Ένα traverso στους καιρούς με τον Τσε και τον Καββαδία.
Σχόλιο στο περιθώριο του ποιήματος «Guevara».
Η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην Ελευθερία και τη διαλεκτική «αφέντη-δούλου» στα πρόσφατα χρόνια διασταυρώνεται με τη σημαίνουσα μα και αινιγματική προσωπικότητα του Ερνέστο Τσε Γουεβάρα. Η γόνιμη αυτή συνάφεια, όπως είναι φυσικό, επηρέασε και επηρεάζει πολλές μορφές της Τέχνης. Πολλά είναι τα δημιουργήματα ανά την υφήλιο από τη συνάντηση ειδικότερα της λογοτεχνίας με την προβληματική της Επανάστασης μέσα από το πρόσωπο και το βίο του επαναστάτη μαρξιστή ηγέτη. Στην πραγματικότητα μια (υπό διαμόρφωση) έρευνα για τον εντοπισμό δεδομένων γύρω από τις απηχήσεις της δράσης και της δολοφονίας του Γκεβάρα σε ελληνικά λογοτεχνικά έργα συναντά αναπόφευκτα τον Νίκο Καββαδία και το ποίημα «Guevara», καθώς αυτό ξεχωρίζει ποιοτικά ανάμεσα σε πολλές δημιουργίες που γράφτηκαν με αφορμή τον θάνατο του Τσε ή μετά απ’ αυτόν .
Ο Νίκος Καββαδίας έδωσε ένα ξεχωριστό ποιητικό και πεζογραφικό έργο, προβάλλοντας μια ιδιαίτερη λυρική γραφή. Αρκετές αναφορές και νύξεις στο έργο του αγγίζουν θέματα κοινωνικά και πολιτικά. Υπάρχουν όμως ορισμένα ποιήματά του που, επειδή ακουμπούν σε εμπνεύσεις και θέματα δεμένα με σημαντικά γεγονότα, μπορούν υπό μία έννοια να ενταχθούν στη «λογοτεχνία της αντίστασης».
Συνοπτικά θυμίζω απλώς τους τίτλους και ορισμένα στοιχεία για την ταυτότητα των ποιημάτων αυτών, που δένουν φυσικά με γενικότερα αλλά και με προσωπικά βιώματα και πράξεις του ίδιου του ποιητή, όπως η στράτευση και συμμετοχή του στον πόλεμο κατά της φασιστικής ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, η ένταξή του στις γραμμές του ΚΚΕ μετά την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων το 1941 στην Αθήνα και στο ΕΑΜ Λογοτεχνών (μάλιστα ως επικεφαλής στο 1945, μέχρι το μπάρκο του με το πλοίο «Κορίνθια», 6.10.1945), η στήριξη στους αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία στη δεκαετία του ‘60 και κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα η βοήθεια από τη μεριά του ως συνδέσμου αντιστασιακών οργανώσεων, η μεταπολιτευτική συμπόρευση του σε ορισμένα θέματα με την ανανεωτική κομμουνιστική Αριστερά και η ενεργοποίηση στη Δημοκρατική Αντιμοναρχική Κίνηση όπου υπογράφει την αντιβασιλική διακήρυξη διανοουμένων παραμονές του κρίσιμου πολιτειακού δημοψηφίσματος στην Ελλάδα (δημοσίευση στην εφημ. «Αυγή» 3.12.1974). Πρόκειται για τα ποιήματα: «Αθήνα 1943» (το δημοσίευσε ψευδώνυμα ως Α. Ταπεινός στο παράνομο περιοδικό Πρωτοπόροι, Δεκέμβριο του 1943), «Στον τάφο του Επονίτη» (το δημοσίευσε 15 Ιουνίου 1945 στο περιοδικό της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά, χρόνος 3ος, αρ.φ. 51 –όπου το εντόπισε στα πρόσφατα χρόνια ο Γιώργος Ζεβελάκης), «Federico Garcia Lorca» (αφιερωμένο στον εκδότη Θανάση Καραβία, δημοσιεύτηκε στις 19.5. 1945 ως πρώτη συνεργασία του Ν. Καββαδία με το λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς Ελεύθερα Γράμματα, αρ.φ. 3, και στη συνέχεια περιλήφθηκε στη συλλογή «Πούσι», 1947) , «Αντίσταση» (αφιερωμένο στη Μέλπω Αξιώτη, δημοσιεύτηκε στα Ελεύθερα Γράμματα στις 10.8.1945, αρ.φ. 14), «Σπουδαστές» (δημοσιεύτηκε μαζί με εκτενή συνέντευξη στο τελευταίο φύλλο της αριστερής φοιτητικής εφημερίδας Πανσπουδαστική, αρ.φ. 53, 24.3.1967, παραμονές του φασιστικού πραξικοπήματος και είναι αφιερωμένο στους φοιτητές Μάκη Ρηγάτο και Γιάννη Καούνη, μέλη τότε της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη). Τον άτυπο αυτό κύκλο «πολιτικών» ποιημάτων του Ν. Καββαδία κλείνει το ποίημα «Guevara, δέκα στροφές με 13σύλλαβο ίαμβο και σταυρωτή ομοιοκαταληξία:
Guevara
Στο Θανάση Καραβία
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού : « Καμάρι μου, κοιμήσου ».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ’ είδες και πού σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος τό ‘λεγε, ποιος τό ‘λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ’ τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι.)
απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Εμφανώς η έμπνευση συνδέεται με την σκληρή κατάληξη του αντάρτικου αγώνα στη Βολιβία και τη δολοφονία του Τσε στις 7.10.1967∙ η γραφή πήρε τη δική της πορεία, σύμφωνα με εκμυστήρευση του Καββαδία στον Μάκη Ρηγάτο (επανέλαβε ο ίδιος σε πρόσφατη επικοινωνία μας) στο λιμάνι της Πάτρας το 1968 πως «σχεδιάζει ένα συνθετικό ποίημα εμπνευσμένο από τον θάνατο του Γκεβάρα»∙ η ολοκλήρωση έγινε στην Έφεσο το 1972, όπως επισημαίνει και ο Φίλιππος Φιλίππου (σε διπλανές σελίδες του αφιερώματος). Το ποίημα στην πρώτη δημοσίευση φέρει τη σημείωση «Έφεσος 1 Απρίλη 1972», σύμφωνα με το αφιερωμένο στον Γιώργο Ζεβελάκη χειρόγραφο∙ δόθηκε για δημοσίευση στο περιοδικό Θούριος της Ελληνικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης Νέων «Ρήγας Φεραίος», της νεολαίας του Κ.Κ.Ε. εσωτερικού ( αρ. 10, 10.1.1975). Άλλο χειρόγραφο αντίγραφο του ποιήματος έστειλε ο ποιητής από την Αμμόχωστο, όπου είχε πιάσει λιμάνι το πλοίο «Απολλωνία», στον ναυτικό και λογοτέχνη Ρήγα Καππάτο και είχε την ένδειξη «Famagusta 16.10.72»∙ σε μια απροσδόκητη απόπειρα σύνδεσης με το αγωνιστικό παρελθόν της Κύπρου και την πανελλήνια δημοτική και λόγια παράδοση τροποποιεί στη δεύτερη στροφή και γράφει: «Φυλάει το Αλώνι ο Διγενής και ο Garcia την Κορίδα». Αυτή την χειρόγραφη εκδοχή του ποιήματος δίνει στη δημοσιότητα ο Ρ. Καππάτος στην εφημερίδα Πρωινή [Αθήνα] στο φύλλο 19-20. 2. 1983 (όπου και η λέξη «φίλος» τίθεται σε εισαγωγικά). Σε άλλη «καταγραφή του Τάσου Κόρφη από ανάμνηση του Θ. Καραβία» συνδέθηκε το περιεχόμενο με την σύγχρονη περιπέτεια του ελληνισμού: «Ήταν ο «Γκουεβάρα» που μέσα του έκρυβε όλη την πίκρα του για το βασανισμένο μας λαό», μέσα στη σκοτεινιά της δικτατορίας. Προπάντων είναι σημαντική η διαπίστωση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου για την στενή σχέση του ποιήματος αυτού με το ποίημα για τον Λόρκα: «δεν αποτελούν δυο διαφορετικά στίγματα πάνω στην ευθεία μιας πορείας αλλά ένα και μοναδικό στίγμα που σημειώνει τη θέση του κυματοθραύστη των εξόδων του Καββαδία από τον «θαλασσινό μύθο» προς την πολιτική συνείδηση» Αξιοποιώντας το σχήμα γράφει το 1997 στη Νέα Εποχή η Γεωργία Βασιλείου και ενθουσιωδώς επιχειρεί να αναλύσει την «επαναστατικότητα» (τα εισαγωγικά δικά της) του ποιήματος αυτού και του συνολικού έργου του ποιητή.
Αλλά τα πιο σημαντικά και διαφωτιστικά στοιχεία καταθέτει ο Φ. Φιλίπου το 1996, αποδίδοντας σε γενικές γραμμές και με τεκμηρίωση τα σχετικά με το ποίημα, όπως και λεπτομέρειες για το πολιτικό κλίμα ή και για τις αντιπαραθέσεις στους κόλπους της διεθνούς και ελληνικής Αριστεράς (ρήξη ανάμεσα στους κομμουνιστές της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας, διαφοροποίηση Τσε από τη φιντελική γραμμή και αναχώρηση από την Κούβα για τη συνέχιση του ανταρτοπολέμου/ focismo στη Λατινική Αμερική) που αντανακλώνται και στο περιεχόμενο του ποιήματος «Guevara» και στους σύστοιχους προβληματισμούς του Καββαδία. Προστίθενται πιο κάτω μόνο ελάχιστα στοιχεία από το πολιτικό και πνευματικό κλίμα, χωρίς κατ’ ανάγκη να απαντούν στο πρόβλημα των πηγών, από τις οποίες –χωρίς να παραγνωρίζεται ο πρωταρχικός ρόλος του ημερήσιου τύπου της εποχής- αντλεί ο Καββαδίας πληροφορίες για να οργανώσει αφηγηματικά το υλικό του. Στη σχετική με τον Τσε ελληνική φιλολογία ιδιαίτερη παρουσία είχε πριν από το θάνατό του το περιοδικό Λαϊκός Λόγος που εξέδιδαν στην Αθήνα οι λογοτέχνες και αγωνιστές Βασίλης Ρώτας και Βούλα Δαμιανάκου. Στο φ. 7-8 (Φλεβάρης-Μάρτης 1966, 34-35) δημοσιεύει «Ένα γράμμα απ’ την Κύπρο. Οι κουβανοί νέοι και το γράμμα του Τσε». Πρόκειται για πολιτικό κείμενο της Μαρίνας Ρώτα με αφορμή την εμπειρία της απ’ το Παγκόσμιο Συνέδριο της Π.Ο.Δ.Ν. (Παγκόσμια Οργάνωση Δημοκρατικής Νεολαίας). Ίσως πρόκειται για την πρώτη στην ελληνική γλώσσα δημοσίευση της επιστολής του Τσε προς τον Φιντέλ Κάστρο με υπαινικτική πλην σαφή κριτική τοποθέτηση για τις επικρατούσες τότε τάσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Σημειώνω ότι στο ίδιο περιοδικό (αρ.φ. 17-18, Δεκέμβρης-Γενάρης 1967) δημοσιεύεται το (κακότεχνο) ποίημα του Κώστα Κοβάνη «Ερνέστο Γκουεβάρα».
Σε συσχετισμό με το περιεχόμενο του ποιήματος του Καββαδία μπορεί να διαβαστεί η εκτενής δημιουργία «Ερνέστο Γκουεβάρα» (ποιητική σύνθεση πολλών εκατοντάδων στίχων), που εκδόθηκε το 1966 από τον (άγνωστο;) Γιώργο Ζαρογκίκα (η δεύτερη συλλογή αυτού). Συνιστά αναμφισβήτητα τον παιάνα των γκεβαριστών ελλήνων με μοτίβα και τεχνική που έχει μιμηθεί σε πολλά κάποιες πλευρές της ποίησης του Γ. Ρίτσου, του Μ. Κατσαρού και του Τ. Λειβαδίτη και συνόδευσε αυτά που ο Στρατής Τσίρκας απέδωσε ως «Χαμένη Άνοιξη» στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ακόμη, στη φάση της δήθεν «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας 1970-71: Η Τατιάνα Γκρίτση-Milliex ζώντας στην Κύπρο αντέγραφε από τις εφημερίδες και σημείωνε στο ημερολόγιό της για την απαγόρευση της ταινίας «Φράουλες και αίμα» γύρω στις 30.11.1970 εξαιτίας των χειροκροτημάτων και συνθημάτων στη θέα φωτογραφιών των Ρ. Κέννεντυ, Τσε, Μάο Τσε Τουνγκ . Τότε δημοσιεύτηκαν κάποια άρθρα στον τύπο σχετικά με τον Τσε. Επίσης, στην Αθήνα κυκλοφόρησαν ορισμένα βιβλία του ίδιου από τις εκδόσεις Καρανάσης στα 1971-72 (Πολιτικά κείμενα, Ο Ανταρτοπόλεμος κ.ά.), όπως και η συστηματική μονογραφία του Michael Lowy Ο Τσε Γκεβάρα και ο μαρξισμός (Καρανάσης 1973).
Νωρίτερα (1972) το έργο του Τσε Σοσιαλισμός και άνθρωπος εκδόθηκε απ’ το εκδοτικό Gutenberg σε μετάφραση Γιάννη Παπαγιαννέα και επιμέλεια του δημοσιογράφου Κώστα Χατζηαργύρη∙ η έκδοση περιείχε μέρος ενός εμβριθούς δοκιμίου του John Berger (γεν. 1926, Λονδίνο). Το δοκίμιο του άγγλου μαρξιστή συγγραφέα και κριτικού τέχνης J. Berger δημοσιεύτηκε ολόκληρο σ’ ένα περιοδικό που μας φέρνει κοντά σε περιβάλλοντα στα οποία κινήθηκε ο Νίκος Καββαδίας: στο αντιστασιακό περιοδικό η Συνέχεια που εξέδωσαν οι Α. Κοτζιάς, Δ.Ν. Μαρωνίτης, Α. Αργυρίου, Π. Ζάννας, συμπτωματικά κοντά στα γεγονότα της αντιδικτατορικής εξέγερσης στη Νομική και μέχρι τις παραμονές των γεγονότων του Πολυτεχνείου, από τον Μάρτιο και μέχρι τον Οκτώβριο του 1973. Η Συνέχεια, μηνιαία έκδοση λογοτεχνίας, κριτικής, πνευματικού-θεωρητικού προβληματισμού, βάλθηκε τρόπον τινα να δώσει με «συνέχεια» και «με μηνιαία πλέον παρουσία την αντιδικτατορική κίνηση στο χώρο της πνευματικής ζωής που εξέφραζαν οι κατά αραιά χρονικά διαστήματα εκδόσεις Δεκαοκτώ κείμενα (1970), Κείμενα (χειμώνας 1971), Κείμενα 2 (φθινόπωρο 1971)» . Το περιοδικό περιέλαβε στο δεύτερο (Απρίλιος 1973) τεύχος του (εκτός από την ανακοίνωση της σύλληψης από τη χούντα του Δημήτρη Μαρωνίτη, μέλους της σύνταξης) το πλήρες κείμενο του δοκιμίου «“Τσε” Γκεβάρα» (σελ. 59-64) σε ρέουσα μετάφραση από τα αγγλικά του Αλέξανδρου Κοτζιά.
Το δοκίμιο του Berger, στοχαστή που κινήθηκε στο ρεύμα του «μαρξιστικού ανθρωπισμού», δημοσιεύτηκε στην αγγλική έκδοση Selected Essays and Articles (1972) και μπορεί να συνυπολογιστεί στις έμμεσες πηγές επίδρασης στη σκέψη και έμπνευση του Καββαδία μόνο στην περίπτωση που ο ποιητής είχε στη διάθεσή του την αγγλική έκδοση ή το πρώτο μέρος στην ελληνική έκδοση του 1972 που προαναφέρθηκε. Όπως και να’ χει, το κείμενο αφορμάται από τη γνωστή φωτογραφία του δολοφονημένου Τσε στο Βαγιαγκράντε, για να οργανώσει μια περίτεχνη ανάλυση της ιδεολογικής και αισθητικής νοηματοδότησης αυτού του θανάτου με αναγωγές στους πίνακες των Ρέμπραντ («Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τουλπ») και Μαντένια («Ο Ιησούς νεκρός»). Η από τον Berger προσέγγιση της ζωής ως αδύναμης συνθήκης για τους καταφρονεμένους και του θανάτου ως φιλοσοφικού και όχι σωματικού μόνο γεγονότος δεν αντιβαίνει στην προβληματική του Καββαδία: Ο ρωμέικα και λαϊκά γειωμένος τρόπος κατανόησης του θανάτου (βλ. αναφορά στις Μανιάτισσες που μοιρολογούν και στον Σφακιανό, με ερωτηματικό: άραγε στον αξιωματούχο του αντάρτικου Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην Πελοπόννησο;), η εξ αυτού εικονοποιεία και η αναφορά στο κόψιμο των δακτύλων φέρνουν το περιεχόμενο του ποιήματος του Καββαδία κοντά σ’ αυτό του δοκιμίου του Berger. Αναλογίες διακρίνονται στις μορφές και στα θέματα της ενότητας χαρακτικών και ξυλογραφιών του Α. Τάσσου «Μνήμη Τσε Γκεβάρα» (1968). Η θωριά του αγαπημένου νεκρού από τη γνωστή ραδιοφωτογραφία και η κατακρεούργηση του λειψάνου συγκινεί τον ποιητή τόσο, ώστε ως «γέροντας ναύτης» να μετέχει στον «μύθο» του ποιήματος ο ίδιος, πράγμα σπάνιο στην ποίηση του Καββαδία.
Το ποίημα είτε με τις επανεκδόσεις της συλλογής «Τραβέρσο» είτε με τις πολλές –συνήθως τμηματικές και επετειακές- αναδημοσιεύσεις στον τύπο τράβηξε το δρόμο του. Αξίζει λόγω της ιδιαιτερότητας να γραφτεί ότι αναδημοσιεύτηκε στο ικανοποιητικό «Αφιέρωμα στο Νίκο Καββαδία» του περιοδικού Καινούρια Εποχή, αρ. 23-25, ( Άνοιξη-Φθινόπωρο 1982), μαζί με άλλες έντεκα ποιητικές δημιουργίες του. Ενδεικτική της πορείας του είναι η συμπερίληψή του από την πανεπιστημιακό Gail Holst-Warhaft στη προσεκτική δίγλωσση (στην αγγλική και ελληνική γλώσσα) ανθολόγηση The Collected Poems of Nikos Kavadias .
Η ποιητική και πεζογραφική αποτύπωση της εσωτερίκευσης προσωπικών και κοινωνικών εμπειριών και ενθυμήσεων μέσα και από τον αγώνα και την αγωνία του Τσε είναι συνεχής έκτοτε στους έλληνες συγγραφείς.
Σε μια πρώτη, μη εξαντλητική, καταγραφή δίνονται εδώ ορισμένα στοιχεία για αυτοτελείς δημιουργίες των οποίων το περιεχόμενο αναφέρεται κυριολεκτικά ή μεταφορικά στον Τσε :
Διονύσης Σαββόπουλος, «Ωδή στο Γεώργιο Καραϊσκάκη» (στο LP Το περιβόλι του τρελού, Lyra, 1969 και βιβλίο στις εκδόσεις Ιθάκη 1984∙ επίσης, στο βιβλίο Η σούμα, εκδόσεις Ιανός 2003). Μιχάλης Πασιαρδής «Ωδή στον Ερνέστο Γκουεβάρα» (Κύπρος [=Λευκωσία] 1970). Νίκος Καρούζος «NADA» και «Απ’ τις αγγελικές μου σημειώσεις» (Αθήνα 1971). Δημήτρης Δούκαρης «Ο Γκουεβάρα» (1971). Ήβη Μελεάγρου «Συνομιλίες με τον Che» (νουβέλα, Λευκωσία 1971, Αθήνα 1997). Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος «Επίλογος σε μια ξένη ιστορία. E.C.G» (1972) και «Τσε» (1993). Νίκος Παππάς «Τσε Γκουεβάρα» (1974). Αριστοτέλης Νικολαΐδης «Τσε» (1977). Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος «Η τύχη του Τσε» (1991). Θάνος Ασίκης «Μνήμη Τσε Γκουεβάρα» (ποιητική συλλογή, εκδ. Ίδμων, 1998). Τίτος Πατρίκιος «Η αντίσταση των γεγονότων» (2000). Παρασκευάς Καρασούλος «Ο Τσε στην Νέα Υόρκη (Δον Κιχώτες)» (μελοποίηση Θοδωρή Οικονόμου 2001). Δημήτρης Ι. Ιατρόπουλος, «Ο Τσε» (2002). Μίμης Ανδρουλάκης «Τάνγκο του Τσε. Από την Τάνια στην Τίνα» (αφήγημα για την παγκοσμιοποίηση στον 21ο αιώνα, 2002). Πέτρος Μάρκαρης, «Ο Τσε αυτοκτόνησε» (μυθιστόρημα, 2003). Μιχάλης Ζαφείρης «Ερνέστο Τσε Γκεβάρα» (Λευκωσία 2003). Ανδρέας Πολυκάρπου «Τσε Γκεβάρα» (Λευκωσία 2006). Λεύκιος Ζαφειρίου «Τρίκωμο, 9 Οκτωβρίου 1967» (2007). Γιωργής Σαρακηνός «ΚΑΤΩΑΠΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΤΟΥ1997/ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΝΕΑΚΑΙΚΟΚΚΑΛΑ/ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΒΑΓΙΕΓΚΡΑΝΤΕ» (2009). Κι ενδιάμεσα οι αναφορές σε αμέτρητα ποιήματα και πεζά: Ιωάννης Λεοντακιανάκος (στη συλλογή «Τόξα και μίμηση βίων». 1973) , Λευτέρης Πούλιος («Τραγούδι για τη Ματίνα», 1973). Δημήτρης Χατζής (μυθστόρημα «Το διπλό βιβλίο», 1977). Γιάννης Ρίτσος (1978, 1979). Πρόδρομος Μάρκογλου (συλλογή «Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν», 1993). Σταύρος Ζαφειρίου (συλλογή «Τα κατοικίδια», 1997). Χριστίνα Ντουνιά (πεζό «Βρέχει σ’ αυτό το όνειρο», 1998). Θανάσης Κωσταβάρας («Η ιθαγένεια της ποίησης και οι τυχόν μεταδημοτεύσεις της», 2003). Ανδρέας Μακρίδης («Βυθισμένες θάλασσες», 2005) και τόσοι άλλοι γενναίοι.
Συμβαίνει συχνά, όταν ο ερευνητής προσπεράσει τις λογοτεχνικές μνήμες και τις συγκρίσεις που απορρέουν από αυτές, και πλησιάσει στη δύσβατη περιοχή της αποτίμησης πολιτικών κατευθύνσεων, ιδεολογικών κατασκευών, ηθικών προταγμάτων, να αντιλαμβάνεται τη δύναμη που έχει για την απελευθέρωση της ανθρώπινης σκέψης ως παράδειγμα και όχι ως δεσμευτικό πρότυπο ο αγώνας (και η θυσία) του Τσε. Η ελεύθερη ατομικότητα του πρώιμου Μάρξ των Χειρογράφων εμβολιάζει την εναρμόνιση θεωρίας και πράξης στον Τσε . Είναι για τούτο που η ανεπανάληπτη προσωπικότητα Τσε δεν μπορεί να αντικρίζεται αποσπασματικά, χωρίς τις πτυχές μαρξιστής και κομμουνιστής άνθρωπος και πολίτης, αλλά ως ολότητα και ανθρώπινη ακεραιότητα - κάτι που ο Καββαδίας φαίνεται να το έχει αντιληφθεί και επιτυχώς αποδώσει αισθητικά από νωρίς. Η λογοτεχνική πορεία του προσώπου Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα, όπως συμβαίνει και στην ποιητική συλλογή «Τραβέρσο» του Νίκου Καββαδία, συνεχίζεται μέσα στη μεγάλη θαλασσοταραχή του 21ου αιώνα κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου της παγκοσμιοκρατίας και της πλανητικής υπαρξιακής αγωνίας.