Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Romain Leik: “Eric Celan, «Πικρά φρεάτια της καρδιάς»” (απόδοση Γ. Καρτάκης )

$
0
0

Ο Eric Celan

( Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «der Spiegel» . Πρόκειται στην ουσία για ένα εκτεταμένο δελτίο τύπου γύρω από την έκδοση των επιστολών του ποιητή από τον γιό του Eric Celan, που αποκαλύπτει όμως με ένα ιδιαίτερο τρόπο κάποιες πτυχές της ζωής του ποιητή. )

 

Ο μεγάλος και άτυχος ποιητής Paul Celan ,που αυτοκτόνησε το 1970 στο Παρίσι , αποτελεί πια ένα θρύλο της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Μια μνημειώδης έκδοση των επιστολών που αντάλλαξε με την γυναίκα και τον γιό του φωτίζει τώρα τον ψυχισμό τού δημιουργού της « Φούγκας του θανάτου».

Η ομοιότητα με τον μεγάλο ποιητή είναι εκπληκτική , σχεδόν τρομακτική. Ακόμα και τον τρόπο που ο Eric κρατά ανάμεσα στα δάχτυλα το τσιγάρο , μοιάζει σαν να τον έχει αντιγράψει από τον πατέρα του. Η μητέρα του ένοιωθε συχνά ένα σοκ , όταν έμπαινε στο σπίτι : ο σωσίας ενός νεκρού , που η παρουσία του δεν ήθελε να σβήσει.

Ο Paul Celan είναι ένας μύθος και σύμφωνα με την τρέχουσα άποψη , ο πιο σημαντικός γερμανόφωνος ποιητής του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Την ίδια στιγμή ωστόσο, αποτελεί και ένα αίνιγμα, κάποιον που υπήρξε παρεξηγημένος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του , έναν που ποτέ δεν εξηγούσε ή δεν ερμήνευε τα ποιήματά του.

Ο Eric γεννήθηκε στο Παρίσι στις 6 Ιουνίου του 1955 και είναι αυτός που συνεχίζει αυτή την τόσο επιβλητική , όσο και βαριά την ίδια στιγμή, κληρονομιά. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο είναι ο φορέας της ζωντανής μνήμης για τον πάσχοντα εκείνο άνθρωπο – τον απαιτητικό πατέρα και τον καταναγκαστικό ποιητή.

Το όνομα Eric αποτελεί αναγραμματισμό της γαλλικής Προστακτικής « Ecris! : γράψε! » - μόνο που κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο μετά τον Celan. Ο γιος ένοιωσε τόσο μεγάλη πίεση από την ποίηση σαν παιδί , που ακολούθησε την μαγεία του πατέρα του με ένα απροσδόκητο και παράδοξο τρόπο : φοίτησε σε μια σχολή για καλλιτέχνες τσίρκου και εργάστηκε σαν ταχυδακτυλουργός.

Μετά το θάνατο της μητέρας του Gisele Celan – Lastrange στα τέλη του 1991, είναι επιφορτισμένος με το καθήκον της διατήρησης της μνήμης του Celan. Η μέριμνα αυτή ,που πιθανόν συνοδεύεται και από ένα πόνο , έχει τώρα παρουσιάσει ένα εκδοτικό αριστούργημα. Μαζί με τον παιδικό του φίλο και μελετητή της γερμανικής γλώσσας, Betrand Badiou,  εξέδωσε το σύνολο σχεδόν της αλληλογραφίας του ποιητή με τα μέλη της οικογένειάς του.

Ο Εβραίος πρόσφυγας Paul Antschel ( από τον ρουμανικό τρόπο γραφής του ονόματος «Ancel» δημιουργήθηκε μέσω αναγραμματισμού το συγγραφικό επώνυμο «Celan» ) έφτασε στο Παρίσι 27 χρονών , στις 13 Ιουλίου 1948 , μετά το Βουκουρέστι ,την Βουδαπέστη και την Βιέννη. Το φθινόπωρο του 1951 γνώρισε την έξι χρόνια νεώτερη του Alix Marie Gisele de Lestrange , τρίτη κόρη μιας παλιάς οικογένειας καθολικών Γάλλων ευγενών. Ένας κοινός τους φίλος , ο εθνολόγος Isac Chiva , έφερε σε επαφή την φοιτήτρια της σχολής Καλών Τεχνών με τον , μάλλον άγνωστο ακόμη εκείνη την εποχή , ποιητή.

Η αλληλογραφία , αποκλειστικά σχεδόν στα Γαλλικά , αρχίζει τον Δεκέμβριο του 1951, ένα έτος πριν από τον γάμο τους , και τελειώνει τον Μάρτιο του 1970 , ένα μήνα πριν την αυτοκτονία του Celan. Η μνημειώδης έκδοση περιλαμβάνει 334 γράμματα και καρτ ποστάλ του Celan – 66 από αυτά προς τον γιό του – και μια επιλογή 234 γραμμάτων της Gisele.

Μια βιογραφία για δυο φωνές δηλαδή, μια μαρτυρία μιας τόσο παθιασμένης ,όσο και περίπλοκης αγάπης , και ταυτόχρονα , μια διεισδυτική ματιά σε μια μοίρα τραγική . Η χήρα του Τσέλαν είχε ήδη σκεφθεί να δημοσιεύσει τα γράμματα , προτίμησε όμως εν τέλει να τα κρατήσει κρυφά χάριν των καταιγιστικών γεγονότων στη ζωή του ποιητή.

Σε όλα τα έργα του Τσέλαν μπορεί να γίνει αντιληπτό , ότι περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία , παρά τα γλωσσικά παζλ και την έντονη εικονοπλαστική τους δύναμη. Ο Εβραίος ποιητής από το Τσέρνοβιτς έγραφε στη γλώσσα της μητέρας του και των δημίων της. Δεν θέλησε ποτέ να ζήσει στην Γερμανία και, όπως και ο Χάινριχ Χάινε, υπέφερε εξαιτίας της χώρας αυτής , περνώντας γι ΄ αυτό το μισό σχεδόν της ζωής του στο Παρίσι.

Αυτή ακριβώς η χρονική περίοδος ,η οποία περιλαμβάνει την λογοτεχνική σταδιοδρομία του Τσέλαν στην Γερμανία , παρέμενε στο μεγαλύτερο μέρος της ως τώρα άγνωστη. Με μιας βρίσκεται ξαφνικά μέσα σ ΄ ένα άπλετο φως , συγκινητική και οδυνηρή . Ίσως αυτό το εγχείρημα να αποτελεί μια κάθαρση για τον γιο του , ίσως επίσης και μια ευκαιρία να διασκεδάσει κάποιους μύθους που ακόμη επιμένουν.

Τον μύθο , για παράδειγμα , που θέλει τον Τσέλαν δυστυχισμένο στο γάμο του. Πολλοί Εβραίοι φίλοι του από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν αγανακτήσει με την εκλογή του μιας γυναίκας από ένα ξένο προς αυτόν κοινωνικό περιβάλλον. Μετά την αυτοκτονία του τον Απρίλιο του 1970 δεν ήταν λίγοι εκείνοι , που θεώρησαν υπεύθυνη την Gisele για το μοιραίο του τέλος. Στην πραγματικότητα ,η ίδια έτρεφε γι ΄ αυτόν ένα είδος μυστικιστικής αγάπης που αποτελούσε και το μοναδικό του εν τέλει κράτημα. Ήδη από τα πρώτα τους γράμματα μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει εμφανές:

Ήθελε να καταλάβει , να μάθει , πως μπορεί να τον αγαπά πιο ελεύθερα , μακριά από κάθε λογική :

« Δείχνει να είναι πολύ δύσκολο , να αγαπάς ένα ποιητή , ένα ωραίο ποιητή. Δεν νιώθω αντάξια της ζωής , της ποίησης και της αγάπης σου – μα όμως μοιάζει ,σαν να μην υπάρχει τίποτα για μένα πια , αν δεν υπάρχεις εσύ».

Το γεγονός ότι δεν γνωρίζει Γερμανικά , ώστε να μπορεί να διαβάσει τους στίχους του , μοιάζει να την τρομάζει. Τσέλαν :

« Σε κοιτάζω , ma cherie, σε κοιτάζω πίσω απ ΄ αυτό το πέπλο της ομίχλης που η ελπίδα δεν κουράζεται να προσπαθεί να το διαλύσει».

 

Η Gisele νιώθει εξ αρχής ένα διχασμό : αφενός υποφέρει λόγω της αίσθησης πως δεν μπορεί να αντισταθεί στον ποιητή και στο πάθος του , αφετέρου από το ότι πρέπει να υπερασπίζεται την αγάπη της γι ΄ αυτόν μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Η κόρη από ένα ευυπόληπτο σπίτι και ο Εβραίος , ο φτωχός ποιητής , ο ανέστιος , ο γερμανόφωνος : το ένα χειρότερο από το άλλο.

Μολονότι είναι και η ίδια καλλιτέχνης – ζωγραφίζει και κάνει χαρακτικά – , παίρνει από τον άντρα της όλες τις φροντίδες της καθημερινότητας. Τον απελευθερώνει από όλες τις υλικές έγνοιες. Του είναι άνευ όρων πιστή. Αυτός όχι. Μοιάζει παράδοξο : ο καταθλιπτικός ποιητής , μέσα στην «πικρή μοναξιά» του , αποδεικνύεται ένας χωρίς προηγούμενο γυναικάς , που δεν αφήνει να χαθούν ευκαιρίες.

Πιο σοβαρό και δύσκολα ανεκτό για την Gisele ,ήταν η σχέση του Τσέλαν με την Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν , την οποία γνώρισε το 1948 στη Βιέννη. Ο Τσέλαν συνεχίζει να την συναντά και στα μετέπειτα χρόνια κατά την διάρκεια των ταξιδιών που πραγματοποιούσε για να παρουσιάσει το έργο του. Συχνά , μακριά από την οικογένειά του , γράφει στην γυναίκα του ελάχιστα και γεμάτος ενοχές.

Η Gisele τον κατηγορεί , την ίδια στιγμή όμως , προσπαθεί να τον καταλάβει και να τον συγχωρήσει. Σημειώνει στο ημερολόγιό της :

« Χθες , αργά τη νύχτα, διάβασα τα ποιήματα της Ίνγκεμποργκ - με συγκλόνισαν. Έκλαψα. Τι τρομακτική μοίρα..! Τώρα νιώθω περισσότερο κοντά της και μπορώ να δεχτώ , πως την ξανασυναντάς . Είμαι ήσυχη. Της το οφείλεις. Φτωχό κορίτσι …».

Ο Eric ένιωθε συχνά ως παιδί εντάσεις ή ακόμη και μια λανθάνουσα βία ολόγυρα. Πολλές φορές η μητέρα του τον έστελνε στους γείτονες , πριν να ξεσπάσει ένας καυγάς. Σε καμιά περίπτωση όμως , δεν βιώνει τον πατέρα του πάντα σκοτεινό και απλησίαστο. «Μπορούσε να είναι πολύ αστείος , είχε χιούμορ και ήταν πνευματώδης. Τον Μάιο του 1968 περιφερόμασταν στους δρόμους κι αυτός τραγουδούσε χαρούμενος δυνατά επαναστατικούς σκοπούς στις πιο απίθανες γλώσσες».

Αναμφίβολα ζοφερό είναι το περιεχόμενο από της επιστολές του Τσέλαν κατά τα έτη 1961/62. Στην διάρκεια των χειμερινών διακοπών της οικογένειας, τον Δεκέμβριο 1962, ο Τσέλαν επιτίθεται μέσα σε μια κρίση παράνοιας σε έναν περαστικό . Κατά την εσπευσμένη επιστροφή στο Παρίσι , σχίζει μέσα στο τρένο το κίτρινο μαντήλι που η σύζυγός του φορούσε γύρω απ ΄ το λαιμό – πιστεύει πως βλέπει σ ΄ αυτό ένα αστέρι του Δαβίδ.

Εισάγεται για πρώτη φορά σε ψυχιατρική κλινική και στην συνέχεια ακολουθούν ακόμη τέσσερις ή και περισσότερες εισαγωγές. Στις 24 Νοεμβρίου 1965 επιχειρεί να σκοτώσει την γυναίκα του με μαχαίρι. Η Gisele εγκαταλείπει το σπίτι μαζί με το γιό της μέσα στη νύχτα. Στις 30 Ιανουαρίου 1967 την χτυπά στο στήθος , πάλι με μαχαίρι , και την τραυματίζει σοβαρά στον αριστερό πνεύμονα.

Η απόπειρα αυτοκτονίας είχε ένα συγκεκριμένο λόγο : πέντε μέρες νωρίτερα , ο Τσέλαν είχε συναντήσει στο Ινστιτούτο Γκαίτε στο Παρίσι την χήρα του Γάλλου ποιητή Yvan Goll. H γυναίκα αυτή είχε στοιχειώσει τον Τσέλαν , κατηγορώντας τον από τις αρχές της δεκαετίας του πενήντα για λογοκλοπή εις βάρος του συζύγου της.

Το γεγονός αυτής της συνάντησης σίγουρα επιδείνωσε την ψύχωση του Τσέλαν , δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί πλήρως υπεύθυνο γι ΄ αυτήν. Τον Ιανουάριο του 1962 ο Τσέλαν απευθύνεται στον Ζαν – Πολ Σαρτρ , τον οποίο δεν γνώριζε προσωπικά ,ζητώντας την βοήθεια του. Στην επιστολή προς τον Σαρτρ – την οποία τελικά δεν θα στείλει – παρομοιάζει τις δυσφημιστικές επιθέσεις εις βάρος του με μια « πραγματική υπόθεση Ντρέιφους ».

Χωρίς την λήψη ισχυρών αντικαταθλιπτικών ο Τσέλαν δεν είναι πια σε θέση να βγει από το σπίτι. Σε περιόδους παραληρητικών κρίσεων είναι τόσο επικίνδυνος που η γυναίκα του φοβάται για την ακεραιότητα του παιδιού τους. Έτσι , τον Απρίλιο του 1967 , του ζητά να εγκαταλείψει το διαμέρισμα. Έκτοτε κατοικούν σε διαφορετικά σπίτια , χωρίς όμως να διακόψουν την σχέση τους.

Μια λέξη της θα ήταν αρκετή , ώστε ο Τσέλαν να εγκλεισθεί για όλο το υπόλοιπο της ζωής του σε ψυχιατρείο . Aντ ΄ αυτού , παλεύει κάθε φορά σε διαπραγματεύσεις με τις αρχές ή εκλιπαρώντας τους γιατρούς για να πάρει εξιτήριο.

Η κατάσταση της ψυχικής του υγείας , καθώς και οι εντάσεις που ένιωθε , σίγουρα επιδεινώθηκαν και από την επίγνωση που είχε για τον αντισημιτισμό που επικρατούσε τόσο στη Γαλλία όσο και στην Γερμανία. Ακόμη και κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Γερμανία , τον Μάιο του 1952 , υπέστη , θα μπορούσε να πει κανείς , μόνιμες βλάβες, όταν σε μια συνεδρίαση της Ομάδας 47 στο Νήνχοφ της Βαλτικής , κάποιος από το ακροατήριο αναφώνησε ότι απαγγέλει όπως ο Γκαίμπελς. Προφανώς η απαγγελία του ήταν πολύ μελοδραματική σύμφωνα με τα γούστα των νεορεαλιστών συναδέλφων του. Ο ιδρυτής της Ομάδας , Hans Werner Richter , έδωσε την χαριστική βολή παρατηρώντας , πως ο Τσέλαν διαβάζει τόσο μονότονα , όπως σε μια συναγωγή. « Όσοι δεν με θέλουν , θα έρθει μια μέρα που θα το μετανιώσουν» , γράφει αργότερα στη μνηστή του Gisele.

Μια ακόμη βαθύτερη απογοήτευση , βιώνει ο Τσέλαν κατά την συνάντησή του με τον Martin Heidergger , τον οποίο είχε επισκεφθεί τον Ιούλιο του 1967 στην αλπική καλύβα του δεύτερου στην περιοχή Todtnauberg. Από τον φιλόσοφο προσδοκούσε ο Τσέλαν – « ein kommendes Wort (μια λέξη που θα έρθει ) » - να έρθει σε ρήξη με το ναζιστικό παρελθόν και την ιδεολογία του.

Η συγγραφή απετέλεσε για τον Τσέλαν το τελευταίο οχυρό ενάντια στην τρέλα. Σαν ένα ναρκωτικό , είχε την ανάγκη να γράφει ένα ποίημα την ημέρα. Λίγες μέρες μετά την τελευταία του διάλεξη στην Στουτγάρδη , στo Ίδρυμα Hölderlin ,ο Τσέλαν έπεσε στον ποταμό Σηκουάνα , πιθανόν από το σημείο Pont Mirabeau , κοντά στο τελευταίο του διαμέρισμα. Στο ημερολόγιο του είχε γράψει και υπογραμμίσει στις 19 Απριλίου : «Depart Paul ». Ανοικτή πάνω στο γραφείο του ήταν μια βιογραφία του Hölderlin , όπου στην σελίδα 464 είχε υπογραμμίσει την φράση του ποιητή Clemens Brentano :

«Κάποιες φορές εκείνη η ιδιοφυία σκοτεινιάζει , και βυθίζεται στα πικρά φρεάτια της καρδιάς της ».

 

Οκτώ χρόνια πριν ,στο ποίημα του « Του Κανενός το Ρόδο », είχε προαναγγείλει το τελευταίο του βήμα :

«… από το πόδι / της γέφυρας , από αυτό /που χύθηκε εκείνος πέρα στη ζωή , ανοίγοντας / φτερά / ελεύθερος από πληγές …».

 

Το πτώμα του βρέθηκε σε ένα από τα φίλτρα του ποταμού στο ύψος της περιοχής Coubevoie και κηδεύτηκε στις 12 Μαϊου 1970.

( der Spiegel ,2001)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles