Ο Γιώργος Κουρουπός μιλά για το έργο του στον Βασίλη Αγγελικόπουλο (εφ. Καθημερινή)
«Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη είναι ο ωραιότερος ύμνος στον έρωτα που έτυχε στη ζωή μου να διαβάσω» λέει ο Γιώργος Κουρουπός, ένας συνθέτης εγνωσμένα ευάλωτος στην ποίηση, αλλά όχι άκριτα δοσμένος στη μελοποίησή της. Ιδιαίτερα γοητευμένος με την ποίηση του Ελύτη, την είχε προσεκτικά προσεγγίσει στο έργο του ώς το 2002, οπότε αποφάσισε να καταπιαστεί με κάτι αρκετά ριψοκίνδυνο - τη μελοποίηση ολόκληρου του Μονογράμματος. Εργασία που ευτύχησε να παρουσιαστεί τον Σεπτέμβριο του 2004 στο Μέγαρο, με την Ορχήστρα Χρωμάτων υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη.
Η πρώτη αυτή εκτέλεση του έργου του Κουρουπού, το οποίο κάνει μουσική -και μάλιστα ωραία μουσική- ολόκληρη, επαναλαμβάνουμε, την ποιητική σύνθεση του Ελύτη, κυκλοφόρησε πρόσφατα σε δίσκο, σε μια εξαιρετική έκδοση βιβλίου-δίσκου για την ακρίβεια, από την Ορχήστρα Χρωμάτων.
Εξηγώντας γιατί θεωρεί το Μονόγραμμα ως τον «ωραιότερο ύμνο στον έρωτα», ο συνθέτης σημειώνει: «Μέσα από τον πόνο και το πένθος για τη στέρηση του έρωτα διαγράφεται η ακατανίκητη δύναμή του και η τελική επικράτησή του σε ζωή και σε θάνατο. Αποθέωση του έρωτα είναι η αναγωγή του σε συνώνυμο της ζωής –ζωή είναι ο έρωτας και θάνατος το τέλος του. Ετσι το ποίημα είναι ταυτόχρονα και ύμνος στη ζωή, μια ζωή γεμάτη από αισθήσεις, που διαστέλλονται μέσω του έρωτα για να συλλάβουν και να χαρούν ό,τι μπορεί το πέρασμά μας από αυτή τη γη να μας προσφέρει».
Το ποίημα κατά τον Κουρουπό «έχει τη βασική αρετή των μεγάλων αριστουργημάτων: την αμεσότητα ενός απλού τραγουδιού και την πνευματικότητα, τη διάσταση και το βάθος ενός φιλοσοφικού δοκιμίου. Η λειτουργία του σε πολλά επίπεδα ταυτοχρόνως εξηγεί την αγάπη και τον θαυμασμό ενός ευρύτατου και διαφορετικού στη σύνθεσή του κοινού».
Η μουσική μορφή στην οποία κατέληξε ο συνθέτης για τη μελοποίηση του Μονογράμματος ήταν αυτή του «συμφωνικού λυρικού έργου, γιατί αυτό μου πρόσφερε τη δυνατότητα μιας πολύ μεγάλης ηχοχρωματικής ποικιλίας, αλλά και μεγάλων όγκων και εντάσεων για τις δραματικές κορυφώσεις» λέει. Διατήρησε τις δομικές (επτά μέρη) και αισθητικές ισορροπίες του ποιήματος, προσθέτοντας μόνο μια εισαγωγή κι ένα ιντερλούδιο (μετά το 4ο και ιδιαίτερα σημαντικό μέρος).
Το έργο -τονικό κατά βάση, εκτός από ορισμένα μέρη που απαιτούσαν άλλου είδους αντιμετώπιση- ακολουθεί τους κυματισμούς των λέξεων και των νοημάτων με μελωδικό τρόπο, ιδίως στα πιο λυρικά μέρη του, αλλά και πυρετώδεις εξάρσεις. Εργο βασικά για ανδρική φωνή (βαρύτονο), αφού άντρας μονολογεί στο Μονόγραμμα (εξαιρετική ερμηνεία από την πιο γλυκόπιοτη ίσως αυτή τη στιγμή ανδρική φωνή του λυρικού μας τραγουδιού, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο), εμπλουτισμένο με ριπές γυναικείας φωνής, που εντείνουν την παρουσία-απουσία της γυναίκας (Βασιλική Καραγιάννη) και χορωδία (υπό τη διεύθυνση του Νίκου Βασιλείου).
****************************
Στο διάστημα 1959-1968 συμμετείχε ως πιανίστας σε όλες τις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες του Μάνου Χατζιδάκι. Την ίδια περίοδο έγραψε τις πρώτες του μουσικές για το θέατρο. Μετά την αποφοίτηση του από την μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έγραψε το έργο Αντιφωνίες σε κείμενα από τους ψαλμούς VI, XXII, XLVI του Δαβίδ. Εργάστηκε για έξι περίπου μήνες ως βοηθός του Γιάννη Χρήστου, ενώ την ίδια περίοδο έγραψε τη μουσική για τον Ρήσο του Ευριπίδη ,που ανέβηκε από το Εθνικό θέατρο στην Επίδαυρο, το καλοκαίρι του 1968. Αμέσως μετά έφυγε για το Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης.
Εργάστηκε ως αναπληρωτής διευθυντής του τρίτου προγράμματος (1977-1981) και διευθυντής του μουσικού τομέα της Δημοτικής πολιτιστικής επιχείρησης Καλαμάτας, (1985-1990). Διετέλεσε επίσης, πρόεδρος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1994-1999), καθώς και καλλιτεχνικός διευθυντής της Ορχήστρας των Χρωμάτων (1995-2010).