[Ο πίνακας είναι του ζωγράφου Γιώργου Κούμουρου]
άρνηση
εμείς στο σκοτάδι
κι εσείς στο φως
ίσως πάλι
να είσαστε εσείς στο σκοτάδι
κι εμείς στο φως
ποιος ξέρει;
κάποτε οι άνθρωποι
μιλούσαν μεταξύ τους
με λόγια απλά
πετούσανε τις λέξεις
κι αυτές αβίαστα κυλούσαν
στα μέτωπα των άλλων
σαν σταγόνες
τις νύχτες εμείς κοιμόμαστε
κι εσείς συλλαβίζετε
παγωμένα ρήματα
σε μια τετράγωνη οθόνη
κι όταν εσείς κοιμάστε το πρωί
εμείς καταμετρούμε στο φως
τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας
έτσι ο κόσμος
αναπτύσσεται ασύμμετρα
σε δύο όχθες
να
τώρα εμείς πονάμε
κι εσείς χαζεύετε βιτρίνες
κι όταν εσείς πονάτε
εμείς κοιτάμε αλλού
στον κυβερνοχώρο
σας φορτώνουν γνώσεις
με λαμπρότητα
και χαίρονται
αρνιόμαστε
μένουμε στις σκιές των βιβλίων
που αγαπήσαμε
μένουμε στις σιωπές των ανθρώπων
που μας μίλησαν
μένουμε σ’ έναν κόσμο
που χάνεται
κι ας χανόμαστε μαζί του
εσείς τρέξτε
πετάξτε φύγετε μακριά
η νέα ζωή σας ανήκει
δεν σας προλαβαίνουμε πια
κι ούτε θέλουμε
να σας προλάβουμε
αρνιόμαστε
γεια σας
*
ως τυφλός
ο θάνατος ακυρώνεται
μόνο με θάνατο
έλεγες τότε
κι όταν το σκεφτόσουν
λυτρωνόσουν στη σκέψη
του δικού σου θανάτου
ελευθερία
δεν υπολόγισες σωστά
οι δρόμοι μπροστά σου
σχεδιάστηκαν τυχαία
χωρίς οδοδείκτες
κι εσύ ως τυφλός
άγγιζες τα πάντα
δεν έμαθες ποτέ σου
να φυλάγεσαι
ούτε να μετράς έμαθες
άνοιγες το νου σου
στις νέες εικόνες
κι ονειρευόσουν
ψεύτικες αλήθειες
ελευθερία
δεν πέθανες όμως
είσαι ακόμα εδώ
κι εκείνος ο θάνατος
ακόμα σπαράσσει
στο μυαλό σου
ποια ελευθερία
τώρα ούτε να πεθάνεις
δεν μπορείς
μάλλον μπορείς
αλλά δεν ξέρεις αν το θέλεις
για ποια ελευθερία
μου μιλάς
*
η κάμαρα
μια κάμαρα
όλη κι όλη
με τυφλά παράθυρα
και κλειδωμένες πόρτες
στο ταβάνι
κρεμασμένες οι μνήμες
στο πάτωμα
χαραγμένοι οι δρόμοι
και στους τοίχους
ζωγραφισμένα τα όνειρα
εσύ στο ενδιάμεσο
ζητάς ισορροπίες
χειρονομείς μιλάς γελάς
πονάς
μεγαλώνεις και μικραίνεις
υπάρχεις
ψάχνοντας την Αλήθεια
με τα χρόνια
οι μνήμες πληθαίνουν
τα όνειρα στοιχειώνουν
οι δρόμοι λιγοστεύουν
κατεβαίνεις
κάθε μέρα λίγο πιο κάτω
ώσπου οι δρόμοι
γίνονται τελικά τελεία
πάνω από το σώμα σου
ενώ οι μνήμες και τα όνειρα
εκφωνούν
τον επικήδειό σου
μέσα στην κάμαρα που έζησες
*
το ταξίδι
στο ίδιο καράβι κι εσύ
όπως κι εγώ
λαθρεπιβάτες μοιραίοι
ενός εξόριστου χρόνου
κανένας δεν μας υπολόγισε
σ’ αυτό το ταξίδι
όπως σε κοιτάζω
η ομίχλη σε διαλύει
δεν έχεις όγκο
γι’ αυτό σε ξεχώρισα
ξέρω κι εσύ πονάς
θέλεις να δραπετεύσεις
θέλεις να φωνάξεις
θέλεις να υπάρξεις
όμως μόνο πονάς
κολλάς στο μέσα σου
και ανασαίνεις αυτόματα
αν μπορούσες θα έσβηνες
αν μπορούσες θα έκλαιγες
ίσως ακόμα και να πνιγόσουν
στο μέσα σου
αν μπορούσες
ωστόσο παλεύεις
κτίζεις την αγκάλη σου ξανά
όπως κι εγώ
ξέροντας καλά
ότι ο πόνος είναι μοναχικός
κι έχει πάντα το ίδιο βάρος
δεν ξέρεις
πόσο αργεί το λιμάνι
θέλεις όμως να σε φτάσει
με γεμάτη
την άδεια σου αγκαλιά
*
οι ψίθυροι
οι αγάπες
δεν χάνονται
γιατί οι αγάπες που έζησες
είναι οι σταγόνες ελέους
στην ώρα του πόνου σου
είναι το άρωμα της Μαγδαληνής
και το μύρο της Μαρίας
οι μεγάλες αγάπες
δεν χάνονται
γίνονται ψίθυροι
στο στόμα του Θεού
που σου μιλά
μην τις ξεχάσεις
*
άνεμος είναι
σου μίλησε ο άνεμος
καθώς έτρεχες ανέμελος
μέσα στη νύχτα
τον ένιωσες τον άνεμο
όπως ένα καρφί
να βυθίζεται στο κεφάλι σου
άνεμος είναι θα περάσει
σκέφτηκες
άνεμος είναι
δεν αφήνει σημάδια
μα τότε εσύ
πώς σημαδεύτηκες
στο στέρνο της μνήμης σου
πώς μάτωσες στο μέτωπο
και πώς έλιωσε μέσα σου
το φως
άνεμος ήταν ύπουλος
σταλμένος
από στόματα λύκων
που πεινούσαν σ’ ερημιές
ποτισμένος
με χνώτα κίτρινων φόβων
και βαμμένος
με πράσινες λιωμένες ανάσες
βουτηγμένες σε λασπόνερα
και βρύα χολής
άνεμος ήταν άστεγος
φώλιασε στο σώμα σου
τυχαία
και σε κούρσεψε
αγάπα τον να ζεσταθεί
αγάπα τον να νιώσει
αγάπα τον να σ’ αγαπήσει
μόνο αυτό μπορείς
*
τόσο απλά;
το μισό του δέκα είναι το πέντε
του εκατό το πενήντα
του ενός κιλού το μισό κιλό
της πανσελήνου το μισοφέγγαρο
το μισό της αγάπης ποιο είναι;
κι αν μοιράσω ένα κουβάρι με κλωστή
τι θα έχω
θα έχω μισό κουβάρι κλωστής
ή κανένα κουβάρι
αλλά πολλές μικρές άχρηστες κλωστούλες
το μισό της αγάπης είναι το άχρηστο;
κι αν δέσω τις κλωστούλες;
ναι
μπορώ να έχω ξανά ένα κουβάρι
όχι το ίδιο
μα ένα άλλο
ένα μπερδεμένο κουβάρι
ανυπόφορα ασύμμετρο
τρομερά κακοπλασμένο
και εξίσου άχρηστο
το μισό της αγάπης είναι το άχρηστο;
κι αν μοιράσω το πάντα
θα καταλήξω στο κάποτε
ή στο ποτέ
ενώ αν μοιράσω το φως
θα μείνω στο μισοσκόταδο
ή στο μισόφως
οπωσδήποτε όμως
αν κόψω ένα επίσημο φόρεμα στη μέση
οριζοντίως ή καθέτως
μπαλωμένο δεν ξαναφοριέται
το μισό της αγάπης είναι το άχρηστο
κι αν το φορέσεις μένεις γυμνός
όχι μισόγυμνος
τόσο απλά
*
οι υπνώττοντες
ο φονιάς
έκανε βόλτες μέσα στην πόλη
ντυμένος θύμα
ξέρανε ότι είναι ο φονιάς
μα βλέπανε το θύμα
γιατί αυτό που φαινόταν
ήταν πιο εύκολο
απ’ αυτό που πονούσε
είναι τόσο ανάλαφρος
ο ύπνος
αυτών που συγχωρούν
αλίμονο
σ’ όσους θυμούνται
*
παγκοσμιοποίηση
οι παπαγάλοι
κατέλαβαν όλους τους δρόμους
με απίστευτη ευκολία
πολύξερα πουλιά
από την Ασία την Ευρώπη
την Αμερική την Αφρική
απ’ όλα τα μέρη της γης
ένα ασύνταχτο κοπάδι
σ’ όλες τις πόλεις της γης
παπαγάλοι
με ποικίλα χρώματα
πετούσαν στους δρόμους
κι όλο μιλούσαν μεταξύ τους
γέμισαν οι πόλεις
άγνωστες λαλιές μουσικές
χρώματα μυρωδιές
όλα ανάμιχτα
ένα απροσδιόριστο χαρμάνι
οι δικοί μας στόχοι
άστεγοι κι αμήχανοι
γραμμένοι σε γλώσσα κενή
σπουργίτια οι στόχοι μας
πνιγμένα στο γκρίζο τους χρώμα
πού να φανούν στα χρώματα
των παπαγάλων
ωστόσο
στην τελευταία σύναξή τους
αποφασίστηκε μεγαλόψυχα
η μετάλλαξη
των γκρίζων σπουργιτιών
σε παπαγάλους
ως σπουργίτι εγώ
ποτέ μου δεν κατάλαβα
γιατί χειροκροτούσαν
τα σπουργίτια
έτσι τώρα έχουμε
τους παπαγάλους
και τους σαν παπαγάλους
κι ανάμεσά τους κρυφά
λίγα μικρά σπουργίτια
σαν μαγιά
*
γνώση
όπως έμαθες να δέχεσαι
τις πλήρεις συμφορές
και να σιωπάς
μάθε να δέχεσαι
και τις μικρές χαρές
και να γελάς
κι ακόμα πιο πολύ
μάθε να στύβεις τον πόνο
μέχρι να στάξει γέλιο
τόσο αρκεί
**************************************************************
Η Σόνια Κούμουρου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Παλιά και νέα φεγγάρια, 1998. Ο ενδιάμεσος χρόνος, 2001. Ο οδοδείκτης, 2007. Το λάθος του χρόνου, 2011.