτέ.
Κι έχουμε τώρα, να!
Μνημόσυνα αιωρήματα αποσπασμάτων
πάντων εναερίων και διαφανών ειδώλων
υμένια μετέωρα,νιφάδες και παρανιφάδες
ενα κακό, ένα περσεφονικό, μία νεφέλωση
και συ μη φεύγεις, μείνε ‘δώ, να δείς το τέλος!
Χθόνιος υετός διάκοσμος, δές που σηκώθηκε
με όσα πετούμενα προηγήθηκαν ‒και τώρα να ο λογαριασμός!‒
ανασκιρτά και ιριδίζει που και που, μέσ’στο ημίφως του
άχραντο δέρμα αρχαίου μουνιού.
Αστέρια συνωστίζονται στους ουρανούς της πίσω αυλής.
Πολυκοσμία εκεί, αναβρασμός ‒καρφίτσα να μη πέφτει!‒
και μέσα εκεί, να πάλι ο ανύποπτος Αυτός‒ κοίτα κατάντια!‒
να είναι πιά μόνον, των ανθρώπων ενεργούμενο και έτσι τώρα
απο το κάτω προς το πάνω, ανοιγοκλείνοντας σαγόνια
να αναχαράζει, και με καταφαγωνιές
να απλώνεται το Μέγα του Σχεδίου Πόλεως.
◦Το καταπίστευμα
Οταν δεν βρίσκει τόπο, για να πέσει η σκιά σου
θα είναι σίγουρα επειδή
αυτή, εσύ και κάποιο φώς ‒τα τρία εσείς‒
πλανήτες πλάνητες στην ερημία μέσα, εκεί
στις παγωμένες εκπνοές και τα άπατα του Απόκοσμου
άγεσθε και συμφύρεσθε χωρίς καμμία ‒εσένα λέω !‒
ακρίδα ρήματος να καταπιάνει και να ιστορεί.
Κάνω ότι μου’ ρχεται στο νού
ότι περνάει απ’ το χέρι μου, να καταφέρω να σε φοβερίσω
με καμώματα
μήπως γυρίσουμε στα κλασσικά και τα εικονογραφημέ ‒
να ξαναρχίσουμε ‒αφου κι αυτος ο γκαϊντές τελειώνει‒
κι έτσι γλυτώσουμε από τη φρικαλέα γοητεία
του Ποτέ, του Πουθενά, του Τίποτε.
Ομως κι’εσύ, κάτι να εύρισκες, να έριχνες στους ώμους σου
‒μη ξεπαγιάσεις!‒
κάτι το τιποτένιο, ότι βρεθεί.
Κάτι το οτιδήποτε.
Σημείωση
Οι λέξεις με τη λοξή γραφή έχουνε σχέση με
‒ τη μετάφραση του Δον Κιχώτη απο τον Καρθαίο
‒ διήγημα του Παπαδιαμάντη
‒ επανάληψη στίχων μου
‒λέξη του Εγγονόπουλου
‒φράση απο το μυστήριο της βάπτισης