Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Pierre Reverdy (1889-1960), Ποιήματα (μτφρ. και επίμετρο: Κώστας Ριτσώνης)

$
0
0

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΣ

Το βράδυ περπατά ανάμεσα στη βροχή και το νυχτερινό κίνδυνο την ασχημάτιστη σκιά του και όλα αυτά που τον έχουν πικράνει.
Στην πρώτη συνάντηση τρέμει – πού να καταφύγει μπρος στην απελπισία;
Ένα πλήθος πλανιέται μέσα στον άνεμο που βασανίζει τα κλαδιά και ο Κύριος του ουρανού τον παρακολουθεί με ένα μάτι τρομερό.
Μια επιγραφή τρίζει – o φόβος. Μια πόρτα κουνιέται και το παντζούρι από ψηλά χτυπά πάνω στον τοίχο τρέχει και οι φτερούγες που κουβαλούν το μαύρο άγγελο τον εγκαταλείπουν.
Και μετά,  μέσα σε διαδρόμους χωρίς τέλος μέσα σε κάμπους έρημους της νύχτας, όπου σκοντάφτει το πνεύμα, απροσδόκητες φωνές διαπερνούν τα χωρίσματα, ιδέες κακοχτισμένες κλονίζονται, οι καμπάνες του αμφίβολου θανάτου χτυπούν.

 

*

ΑΡΓΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ

Είμαι σκληρός
Είμαι τρυφερός
Κι έχασα τον καιρό μου
Να ονειρεύομαι μα δίχως να κοιμάμαι
Να κοιμάμαι περπατώντας
Παντού απ’ όπου πέρασα
Βρήκα την απουσία μου
Δεν είμαι πουθενά
Παρά μονάχα μες στο μάταιo
Όμως μέσα στα σπλάχνα μου
Εκεί που ο κεραυνός τόσο συχνά χτυπάει
Έχω κρυμμένη μια καρδιά
που κάθε λέξη κι ένα σκάλισμα τής δίνει
και στις μικρές κινήσεις της
στραγγίζει η ζωή μου

*

ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Στην άκρη της στέγης
Μεσημέρι
Τρεις σταγόνες νερού
Κρέμονται στην υδρορροή
Τρία αστέρια
Διαμάντια
Και τα λαμπερά σου μάτια
Που κοιτάζουν τον ήλιο
Πίσω απ’ τα τζάμια
Ένα σύννεφο χορεύει

*

Η ΣΙΔΕΡΩΤΡΙΑ

Παλιά τα χέρια της κάναν λεκέδες κόκκινους επάνω στην μπουγάδα που έλαμπε
με το σιδέρωμα .

Αλλά μέσα στο μαγαζί όπου η θερμάστρα
είναι πολύ κόκκινη , το αίμα της
σιγά σιγά εξατμίζεται .

Γίνεται όλο και πιο πολύ λευκή
και μέσα στον ατμό που ανεβαίνει την διακρίνουμε
σχεδόν στη μέση των λαμπρών δαντελένιων κυμάτων.

Τα ξανθά της μαλλιά σχηματίζουν στον αέρα
μπούκλες από ακτίνες
και το σιδέρωμα συνεχίζει το δρόμο του ξεσηκώνοντας τη μπουγάδα των συννέφων

και γύρω απ’ το τραπέζι η ψυχή της που ακόμη
αντιστέκεται
η ψυχή της σιδερώτριας τρέχει και διπλώνει την
μπουγάδα μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι
χωρίς κανείς να δίνει σημασία .

*

Η ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ

Βολεύεται μ’ αυτό τον τρόπο
Έχει τόσο φόβο για τις κουβέρτες
Για τις κουβέρτες τις μπλε του ουρανού
Και για τα μαξιλάρια των συννέφων
Είναι άσκημα σκεπασμένος απ’ την πίστη του
Φοβάται τόσο τα λοξά βήματα
Και οι δρόμοι φτιαγμένοι μέσα στον πάγο
Είναι πολύ μικρός για το χειμώνα
Φοβάται τόσο πολύ το κρύο
Είναι διαφανής μέσα στον πάγο
Ο καιρός τον κυλά μέσα στα κύματά του
Καμιά φορά το αίμα του ανάποδα γυρνάει
Και τα δάκρυά του λεκιάζουν τη γραμμή
Το χέρι του μαζεύει δώρα που πρασινίζουν
Και μπουκέτα φύκια απ’ τις ακρογιαλιές
Η πίστη του είναι ένας θάμνος απ’ αγκάθια
Τα χέρια του ματώνουν πάνω στην καρδιά του
Τα μάτια του χάσανε το φως
Και τα πόδια του σέρνονται πάνω στη θάλασσα
Όπως τα χέρια των πεθαμένων χταποδιών
Είναι χαμένος μέσα στο σύμπαν
Σκοντάφτει πάνω στις πολιτείες

Πάνω στον εαυτό του και στα πλάτη του
Προσευχηθείτε λοιπόν ώστε ο Kύριος
Να σβήσει για παντοτινά
Αυτόν τον ίδιο μες στις αναμνήσεις

*

TO ΓΥΑΛΙΝΟ ΚΛΕΙΔΙ

Τρύπες στον τοίχο , τρύπες στην καμινάδα και στην πίπα μου ` στη γωνία δυο σταυρωμένα μπαστούνια χτυπιούνται μεταξύ τους . Ποιός θα τα πάρει ; Δεν κάθεται κανείς στο τραπέζι , κανείς πάνω στο κρεβάτι και οι πολυθρόνες είναι άδειες . Κάποιος θέλει να βγει έξω . Αλλά δεν είμαι εγώ που φύσηξα τη λάμπα για να σβήσει , δεν είναι τα βάδισμά μου που κατεβαίνει τη σκάλα , ίσως υπάρχει κι άλλος νεκρός μέσα στο σπίτι .

*

ΟΙ ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Σε κάθε σχιστόλιθο
Που γλιστρούσε στη στέγη
Είχαμε
Γράψει ένα ποίημα
Η υδρορροή ήταν στολισμένη με διαμάντια
Και τα πουλιά τα έπιναν

*

ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

Το παράθυρο
Μια τρύπα ζωντανή όπου χτυπά η αστραπή
Γεμάτη ανυπομονησία
Δεν ξέρουμε πια αν είναι νύχτα
Το σπίτι τρέμει
Η φωνή που τραγουδά θα σωπάσει
Είμαστε πολύ κοντά
Αυτός που ψάχνει
Πιο μεγάλος από αυτό που ψάχνει
Και αυτό είναι όλα
Να είσαι
Κάτω απ’ τον ανοιχτό ουρανό
Ραγισμένος
Φωτεινός εκεί όπου η αναπνοή έχει απομείνει
Κρεμασμένη

*

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΠΟΥ ΞΕΦΥΓΕ

Το αστέρι είναι μες στη λάμπα

Το χέρι
βαστάει τη νύχτα
από μια κλωστή

Ο ουρανός
έχει ξαπλώσει
στ’ αγκάθια
Σταγόνες αίμα
χτυπούν με θόρυβο πάνω στ’ αγκάθια

Και ο βραδινός αέρας
βγαίνει από ένα στήθος

*

ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ

Είμαστε δύο
Ακολουθώντας την ίδια γραμμή
Μέσα στους μαιάνδρους της νύχτας
Δύο στόματα που δε συναντιούνται
Ένας θόρυβος βημάτων
Ένα ελαφρύ κορμί γλιστρά προς το άλλο
Μια πόρτα τρέμει
Ένα χέρι προβάλει
Θα θέλαμε ν’ ανοίξουμε
Η φωτεινή ακτίνα στέκεται όρθια
Εκεί μπροστά μου
Και είναι η φωτιά που μας χωρίζει
Μέσα στη σκιά όπου σαστίζει το προφίλ σου
Ένα λεπτό χωρίς να αναπνεύσεις
Η ανάσα σου περνώντας μ’ έχει κάψει .

*

OYΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ

Κάτω απ’την αψίδα των ασυγκράτητων νεφών
Στο θόρυβο των φωνών που εγκαταλείπονται
Πάνω στα άσπρα πεζοδρόμια και οι τροχιές
Ανάμεσα απ’ τα κλαδιά του χρόνου
Κοίταξα να περνά η σκιά σου
Μόνη μέσα από τα σκοτεινά σημεία
Οι γραμμές του κινητού φωτός
Διαφανές στις αντανακλάσεις από ψεύτικες προθήκες
Και πήγαινε και πήγαινε

Ποτέ δεν περπάτησες τόσο γρήγορα
Θυμόμουν τη μορφή σου
Όμως ήταν πολύ μικρή
Κι ύστερα κοίταξα αλλού
Όμως για να σε ξαναβρώ ακόμα
Μέσα στην ηχώ της μέρας που κυλούσε μες
στη μνήμη μου

Κλωστές από αναμνήσεις κρέμονται πάνω στα κλαδιά
Φύλλα μες στο γαλάζιο αέρα πετούν αντίθετα
στο ρεύμα
Ένα ρυάκι με αίμα διαυγές γλιστρά κάτω απ’ την
πέτρα
Τα δάκρυα και η βροχή πάνω στο ίδιο στυπόχαρτο
Ύστερα όλα ανακατεύονται στο χτύπημα πάνω
σε βάτα πιο παχιά
Μέσα στο κουβάρι της τύχης η καρδιά χάνει
το δρόμο της
Πάντα ο ίδιος που σταματά
Πάντα ο ίδιος που ξαναγυρίζει

Ο ήλιος έσβηνε
Κοιτούσα πιο μακριά
Τα ίχνη των βημάτων σου κεντούσαν τη σκόνη
με χρυσάφι
Κι όλα που δεν ήταν πια εκεί
Μέσα στις φλόγες του απογεύματος
Που καταβρόχθιζαν τη γη

*

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ

Η ποίηση είναι αποκλειστικά των ποιητών που γράφουν για τους εαυτούς τους και για κάποιους προικισμένους με μια αίσθηση που άλλοι άνθρωποι δεν έχουν .

*

Ποιητή πού λες να βρίσκεται ο σπόρος που ψάχνεις ; Δεν έχεις καμιά τύχη να τον βρεις . Εσύ είσαι ο σπόρος του εαυτού σου και οι σπόροι των άλλων δεν είναι για σένα .

*

Στον ίδιο το δημιουργό ένα ποίημα μπορεί ν’ αρέσει ή να μην αρέσει . Κοροϊδεύει καθένα από τα ποιήματά του όπως μια συκιά κοροϊδεύει καθένα από τα σύκα και τα φύλλα της . Είναι μια γέρικη συκιά που έχει γεννήσει πολλά σύκα και φύλλα – αλλά θα σκοτωνόταν για λίγα σύκα για λίγα φύλλα .

*

Δεν μπορώ να σταματήσω να το λέω ότι η ποίηση υπάρχει μέσα στον άνθρωπο , μέσα στο αποτέλεσμα της επαφής του με τα γεγονότα , με τα πράγματα. Αυτός που δεν το έχει μέσα του απέξω ποτέ δε θα το δεχτεί και ακόμα το πιο ωραίο ποίημα του κόσμου που έφερε κάποιος άλλος ,ένας ποιητής , δε θα αναβλύσει μέσα του γιατί το σπέρμα της γονιμοποίησης εκεί δεν υπάρχει .

*

Η τέχνη και η ποίηση δεν είναι εδώ παρά για να δανείσουν στη φύση αυτό που εκείνη δεν μπορεί να φτιάξει μόνη της.

 

 

 

 

 

 

 

******************

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Mε υπερρεαλιστικές κλωστές υφαίνει τα τοπία του ο PIERRE REVERDY. Όμως το αποτέλεσμα είναι σχεδόν σαφές…Κι αυτός , σαν ένα ρυάκι από ποιητική λάβα , ζούσε μοναχικά μέσα σε ένα κόσμο , κατά τη γνώμη του ασαφή . Εκτός από τον έρωτα που τον εμπνέει και τον απελπίζει έχει για μόνη του παρηγοριά τη ζεστασιά του ποιήματος . Μια ασταμάτητη έμπνευση τον χαρακτηρίζει που αντανακλά τους λογισμούς του για το θάνατο και τη ζωή . Λεγόταν γι’ αυτόν πως ήταν γεμάτος μονιμότητα και καρτερία , μεμψιμοιρία και ζεστασιά , φιλία και επιφύλαξη . Λεγόταν πως ήταν «σαν παιδί του υπερρεαλισμού» άγριος και θυμωμένος κι ότι είχε μέσα του αίμα ταυρομάχου .

Κώστας Ριτσώνης


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles