[author] Του Μάνου Ορφανουδάκη [/author]
Ξημερώματα σε μια ελληνική επαρχιακή μονοκατοικία.
Τα φώτα του σπιτιού είναι σβηστά εκτός από τη λάμπα της τουαλέτας που φωτίζει
κάπως το μοναδικό δωμάτιο.
Ο χώρος έχει λιγοστά έπιπλα: ένα γραφείο, μία βιβλιοθήκη, ένα κρεβάτι και έναν καναπέ.
Στη μέση του χώρου καπνίζει ένα αυτοσχέδιο μαγκάλι.
Έχει σβήσει από ώρα. Γύρω του βρίσκονται ξαπλωμένα τρία αγόρια.
Δεν κινούνται, μάλλον τους έχει πάρει ο ύπνος. Δίπλα οι υπόλοιποι δύο της παρέας, κάθονται στον καναπέ. Σε λίγο το ένα από τα δύο αγόρια σηκώνεται όρθιο και περιφέρεται στο δωμάτιο μιλώντας ψιθυριστά στον φίλο του που είναι ακόμα καθιστός.
Απόψε νομίζω πως τα καταφέραμε, έτσι δεν είναι; Κι όσο θυμάμαι τον πάντα παράξενο Γιώργο –αχ αυτή η απαισιοδοξία του για το κάθε τι – να μας παροτρύνει να μην βάλουμε μπροστά το σχέδιό μας, μου έρχεται να γελάσω!
Απόλαυσε ζέστη λοιπόν φίλε μου.
Απόψε θα ζήσουμε την πιο ζεστή νύχτα του χειμώνα.
Μα να, σκέφτομαι μονάχα την καημένη τη Μαρία που δεν τα κατάφερε να έρθει στην αποψινή μας συντροφιά• κι έχει αλήθεια τόσο κρύο.
Σίγουρα τέτοια ώρα θα την έχει πάρει ο ύπνος, με το παλτό και τις δύο κουβέρτες της, όπως κάθε βράδυ τελευταία… μόνη… Αα πρέπει αύριο να της μιλήσω επιτέλους, να της πω πόσο τη θέλω και… που είχα μείνει; Ναι… απόλαυσε ζέστη απόψε φίλε μου.
Κι όμως, δεν είναι το κρύο που με ενοχλεί τόσο, όχι.. κάθε άλλο, μας φέρνει πιο κοντά αυτή η.. πώς να το πω.. έλλειψη ζεστασιάς.
Αυτό που δεν αντέχω είναι η έλλειψη επιλογής.
Γιατί νομίζω είναι άλλο να μην τρως το βραδινό σου γεύμα γιατί δεν θέλεις ή να πας περπατώντας στη σχολή αντί να ανέβεις στο λεωφορείο και άλλο είναι να μην έχεις την επιλογή να διαλέξεις.
Θυμήσου μόνο χθες, που ήμασταν πάλι εδώ, οι δυό μας, χωρίς την αποψινή καλή μας φωτιά και κοιτάζοντάς με, με τόση απόγνωση, μου είπες: Κρυώνω…
Δεν στο είπα χθες φίλε μου, για να σου δώσω κουράγιο, αλλά και γω κρυώνω.
Νομίζω πάντοτε κρύωνα. Από την κοιλιά της μητέρας μου στα Χανιά κρυώνω.
Ένα κρύο που πρώτα κατοίκησε μέσα μου και ύστερα αγκάλιασε το δέρμα μου.
Κι ας λένε πως η Κρήτη είναι ευλογημένος τόπος για να ζεις.
Δεν υπάρχει ευλογία πια. Ποτέ δεν υπήρξε για μας.
Και θυμάμαι ότι όσο κρύωνα, τόσο μισούσα τη ζεστασιά, αυτή την άγνωστη σε μένα θαλπωρή, να βλέπεις το χιόνι από το παράθυρο και συ να λιώνεις μέσα στο ζεστό δωμάτιό σου. Δεν το έχω νιώσει ποτέ αυτό.
Εγώ, εμείς, γεννηθήκαμε χιόνι.
Και τη μισούσα. Μισούσα να μισώ αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Άλλος τρόπος δεν υπήρχε παρά να μισώ κάθε τι μακρινό μου, κάθε τι άπιαστο.
Είναι μάλλον κάποιος μηχανισμός του μυαλού μας, να μισεί ότι δεν μπορεί να αποκτήσει, ότι δεν μπορεί να φτάσει, για να μη νιώθει δυστυχισμένος από την έλλειψή του. Όμως εγώ και μισούσα βαθειά και δυστυχισμένος ήμουν, γιατί κρύωνα βλέπεις, πώς να το αντέξεις αυτό;
Εσύ καλέ μου γνωρίζεις, το ξέρω, εσύ με καταλαβαίνεις.
Εμείς οι δύο έχουμε νιώσει το ίδιο κρύο.
Πρέπει να σου μιλήσω όμως για τη μοναδική φορά αισθάνθηκα ζεστασιά.
Ήταν θυμάμαι καλοκαίρι, εγώ θα ήμουν το πολύ έξι χρονών. Ήμασταν με τη μητέρα σε μια παραλία στα Χανιά και με είχε στην αγκαλιά της –πολλές φορές με είχε αγκαλιά μα εκείνη η στιγμή ήταν αλλιώτικη από τις άλλες– και με φίλησε στο αριστερό μου αφτί, έτσι για να γαργαληθώ. Εγώ γέλασα πολύ και τότε μου είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: “Έτσι να γελάς πάντοτε Άγγελέ μου, να γελάς με την καρδούλα σου, γιατί όλος ο κόσμος είναι δικός σου, είναι δικός σου να τον χαρείς.”
Ίσως θα σου φαίνεται χαζό που θυμάμαι μια τόσο απλή κουβέντα, που σίγουρα θα την έχουν πει πολλές μητέρες στα παιδιά τους, μα για μένα ήταν μια αληθινή αποκάλυψη! Όλος ο κόσμος δικός μου…
Και πως αλλιώς αφού το έμαθα έπειτα καλά ότι ούτε ο κόσμος μου ανήκει,
ούτε η ζωή μου.
Μα δεν σε βλέπω καλά, νυστάζεις πάλι φίλε μου; Τόση ώρα δεν ήσουν και συ εκεί
ξαπλωμένος, μαζί με μένα και τους υπόλοιπους;
Τι έφταιξε άραγε και έκλεισαν τα μάτια μας τόσο νωρίς;
Κι ήταν ένας ύπνος τόσο γλυκός, ξύπνησα άλλος άνθρωπος, σαν…
δεν ξέρω… να μην ανήκω πια εδώ.
Τι; Δεν άκουσα τι είπες; Και συ το ίδιο νιώθεις καλέ μου;
Και αυτή η ζεστασιά που τώρα αισθάνομαι είναι.. πώς να το πω.. είναι περίεργο.. είναι όπως και τότε, στην αγκαλιά της μητέρας.
Τη νιώθεις κι εσύ αυτή τη ζεστασιά; Αλήθεια παντοτινέ μου φίλε;
Μα νομίζω ήρθε η ώρα να φύγουμε, ήρθε η ώρα, ναι…
Δώσε μου το χέρι σου, πάμε…
Μα αλήθεια, τι έφταιξε άραγε και έκλεισαν τα μάτια μας τόσο νωρίς;
Οι δύο νέοι κοίταξαν για τελευταία φορά γύρω το δωμάτιο.
Από το βλέμμα τους καταλάβαινες ότι ο χώρος τους φαινόταν ξένος πλέον, σχεδόν άγνωστος.
Άνοιξαν σιγά την πόρτα και έφυγαν σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου.
********************
Ο Μάνος Ορφανουδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1988. Έκτοτε η ζωή του ακροβατεί μεταξύ Ηρακλείου και Αθήνας. Γραπτά του έχουν δημοσιευθεί στα διαδικτυακά περιοδικά Poiein.gr, Vakxikon.gr και στο ένθετο “Βιβλιοθήκη” της “Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας”. Μέχρι στιγμής δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. Από το 2011 συνεργάζεται με το μουσικό διαδικτυακό περιοδικό MusicPaper.gr