Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Χρήστος Τουμανίδης, Πέντε ποιήματα για τον κερδισμένο χρόνο (επιμ.: Γιώργος Κ. Μύαρης)

$
0
0

`

«Only through time time is conquered»

T. S. Eliot, Τέσσερα Κουαρτέτα (Burnt Norton II)

«Μόνο μέσω του χρόνου κερδίζεται ο χρόνος».

`

1. Σκέψεις ενός ονειροπόλου οδηγού

«Ο, τι είναι να σωθεί∙ σώθηκε σώζοντάς μας», λες.

Και φεύγοντας, θαρρείς πως επιστρέφεις,

σε άλλες εποχές,

απ’ το στενό δρομάκι που έστριψες,

κορνάροντας

τον θάνατο.

Τον άλλο εαυτό σου.

Ενώ, πάνω στο τζάμι ξεψυχούν τα λόγια της βροχής.

(Ο, τι ήταν να σωθεί, διασώθηκε μες στην διαρκή ροή).

`

2. Για μια στιγμή μονάχα

Τα ωραία πράγματα, τα τρομερά

γεννιούνται κάποτε εν ώρα εργασίας.

Εκεί, μες στη βουή των δρόμων, στον συνωστισμό,

την ώρα που τρέχεις να προφτάσεις:

την Τράπεζα, το λεωφορείο, τον Αχέροντα.

Εκεί, που ο δρόμος

ξάφνου

γίνεται γκρεμός.

Για μια στιγμή μονάχα.

Αν είσαι έτοιμος και ικανός∙ θα διασώσεις κάτι.

Θα διασωθείς σε μια γραμμή, σε μία λέξη.

Σ’ εκείνη την ελάχιστη σιωπή,

με την πολλή λαχτάρα.

(Έτσι μονάχα θα διαβείς, αλώβητος, την καθημερινότητα σου).

`

3. Στην Ιερά Οδό των λογισμών

Χαράματα, σ’ ένα φανάρι κόκκινο, κάτω από τη βροχή,

ξύπνησε ξάφνου μέσα μου το χθες.

Το ανυποψίαστο παιδί της Λιθαριάς που υπήρξα.

Ο έφηβος της Νάουσας ή …των Αντικυθήρων.

Γιγαντοαφίσες που φωνάζουνε για νύχτες μαγικές,

έρχονται και με κλείνουνε από παντού.

Δάφνες και πικροδάφνες, προσφυγικοί καημοί.

Ενώ, κάτι πολύχρωμες σκιές κολλούν πάνω στα τζάμια:

«Πάρε…πάρε» μου λεν, επίμονα, στη γλώσσα της σιωπής.

Αμφίβολες πραμάτειες της Ανατολής. Βεβαιωμένες αγωνίες.

Να πάρω; Να μην πάρω;

Όλα εκείνα που είχα κάποτε προσπεράσει∙ με προσπέρασαν.

Θολά νερά, παλιά νερά που σμίγουν με καινούρια.

-Θα υπάρξει τάχα γυρισμός; Θα γίνει καλοκαίρι;-

Άναψε όμως πράσινο. Πράσινη κι η βροχή.

Πατάω γκάζι, χάνομαι, στην τέταρτη διάσταση του ονείρου!

(Μυστήρια ελευσίνια, κι αυτά, που λέγαμε πως∙ «θα έρθουν».)

`

4. Συμπέρασμα ή άλλοθι

Έτσι όπως έπεφτε το φως, οι ίσκιοι δεν υπήρχαν.

Φυσούσε, ναι, και το παράθυρο το άφησ’ ανοιχτό.

Αμέλεια τάχα;

Ή μήπως για το ενδεχόμενο που προσδοκούσα να έρθει;

(Ξέρω, οι «σοφοί» ψυχίατροι κρατούν τις απαντήσεις.)

Το πρόσωπό μου το έχασα μες σε θολούς καθρέφτες.

Ρυτίδες, ρήγματα, ρωγμές γύρω απ’ τα μάτια.

Οι μέρες και οι νύχτας άσπρισαν.

Κάτασπρη έγινα κι εγώ, απ’ έξω κι από μέσα.

Ολάκερη ένα χιονισμένο παρελθόν!

Και ο Πρίγκιπας μου ακόμη να φανεί, αν θα φανεί ποτέ του!

(Τι λες κι εσύ αηδόνι μου τρελό, τρελό ξετρελαμένο, τι;)

`

5. Στη μαργαρίτα πάλι

Πάνω σε μία μαργαρίτα σκύβοντας, ένα πρωί

διάβασα τα μελλούμενα και είδα τους χαλασμούς.

Ήτανε Κυριακή, στη Λιθαριά.

Καμπάνες δεν χτυπούσαν, και οι άνθρωποι

ντυμένοι τα καλά τους,

ανηφορίζανε φαράγγια και βουνά,

πήγαιναν στα ξωκλήσια της Αγάπης, λέει.

Στο Πάικον. Στο Βέρμιο. Στον Άθω..

Εκεί τους οδηγούσε ο φόβος και η καρδιά τους.

-Υπάρχει άραγε θεός;

-Υπάρχει και δεν υπάρχει!

-Και τι θεός, τι πίστη, τι τραγούδι;

Λίγο πριν απ’ το λιόγερμα,

στην μαργαρίτα πάλι επέστρεψα, να βρω τις απαντήσεις.

Να μελετήσω απ’ την αρχή, την ιστορία του κόσμου.

`

Αθήνα, Χριστούγεννα, 2013


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles