Αλεξάνδρεια: Οικία Καβάφη, το γραφείο του ποιητή
Μέρες του Μάρτη 2013
Ο Δικός μου Κ. Π. Καβάφης
Με αφορμή τα 150 από την γέννησή του
Μέρες του 1903
Δεν τα ηύρα πια ξανά- τα τόσα γρήγορα χαμένα ….
τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό
το πρόσωπο …..στο νύχτωμα του δρόμου…
Δεν τα ηύρα πια – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως,
και έτσι εύκολα παραίτησα∙
και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.
Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,
τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια.
Κ. Π. Καβάφης
Γνώρισα τον Καβάφη αρχές δεκαετίας του ’80, μέσα από το δίτομο έργο του Ίκαρου μ’ εκείνη την ήρεμη προσωπογραφία – εικόνα του εξωφύλλου με τον ποιητή, φωτογραφία χαλκογραφίας του Γιάννη Κεφαλληνού, τότε που στην Κω είχε ήδη ξεκινήσει η τουριστική ανάπτυξη. Ενώ κυνηγούσα τις τουρίστριες τότε, το βράδυ τους διάβαζα Καβάφη στο Bar Yatagan, στην οδό Ρήγα Φεραίου για όσους το θυμούνται. Ήθελα να γράφω σαν κι αυτόν, μ’ εκείνη την ζυγισμένη φόρμα, την λακωνική, χωρίς ασάφεια με χαμηλό τόνο. Ύστερα ανακάλυψα τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Αργότερα ήθελα να γράφω σαν τον Ελύτη. Μετά προσπάθησα να βρω τη δική μου φωνή, το προσωπικό ύφος όπως λένε. Έτσι πιστεύω τουλάχιστον ότι το βρήκα, χωρίς να σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν βρίσκεται σε μια διαρκή ένταση δηλαδή δημιουργία για να μπορεί να βρει τη φωνή του. Μα αυτό δεν συμβαίνει άλλωστε και στη φύση; Δεν προσπαθούμε να βρούμε ίχνη από ανθρώπινα αποτυπώματα καθώς αφήνουν την σκόνη τους όπως περνάνε από μπροστά μας; Για να σημειώσουμε κάπου την θνησιμότητά μας; Να αφήσουμε τις μικρές μας ιστορίες πάνω στη σκόνη του χρόνου, που καθώς περνάει ζαρώνει και αλλάζει το δέρμα μας, τα σαρώνει όλα. Για να μας πει ο Καβάφης με την Ιθάκη του ότι σημασία έχει το ταξίδι ρε φίλε και όχι το τέρμα. Έτσι δεν καθιστούμε όμως τις ζωές μας μικρά διαμάντια στην άμμο του σύμπαντος; (1)
O Κωνσταντίνος Καβάφης μεταφέρει δύο πράγματα στους αναγνώστες: τη γοητεία του λόγου και τη μαγεία του μύθου, έχει να πει κάτι σημαντικό για τον εαυτό τους. Τα ποιήματά του κατοικούνται από μουρμουρητά και ψιθύρους, έτσι που το τοπικό γίνεται οικουμενικό.
Είναι ποιητής άλλωστε, όπως έχει πει σε ξένο ανταποκριτή « των μελλουσών γενεών ». Τον ενδιαφέρει ο οικείος τόνος της φωνής. Μιλάει σε χαμηλό τόνο καθημερινής κουβέντας. Δημιουργεί οικειότητα με τον απλό αναγνώστη και τον ποιητή- αναγνώστη, γιατί οι στίχοι του είναι λιτοί με τεράστια καταλυτική δύναμη που μαγνητίζουν τον αναγνώστη και ξεπερνούν τα όρια του ίδιου του ποιητικού κειμένου.
Για τον Κωνσταντίνο Καβάφη η ποίηση σημαίνει κρυφός φωτισμός από πολλές γωνίες, που φωτίζει τη μνήμη, την ιστορία, την ίδια την φαντασία. Ποιητική αίσθηση δίχως τη βοήθεια της φαντασίας, είναι γι’ αυτόν απλώς μία ευγενική συγκίνηση. Όμως η Αλεξάνδρεια θα γίνει για τον ποιητή ένα τεντωμένο πανί όπου φορώντας διάφορες μάσκες από Σύρους Έλληνες της Ανατολής, φιλόσοφους, βασιλείς, ποιητές, ωραίους αλεξανδρινούς της εποχής των Πτολεμαίων, θα προβάλλει πάνω στο πανί τους έρωτές του, σαν ημιφωτισμένες, κινούμενες
σκιές. (2) Ο Καβάφης πάντα θα μας ακολουθεί όπως η πόλις του. Ήτανε κοσμοπολίτης , ωστόσο ταξίδεψε ελάχιστα.
Για μένα η ποίηση είναι σαν μια ωραία γυναίκα όταν χορεύεις μαζί της. Έτσι κι αλλιώς είναι γένους θηλυκού. Σαν ένας ερωτικός χορός Tango που δηλώνει μέσω τού χορού έναν θλιμμένο έρωτα, ή η μοναξιά του ζεϊμπέκικου που εκφράζει μιαν ανεκπλήρωτη επιθυμία. Στην αρχή είναι όμορφη, τρυφερή σαν λέει γλυκόλογα της αγάπης και της αιώνιας πίστης και λάμπουν μέσα σου οι αισθήσεις, σαν την αρχαία φωτιά που πύρωσε τα πρώτα κυκλαδικά ειδώλια, πέρασε από το σώμα των κλασικών αγαλμάτων που αγάλλονταν θεία και χρυσά, μέσα στην απόλυτη έκφραση της καθαρότητας της μορφής και της ομορφιάς, χωρίς υπερφυσικά στοιχεία. Ύστερα έγινε Φως Βυζαντινόν, μετάξι από φύλλα μεσημεριού, ιερή φλόγα και λαμπάδα στα σκοτεινά χρόνια, για να φτάσει στις μέρες μας σαν αμίλητο νερό και σώμα γερασμένο, γεμάτο λύπη κι ευσπλαχνία.
Μετά γίνεται γυναίκα παίρνοντας την φυσική της διάσταση κι έρχεται να σε τραβήξει απ’ τον γιακά για να σε αγκαλιάσει με δύναμη και να σε φιλήσει. Και όταν βγάζει τα ρούχα της – οι αισθήσεις ακτινοβολούν με τον ίδιο τρόπο που ακτινοβολούσαν, όταν ο Αλκαίος μεθυσμένος, ερωτοτροπούσε με τα αρχαία κορίτσια – τότε γίνεται σώμα ορατό και ωραίο. Για μένα το ποίημα είναι μια μηχανή πυροδότησης της σκέψης, που μπορεί κάποτε να σε τρομοκρατήσει, ένας εκσκαφέας της φαντασίας, που όταν χτυπήσει φλέβα χρυσού, εξαρτάται από την πείρα του οδηγού πώς θα εξορύξει το πολύτιμο φορτίο. « Η λογοτεχνία », γράφει ο Umperto Eko, « μας εκπαιδεύει απέναντι στη μοίρα και το θάνατο, κι αυτό είναι μία από τις λειτουργίες της λογοτεχνίας».
Η ποίηση δεν βελτιώνει, ούτε μπορεί να μας σώσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να μας δώσει μια διέξοδο, μια νέα οδό, που σημαίνει ότι μπορεί να μας μεταβάλλει. Να μας ξύσει την αντίληψη για να βάλουμε τις λέξεις να κάνουν όσα δεν μπορούμε εμείς. Ίσως είναι μια ενστικτώδης προσπάθεια να διαχειριστούμε στο βαθμό που μπορούμε, αυτήν την εκκωφαντική σιωπή των πραγμάτων που έρχεται πάνω σε μακρύ κομβόι φορτηγών αυτοκινήτων σηκώνοντας σκόνη κι αναστάτωση, ίσως πάλι αντλούμε δύναμη και κουράγιο από τις λέξεις για ν’ αντιμετωπίσουμε τις πιο απίστευτες δυσκολίες.
Ίσως πάλι μας καθοδηγεί σ’ ένα καινούργιο παράθυρο οπτικής- που ποτέ πριν δεν είχαμε αντιληφθεί – για να κατανοήσουμε τον κόσμο, για να ζήσουμε, όχι όσο μας επιτρέπεται, αλλά όσο μας αξίζει.
Ίσως γιατί οι λέξεις καταφέρνουν κάποιες σπάνιες φορές, ν’ ανατρέψουν το πεπρωμένο της καθημερινότητας μας και να μας χαρίζουν ψευδείς παραστάσεις και ίσως παρατάσεις ζωής και έτσι μαθαίνουμε περισσότερο τη ζωή, διατηρούμε την επιθυμία ζωντανή και τα πάθη σ’ εγρήγορση.
Η ποίηση πρέπει να λέει την αλήθεια όπως το φως. Τα ποιήματα είναι μεταμορφωτικά συμβάντα και όχι πρωινές καταγραφές. « Η ποίηση δεν καταφέρνει τίποτα » έγραφε ο Ώντεν ( Auden) « H ποίηση απέτυχε να μεταφέρει μια υπερβατική αλήθεια αφήνοντας μόνο τις υποσχέσεις της γλώσσας » έγραφε η Lawra Jackon.
Η ποίηση είναι φτιαγμένη για τα ανθρώπινα, τα οικεία, τα καθημερινά που γίνονται καθολικά και έχουν ισχύ σε κάθε εποχή, σε κάθε αιώνα. Πέρα από το να διευρύνει την αντίληψη, ακόμα και να εξευμενίσει σε κάποιο βαθμό, δεν υπηρετεί την αρετή αλλά χρησιμοποιεί τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε ‘‘ λογχίζει ’’ τα συναισθήματα με όπλο την ακαριαία εντύπωση, φωτίζοντας περιοχές τις οποίες πριν δεν μπορούσαμε να υποπτευθούμε ότι υπήρχαν.
Η ποίηση δεν είναι ένα εύγλωττος οδηγός για τον προσανατολισμό μας στο παρόν· διαφορετικά πάρτε ιστορικά εγχειρίδια, έξυπνα γραμμένα που κεντρίζουν το κατεστημένο ή γλαφυρούς ταξιδιωτικούς οδηγούς. Η ποίηση δεν γράφει μόνο γι’ αυτό που είναι αλλά και γι’ αυτό που θα μπορούσε να είναι. Γράφει για το οικείο, το καθημερινό, το αμέσως επόμενο θαύμα, ή για ένα τρωικό πόλεμο, ή για ένα Avatar, ή για ένα ανύπαρκτο ντοματοπόλεμο σε μια πλατεία στην άκρη της Ευρώπης με γλυκό κουταλιού ντοματάκι. Μου αρέσουν τα ποιήματα που αχολογούν σαν ιδέα μέσα στη μνήμη, που κεντρίζουν όπως ο κόκκος της άμμου το κέλυφος του οστράκου, που ξεφεύγουν από τους περιορισμούς που τους επιβάλλει η γλώσσα και από τους περιορισμούς που κληροδοτούνται από την παράδοση.
Η ποίηση δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλάζει όμως τον ποιητή και τον αναγνώστη. Ο ποιητής φτιάχνει ένα νέο μυθικό κόσμο για να τον αποικήσει, να εισβάλλει μέσα του σαν πεταλούδα, σαν αρπακτικό, σαν άνεμος, νερό, φως, ή άγγελος.
*****************
Σημείωση 1: Εφημερίδα Τα Νέα, 16-17 Φεβρουαρίου 2013, Διαστάσεις του Μιχάλη
Μητσού,
Σημείωση 2: Κώστας Ουράνης Ο Σεξουαλισμός του Καβάφη, Νέα Εστία 158(1933) σελ.
1472- 1473, Αναδημοσίευση στο περιοδικό Ποίηση τ. 24