Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Χάρης Ψαρράς, «Τα όντως όντα», εκδ. Κέδρος, 2012

$
0
0

 

Κακοκαιρία την ημέρα της Κρίσεως

Μια κι έξω θα σβηστούν οι φωταψίες
την ώρα που η ψυχή θα αντανακλάται
σ’ ένα μπουμπουνητό βραχύ, μα οξυμμένο
σαν το αδέκαστο κριτήριο
των ανύπαρκτων και γι’ αυτό μισημένων θεών.
Σε τέτοιες ώρες σπαραγμού,
τώρα που διεκδικεί η ματαιότης την πρωτιά
το νήμα κόβοντας του χρόνου με ευκολία,
μοιάζει των εκλιπόντων η ψυχή
κουφέτο ασημοκέντητο στης νύχτας την παλάμη.
Και η Δευτέρα Παρουσία
μια τσαγκαροδευτέρα όπου ο καθείς
τις οφειλές του τις αμύθητες
με πίκρα αυγατίζει, προτού
τον πασπαλίσει η γαλήνη με θνητότητα.
Κι ως γύρω από τα οστά τα σαραβαλιασμένα
της ανέλπιστης μαίνεται καταιγίδας ο ζήλος,
από την τελευταία κατοικία τους σηκώνονται οι νεκροί.
Αναρωτιούνται
αν το μπουμπουνητό του τρίτου στίχου ήτανε
απόδειξη για τη στερνή μετά θάνατον Κρίση
ή ένα καπρίτσιο του ποιητή, καθώς ανταγωνίζεται
του κεραυνού και της βροντής τους κραταιούς θορύβους
με τη δεινότητα της γλώσσας του που αρκείται
στου είναι της τη μεταφορική χρήση.

 

 

****

Χιόνι και νερό

Στον αυχένα της νύχτας σκαλώνουν
νιφάδες έκθαμβες, λευκές,
απ’ το καλέμι ενός
αγνώστου γλύπτη σμιλεμένες.

Αν δοκιμάσεις να τις κλείσεις
στα χέρια σου, θα λιώσουνε μεμιάς.
Στη θέση τους αστράφτει μια σταγόνα
φρέσκου νερού, αυτή
δεν είναι παρά η σκόνη
που απόμεινε απ’ τη χειραψία σου
με τον άγνωστο γλύπτη,

μ’ Εκείνον που μειδίασε και σφράγισε γερά
την τέχνη Tου ολόκληρη σ’ ένα έργο
έτοιμο ν’ αφανισθεί,
μόλις θνητός το αγγίξει.

 

****

Μεταμεσονύκτιο

Σήμανε μία και μισή.
Το σκοτάδι στο πλευρό μας προσαράσσει.
Τα απορριμματοφόρα είναι καθ΄ οδόν

Ύπνος μας τυλίγει, τούλι της ψυχής.
Μέσα στις αρτηρίες το αίμα εκχωρεί
τη θέση του στων ονείρων τη σκόνη.
Στάζουμε από άκρη σε άκρη. Ψηλαφούμε
το στήθος μίας έμμονης ιδέας,
τους δείκτες χαλασμένου ρολογιού.

Σήμανε δύο ακριβώς.
Ο χρόνος νοείται διά ζώσης.
Μόνο οι νεκροί τον ξοδεύουν εν πνεύματι.

Λέγεται από παλιά
ότι άστεγοι που διάγουν τις βραδιές
στον δρόμο, σπέρνουν εξαρτήματα
αυτοκινήτων αποσυρμένων, παλιών,
βρίσκουν στο διάβα τους κλειδιά,
πόρτες που βγάζουνε σε μαρμαρένια αλώνια.

Σήμανε δύο και μισή.
Πλους, απόπλους, κατάπλευση.
Ο αυχένας σου αστράφτει, τσίγκος υπό βροχή.

Παίρνω τον λόγο. Ξαγρυπνώ.
Έχω τη γεύση του φιλιού σου υπό μάλης.
Η νύχτα μού επιτρέπει να εξαντλώ
τις δυνάμεις μου αθλούμενος
σε κλίνες χιονοσκεπείς,
αλεσμένες από τη μυλόπετρα της αγάπης.

 

****

Η τέχνη του σιγάν

Κι όταν μας ξέχασε ο Θεός, απ’ την αρχή πασχίσαμε
να τον νοήσουμε ξανά. Μια προδομένη αλήθεια
είναι η φωνή Tου, δεν ακούγεται στη γη.

Από τη στάχτη τους ξεθάψαμε τα δέντρα,
τα ξαναστήσαμε σε αλσύλλια τεφρά
και λογαριάσαμε πως ήμασταν αηδόνια.

Και πάνω στ’ άπραγα κλαδιά κατοίκησε ησυχία,
γιατί και το άσμα μας δεν βρήκε αποδέκτη
κι οι έγνοιες περικυκλώσανε την άνευρη ζωή.

Με χέρια αμήχανα γκρεμίσαμε τα δέντρα,
το φύλλωμά τους παραδώσαμε στη γη
και ξαναγίναμε θνητοί, όπως αρμόζει.

 

 

****

Τα όντως όντα

Ο Πλάτων είναι χωρισμένος πενηντάρης.
Μαίνεται κατά μόνας, κι όπως ομολογεί,
στις ξανθές έχει μάλλον προτίμηση,
κυρίως σ’ εκείνες με τα μπακιρένια δάχτυλα
που σχίζουνε το δίχτυ του καημού του
σαν βιολιών δοξάρια εξεγερμένα.

Θα μας κατατροπώσει το σκοτάδι
κι άντε τότε να γυρεύεις τα ρέστα
απ’ τον πατέρα σου που ήθελε να σε βγάλουν
Πλάτωνα κάποιο απόγευμα στην Καλαμάτα.
(Ο πατήρ του πατρός σου Πλάτων κι αυτός,
του Βαλκανικού μετώπου παλαίμαχος).

Το σκοτάδι μάς παίζει κι εντός έδρας μονότερμα
κι εμείς αρκούμαστε να εισπνέουμε εις μάτην
αύρες παραμυθητικές.
Αύρα, λοιπόν, παρήγορη και παραπονεμένη
είναι ο μύθος του Πλάτωνα.
Κι ο καθείς των οικείων του μύθων δεσμώτης.
 
Όταν γυρίζει το κεφάλι προς τα πίσω
και προς το στόμιο της σπηλιάς λοξοκοιτά,
βλέπει τα όντως όντα, δηλαδή
τους κροτάφους του που γκριζάρουν,
το ξαφρισμένο στέρνο του
και τον φακό της άτρωτης καρδιάς να τρεμοσβήνει.
 
Κι αν συνηθίσει στ’ άσπρο φως, σιγά σιγά θα δει
μέσ’ από τους ατμούς μιας άπιαστης ιδέας
την αυτοχειρία του αδελφού του το ογδόντα,
τη μάνα του στου θανάτου την όψη
και τις λεγόμενες κακές ή ατυχείς στιγμές
που μας παραμερίζουν.
 
Η αλληγορία του σπηλαίου έχει κάνει
τον Πλάτωνα κουρέλι. Χρειάζεται ανάπαυση.
Ανάπαυσον, ο Θεός, τον δούλον σου, Πλάτωνα,
και κατάταξον αυτόν εν Παραδείσω,
όπου χοροί των Αγίων, Κύριε,

χοροί Αγίων κι όσα άλλα
εξίσου μας χρωστάς, λόγου χάριν
σπίθες παρηγορητικές
να στραφταλίζουν στ’ άβγαλτα νυχάκια των εμβρύων
και πλήθος ξαναμμένες Κυριακές.

 

 

 

****

Αναμέτρηση

Το βράδυ οι φλέβες σου γίνονται ποτάμια.
Εκβάλλουν στο κλωνί σου, στο κορμί μου.
Έρωτας πάνοπλος μαίνεται εντός μας,
του πόθου καλός αγωγός.

Τη μέρα οι λέξεις γίνονται βουνά.
Τις ανεβαίνουμε πιασμένοι χέρι χέρι.
Στους πρόποδές τους αίφνης μας γκρεμίζει
αγάπης οίστρος βομβαρδιστικός.

Στις φλέβες μας κυλούν οι λέξεις
«Μη σε χάσω» και «Μη με ξεχάσεις».
Πέσαν τα φράγματα. Οι φρεγάτες σου
ανοίγουν πυρ στον Τίγρη μου και τον Ευφράτη.

Άμαχος πληθυσμός εσύ κι εγώ,
κυνηγημένοι, ξεσπιτωμένοι.
Πήραμε τα βουνά. Μας πήρε το ποτάμι.

 

 

*******************

Ο  Χάρης Ψαρράς (Αθήνα, 1982) σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στην Οξφόρδη. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στη Φιλοσοφία του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Τα όντως όντα είναι το τέταρτο ποιητικό του βιβλίο. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ρουμανικά. Έχει επίσης δημοσιεύσει δοκίμια, μελέτες και μεταφράσεις.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles