Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

George Le Nonce, Ποιήματα για το «Ποιείν»

$
0
0

`

Nature morte

Μέρες τώρα μαραίνονταν στὸ ἀνθοδοχεῖο.

Ὡραία εἶναι καὶ ἡ φθορά, μονολογοῦσα,
ἔχουν μιὰν ἄλλου εἴδους ὡραιότητα, πιὸ ἐκλεκτή,
καθὼς γέρνουν τὰ ἄνθη, χάνουν τὰ πέταλά τους,
χάνουν τὸ χρῶμα τους, χάνουν τὰ φύλλα τους,
ἐξακολουθοῦν παρ᾽ὅλα αὐτὰ καλαίσθητα
νὰ κοσμοῦν τὴ γωνιὰ αὐτὴ τοῦ σαλονιοῦ,
σὰν νεκρὴ φύση τοῦ δεκάτου ὀγδόου αἰώνα.

Μόνον ὅταν ἁπλώθηκε τόσο ἡ δυσωδία
ὥστε οἱ γείτονες ἀνησύχησαν πὼς κάποιος
εἶχε πεθάνει, μόνο τότε σηκώθηκα
πέταξα τὰ σάπια λουλούδια στὰ σκουπίδια
ἔχυσα τὸ στάσιμο νερὸ τοῦ ἀνθοδοχείου στὴν τουαλέτα
ἔπλυνα ὅλα τὰ πατώματα μὲ χλωρίνη
καὶ ἐπέστρεψα στὶς κλινόφιλες φαντασιώσεις
φέρνοντας αὐτὴ τὴ φορὰ στὸ νοῦ
τὴν λευκότητα τῶν νοσοκομείων
τὴν ὀσμὴ τῆς ἐπιθετικῆς ἀντισηψίας τους.

`

***

Μαδριγάλιο

Καμμιὰ φορὰ θέλεις ἔμβρυο πάλι νὰ βρεθεῖς
στὴ μήτρα τῆς μοναδικῆς γυναίκας τῆς ζωῆς σου,
γιὰ λίγο, ἔστω, ἀπ᾽τὸ παρόν σου νὰ χαθεῖς.

Ἀλλάζεις κάπως ἄτεχνα τὸν τρόπο τῆς γραφῆς σου
ἀφήνεσαι σὲ ρίμες παληὲς νὰ περιδινηθεῖς
κι ἔτσι ἐπιστρέφεις στὴν ἀσφάλεια τῆς ἀρχῆς σου.

Κι ἂς ξέρεις πὼς ποτὲ δὲν εἶχε νόημα νὰ ἀναμορφωθεῖς:
μεσόκοπος, νεόκοπος, πεζὸς θὰ ξαναγίνεις παρευθύς.

`

***

Συνάντηση παλαιῶν συμμαθητῶν

Πέρασαν ἀνεπαισθήτως τὰ χρόνια,
σκεφτόμουν κοιτάζοντας
τὸ ξεφτισμένο βελοῦδο τῶν ἐπίπλων
τὶς σπασμένες χάντρες τοῦ πολυελαίου
καὶ τὶς φθαρμένες κορνίζες τῶν πινάκων.

Τὸ σῶμα καὶ τὸ πρόσωπο εἶναι ἀλλιῶς:
Μιθριδάτης κάθε μέρα στὸν καθρέφτη
ἀναπτύσσεις κάποιου εἴδους τυφλὴ ἀνοσία
γι᾽αὐτὸ σὲ προσβάλλει τόσο ἡ θέα
ὁμηλίκων ποὺ εἶχες χρόνια νὰ δεῖς.

Τὰ ὡραῖα ἐρείπια τῆς καθημερινότητας
εἶναι τὰ μόνα ἀξιόπιστα πειστήρια
αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ ἔχεις λεφτὰ νὰ μπαλώσεις
καὶ πάντα θὰ σοῦ θυμίζουν πῶς ἤσουν μιὰ φορά.

`

***

Ἡ Λέσχη

It was still a shock when, almost a quarter of a century later,
The clarity of the rules dawned on you for the first time.

John Ashbery, «Soonest mended»

Ἤμουν σὲ μιὰ μυστικὴ χαρτοπαικτικὴ λέσχη σὰν αὐτὲς ποὺ βλέπουμε στὶς ταινίες: ὅλοι πίναμε οὐίσκυ καὶ καπνίζαμε, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν ἀποπνικτικὴ καὶ ἀπειλητική, στὸ τραπέζι μου, στρωμένο παραδόξως μὲ μαύρη τσόχα, παιζόταν ἕνα παιχνίδι ποὺ δὲν γνώριζα, εἶπα μάλιστα ὅτι δὲν τὸ ξέρω αὐτὸ τὸ παιχνίδι καὶ ὅτι ἴσως θὰ ἔπρεπε νὰ πάω σὲ κάποιο ἄλλο τραπέζι, ἀλλὰ οἱ συμπαῖκτες μου δὲν ἤθελαν νὰ ἀκούσουν λέξη, δὲν ἔχει σημασία, μοῦ εἶπαν, ἀντιθέτως, εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ μὴν ξέρεις τοὺς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ, οἱ πιθανότητες νὰ κερδίσεις αὐξάνονται κατακόρυφα, δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ τὴν τύχη τοῦ ἀτζαμῆ.

Ἔμεινα λοιπόν. Κοιτοῦσα τὰ χαρτιὰ ποὺ μοῦ μοίραζαν καὶ δὲν καταλάβαινα τί σήμαιναν, δὲν εἶχα ἰδέα ἂν τὸ φύλλο μου ἦταν καλό, δὲν ἤξερα ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ συνεχίσω νὰ ποντάρω, συνέχιζα μηχανικά, ἀπὸ μιὰ στιγμὴ καὶ πέρα οὔτε κἂν κοιτοῦσα τὰ χαρτιά, ἁπλῶς συνέχιζα, σκεφτόμουν πὼς ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σωθοῦν οἱ μάρκες, θὰ τελειώσει τὸ παιχνίδι, θὰ πιῶ ἕνα οὐίσκυ ἀκόμη καὶ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὸ σπίτι μου καὶ θὰ κοιμηθῶ καὶ δὲν θὰ ὀνειρευθῶ τίποτα, οὔτε παιχνίδια, οὔτε συμπαῖκτες, οὔτε λέσχες, ἀλλὰ τὸ παιχνίδι δὲν τέλειωνε, τὰ μάτια μου εἶχαν κοκκινίσει ἀπὸ τὸν πολὺ καπνό, καὶ νὰ ἤθελα πλέον δὲν θὰ μποροῦσα νὰ δῶ τὰ χαρτιά μου, δὲν ἔβλεπα, τὸ σῶμα μου πονοῦσε τόσες ὧρες σὲ αὐτὴν τὴν καρέκλα, κέρδιζα μᾶλλον διότι οἱ μάρκες μου ὄχι ἁπλῶς δὲν σώνονταν, ἀλλὰ πολλαπλασιάζονταν, ἐντούτοις δὲν ἀπολάμβανα τὴν νίκη, δὲν καταλάβαινα κἂν πότε ἔληγε ὁ κάθε γύρος, τὸ κεφάλι μου πονοῦσε, τὸ ξημέρωμα οἱ συμπαῖκτες μου ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται ἕνας ἕνας καὶ νὰ φεύγουν, ἐγὼ ὅμως ἔμενα ἐκεῖ, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις μοῦ ἔλεγαν οἱ ἐναπομείναντες, κερδίζεις, δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις πρέπει νὰ δώσεις καὶ στοὺς ἄλλους τὴν εὐκαιρία νὰ πάρουν πίσω κάποια ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ ἔχουν χάσει, κάποια ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ τοὺς ἔχεις φάει.

Ὣς τὸ μεσημέρι εἶχε μείνει μόνο ἕνας συμπαίκτης, δὲν ἀντέχω τοῦ εἶπα, πᾶρε τὰ κέρδη μου νὰ φύγω ἐπιτέλους, πονάω παντοῦ, τὰ μάτια μου ἔχουν θολώσει, τὸ στόμα μου στέγνωσε, τὰ κόκκαλά μου ξεράθηκαν, τὸ αἷμα μου στερεύει, δὲν εἶναι ἀστεῖα αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος μὲ φωνὴ στεντόρεια, δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ παραιτηθεῖς ἀπὸ τὰ κέρδη σου, δὲν μπορεῖς νὰ ἐγκαταλείψεις τὸ παιχνίδι μὲ κανέναν τρόπο, ἄλλωστε σὲ λίγο θ᾽ἀρχίσουν νὰ ἐπιστρέφουν καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ φύγω τότε κι ἐγὼ νὰ ξαποστάσω, ἐσὺ ὅμως θὰ μείνεις ἐδῶ, δὲν ἔχεις ἐπιλογή, θὰ βάλουμε βάρδιες, αὐτὸ τὸ παιχνίδι δὲν ἔχει τέλος, μόνο μικρὲς ἀνάπαυλες γιὰ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς, ἐσὺ ὅμως, ἐσὺ ποὺ διατείνεσαι ὅτι δὲν ξέρεις τοὺς κανόνες, ἐσὺ ποὺ ὑποκρίνεσαι ὅτι δὲν θέλεις νὰ παίξεις, ἐσὺ θὰ μείνεις γιὰ πάντα ἐδῶ, αὐτὸ τὸ τραπέζι δὲν ἀδειάζει ποτέ.

`

***

Ἀνέγερση

Νὰ τὸν χτίσουμε, νὰ τὸν χτίσουμε, φώναζαν.
Ἤξερα πὼς ἄνθρωπο ἐννοοῦσαν
ἀλλὰ δὲν σταμάτησα, δὲν κοντοστάθηκα,
δὲν προσπάθησα νὰ τοὺς ἐμποδίσω
ὅπως ὅταν μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ βλέπουμε
στὸ κατάστρωμα τοῦ δρόμου σκοτωμένο σκυλὶ
κι ἀποστρέφουμε τὸ βλέμμα καὶ σφίγγουμε τὰ μάτια
καὶ μέσα σὲ λίγα εὐεργετικὰ δευτερόλεπτα
ξεχνᾶμε τί εἴδαμε
καὶ ποιά φρίκη ὁδήγησε
σ᾽αὐτὸ ποὺ δὲν θέλαμε νὰ δοῦμε.

Ὣς τὴν ἄκρη τοῦ ἑπόμενου τετραγώνου ἔφταναν
οἱ φονικὲς ἰαχές τους, ἄρχισα νὰ τρέχω νὰ ξεφύγω,
ὅσο ἀπομακρυνόμουν ὅμως τόσο πιὸ δυνατὸς ὁ ἀντίλαλος
ὥσπου ἄκουσα πνιγμένη μιὰ κραυγὴ
κι ἕναν γδοῦπο
κι ὕστερα τίποτα
καὶ δὲν ξαναπέρασα ποτὲ ἀπὸ ἐκείνη τὴ γειτονιὰ
γιὰ νὰ μὴ δῶ τί μέγαρο ἀνέγειραν
γιὰ νὰ ξεχάσω τί ἄκουσα
καὶ ποιά φρίκη ὁδήγησε
σ᾽αὐτὸ ποὺ δὲν ἤθελα ν᾽ἀκούσω.

`

***

Τρόμος

θὰ ἔμενε ὅ,τι οἱ κέραμοι
τῆς ἀταξίας οἱ ἐρριμμένοι, ὡραία Παράνοια.

Τ. Κ. Παπατσώνης, «Δεσμοὶ»

Φιλῆστε με, φιλῆστε με μὲ πάθος!
Τὸ σάπιο στόμα μου

μὴ σᾶς τρομάζει, τὸ γέμισαν
βαμβάκι μυρωμένο.

Ἔρχονται οἱ μητέρες, ὅλες γρηὲς κυρτὲς
ἀποστεωμένες, μιὰ μακριὰ σειρὰ μητέρες
ντροπιασμένες, σέρνουν τοὺς γιούς τους
μὲ ἁλυσίδα περασμένη στὸ λαιμό, οἱ γιοὶ
μὲ σκυφτὴ περηφάνεια ἀκολουθοῦν,
οἱ Γιώργηδες. ὅλοι ἁλυσοδεμένοι
μὲ αἵματα, μὲ τραύματα, μὲ χαίνουσες πληγὲς
μὲ ἕλκη νὰ κατατρῶν τὰ εὐσταλῆ τους σώματα
ἡττημένοι, τ᾽ἄλογά τους βορὰ τοῦ δράκου,
τὰ ξίφη τους σπασμένα, οἱ πανοπλίες διαλυμένες,
καὶ ἡ ξηρασία νὰ ἁπλώνεται στὴ χώρα.

Οἱ μητέρες τοὺς ἀποθέτουν στὰ πόδια μου
ἄλαλους, γυμνούς καὶ αἱμάσσοντες
καὶ βακχευμένες ὠρύονται
καλύτερα νὰ μὴ σὲ εἶχα γεννήσει
νὰ ξέσκιζες μὲ τὰ νύχια σου τὴ μήτρα μου
κι οἱ δυὸ νὰ σκοτωνόμασταν ὅσο ἦταν καιρός,
παρὰ ἐτούτη ἡ μαύρη μοίρα.

Φιλῆστε με ὅλοι
οἱ πτοημένοι.

Δὲν εἶμαι
ὀμίχλη, καπνός, σκόνη πιά,

ἔγινα σῶμα ἀνθρώπινο –
στεγνὸ σῶμα

ἀλλὰ ἀνθρώπινο, μὲ ἐπιθυμίες
καὶ αἰσθήσεις.

Γιώργηδες ὄχι ἅγιοι, Γιώργηδες
τῆς κολάσεως.

Πράγματι, ὁ τρόμος εἶναι τὸ νόημα τῆς νύχτας, καλὰ τὰ λέει ἡ Κάρσον (ἢ ὁ Κάτουλλος ἴσως, ποτὲ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι βέβαιος μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ποιητικὸ ὀρυμαγδό, καὶ ποτὲ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος οὕτως ἢ ἄλλως, ἐνδέχεται μάλιστα αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ ὀρυμαγδοῦ). Γενικευμένος ξεκινάει, μὲ ἀσαφές, ἀπροσδιόριστο ἀντικείμενο. Τὸν διώχνεις, νομίζεις. Ἀνακαλεῖς μιὰν εὐχάριστη στιγμὴ τῆς ἡμέρας, ἢ κάποιας ἄλλης ἡμέρας ἐν ἐλλείψει, τὴν ξαναπαίζεις στὸ μυαλό σου καὶ ἤδη αἰσθάνεσαι σωτήριο ὕπνο νὰ σὲ κυριεύει μὲ ὄνειρα ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ τῆς πρόσφατης χαρᾶς. Τότε τινάζεσαι. Τὸ προκαταρκτικὸ νεφέλωμα τοῦ ὀνείρου διαλύεται. Ἔρχεται ἕνας νέος τρόμος καὶ σὲ παραλύει. Μὲ συγκεκριμένα, ἁπτὰ ἀντικείμενα. Ὁ ὑλικὸς κόσμος εἶναι ἁπτός, σκέφτεσαι, ἄρα ὁ τρόμος σου δὲν ἔχει τίποτε τὸ ἀπόκοσμο, τίποτε τὸ μεταφυσικό. Ἱδρώνεις. Πιάνεις τὸ κεφάλι σου καὶ μὲ τὰ δυό σου χέρια. Τὸ σφίγγεις. Θέλεις ἡ ἁπτὴ αὐτὴ πίεση νὰ ἐξορύξει τὸν τρόμο, νὰ πέσει σὰν μαρμάρινο μέλος στὸ πάτωμα, νὰ τὸν πιάσεις, νὰ τὸν πετάξεις στὴ λεκάνη τῆς τουαλέτας, νὰ τραβήξεις τὸ καζανάκι, νὰ ἐξαφανισθεῖ. Ἀλλὰ ὁ τρόμος εἶναι τὸ νόημα τῆς νύχτας. Δὲν ἐξορύσσεται.

`

`

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

George Le Nonce γεννήθηκε τὸ 1967 στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ζεῖ. Σπούδασε φιλοσοφία, ἀγγλικὴ λογοτεχνία καὶ γλωσσολογία. Ἡ ποιητική συλλογή του «Ὁ Ἐμονίδης» κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «μικρὴ ἄρκτος».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles