Το πρώτο μου τραγούδι
Το φεγγάρι τρυπά
την κουνουπιέρα μου
ο υπόκωφος κρότος
ενός κανονιού
ακούγεται μακρυά.
Το πρώτο μου τραγούδι
*
Μια λαχτάρα
να πετάξω στο δρόμο,
η πόρτα του κήπου
διπλά κλειδωμένη
το κεφάλι του Άρη
με περιμένει ώρες…
καρφωμένο στην πλατεία.
*
Παλάτσα – τζιαρντίνοι – Μουσεία
Ο Έττορε!
έρωτες στην Φλωρεντία
επιστροφή στην Ελλάδα
επιστροφή στο σπίτι.
Μαγεία!
Η μητέρα μού ανοίγει την πόρτα
Φορώντας απροσδόκητα μαύρα
*
Η μπόμπα,
η μπόμπα του οξυγόνου –
η μπόμπα του θανάτου
δίπλα στο κρεββάτι
του πατέρα,
ένα τσιγάρο στο στόμα –
ένα μισό χαμόγελο
ο πατέρας μου
με τον θάνατο στο στόμα.
*
Στεκόσουν ψηλά
στο παράθυρο
με τεντωμένα
τα χέρια.
Έδωσες μια βουτιά
Κι έσκισες
Τον αέρα.
Κατακόκκινη η αυλή μας
άνθιζε με τις ώρες
*
Με χειρουργική δεινότητα
χάραξε τις φλέβες του.
Όταν απείλησε να χρωματίσει
ολόκληρο το σπίτι,
τον πήραν σε λευκό
αυτοκίνητο – λευκοντυμένοι
άνθρωποι.
*
Ο Κατακτητής
Τα παγωμένα βράδυα
με τους φλεγόμενους αετούς
μού χάριζαν παιχνίδια
από χρωματιστά γυαλιά.
*
Το τζαμάδικο
Διάφανα κι αδιαφανή
γυαλιά – οπάλλια – κρύσταλλα
και πλεξιγκλάς, υγρά και κοφτερά
στις σκοτεινές σπηλιές
με τους μεγάλους δράκους
και τα τζίνια τα μικρά
που κοιμούνται ακόμα
στα υδάτινα κάτοπτρα.
Υαλοφύλακες αδιαπέραστοι
διαπερνούν τον υπόγειο χώρο
με τα υδρόβια μάτια τους
(απειλητικά διαθλώμενα
στους μαγικούς καθρέφτες.)
Τα σώματα βυθισμένα
στην ομίχλη – ερπετά σερνάμενα
απάνω από το μυστικό τοπίο.
*
Επεμβάσεις
Από μια τρύπα
του κεφαλιού του
φύτρωνε ένα
εξαίσιο λουλούδι.
Στο ψυχιατρείο
το κόψανε.
Από κει φύονται τώρα
μεταλλικοί σωλήνες
προηγμένης τεχνολογίας.
Από την συλλογή της, «Διαφυγών έρως», Εκδόσεις Οδός Πανός, 2007
****************
Χάρτινες αγάπες Νο. 2
Κι όταν ακόμα έλεγα
πως σ’ αγαπούσα κι όταν
ακόμα έκλαιγα για σένα
παράδερνα κι ευχόμουνα
το θάνατό σου, να σε
σκοτώσω να σε
θάψω με τα ίδια μου
τα χέρια, τίποτα δεν
ήτανε αληθινό. Ένας έρωτας
imitation – μια τέλεια
απομίμηση – ένα faux bijoux
Ένα αστραφτερό ιριδίζον
στρας.
*
Μεταμφίεση
Ο Γαλάζιος Άγγελος
δεν ήταν άγγελος
μα δαίμονας. Όσοι
πέσαν στην παγίδα
καταράστηκαν
για πάντα το Θεό.
Αυτοί που γλύτωσαν
τον προσκυνούν ακόμα.
*
Φονικό Νο 1
Και σαν είδα με τα ίδια μου
τα μάτια τη μικρή μου Μίνη
να την κατασπαράζουν δυο σκυλιά
σπάραξε και η δική μου ψυχή.
Έτσι αιμόφυρτη ως ήταν
την άφησα στην άκρη στα σκουπίδια – κι όχι
πως δεν την αγάπαγα πολύ
– το σέβας μονάχα για τα ζωντανά.
Μ’ αν ζούσα στην αρχαία Αίγυπτο
στον πιο ακριβό ταριχευτή θα πήγαινα
σε λάρνακα διακοσμημένη
θα την έβαζα μ’ ένα χρυσό
σκουλαρίκι στο αφτί και τυρκουάζ
στη θέση του ματιού που έχασε.
Χίλια δυο στολίδια και κτερίσματα
να την βλέπουν στο απώτερο
μέλλον μέσα στα μουσεία
αυτή τη μικρή μου γάτα
που κέρδισε την αιωνιότητα.
*
Απώλεια
Δεν βλέπω πια όνειρα
σταμάτησαν εδώ και χρόνια
από τότε που ονειρευόμουνα
ακόμα και τη μέρα.
Συνωστίζονταν,
έτοιμα να εκραγούν. Οι θεράποντες
ιατροί αποφάσισαν μ’ ένα
άσπρο χάπι να διαγράψουν
τα ενύπνια οράματά μου.
Μα βλέποντας πως αυξήθηκε
η ημερήσια παραγωγή
με άλλα χάπια
μου κόψαν κάθε διάθεση
να ονειρεύομαι ξύπνια.
Αυτά τα χάπια ήταν χρωματιστά
που γρήγορα ξεθώριασαν. Μαζί
με την απώλεια ονείρων
επήλθε και χρωματική μα δεν με νοιάζει
εγώ από πάντα προτιμούσα
τον κινηματογράφο ασπρόμαυρο.
*
Στον Μικελάντζελο Αντονιόνι
Ούτε ανθρώπου μάτι ούτε
ψυχή στους άδειους δρόμους
και τις πλατείες. Τα σπίτια
μοιάζουν ακατοίκητα κι αυτά.
Ένα φως λευκό υποδηλώνει τη μέρα.
Κίτρινος καπνός
από το φουγάρο του εργοστασίου.
Ο έγχρωμος θάνατος εισχωρεί,
μια ομπρέλα φαρμακερή.
Οι φανοστάτες ανάβουν
καθώς πέφτει το σκοτάδι.
Στο πάρκο μέσα το ζευγάρι
υπό βροχή γίνεται ένα
με το τοπίο. Ο χώρος πιο δυνατός
πιο σιωπηλός κι απ’ αυτή
τη σιγή των ανθρώπων.
Ανεμοστρόβιλος με παίρνει
σε μια τάση φυγής, μ’ εξαφανίζει.
Χάνομαι προσωρινά
στο κοσμικό σύμπαν. Ανήμπορη
να συνεχίσω επανέρχομαι
νύχτα γλιστρώντας
πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο.
Από την συλλογή της, Χάρτινες αγάπες, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2008
*************
Αυτόχειρες ή έστω πιθανοί
Κι έπειτα αυτοκτόνησε
Με το όπλο του πατέρα
Εκείνος είχε επιλέξει άλλον
τρόπο – έφυγε περπατώντας.
*
Άναψε το σπίρτο κι αυτοπυρπολήθηκε
ο άνεμος χάιδευε το χλωρό
χορτάρι
*
Κι όταν το αποφάσισε ήπιε
Το δηλητήριο μέχρι τον πάτο
Ξεχνώντας πως πάσχει
Από μιθριδατισμό.
*
Είπε να πάει να πνιγεί
στη βαθιά γαλάζια θάλασσα
μα ζούσε στον κάμπο – μίλια
μακρυά της.
*
Ωδή
Ω! Εσείς αγαπημένα φυτά, σπόροι
και λουλούδια – η ομορφιά της γης
και η τροφή μας. Η ζωή ολόκληρη.
Ω! Εσείς που κάθε μέρα λιγοστεύετε
μέχρι να ερημώσει η γη, κι εμείς
στερημένοι – ανήμποροι θα ’ρχόμαστε
προσκυνητές στο τσιμέντο
μαυσωλείο σας – σ’ ένα νησί
μακρυά στη Νορβηγία. Εκθέματα
μουσειακά να μας θυμίζετε
πώς ήταν η ζωή μαζί σας.
*
Επέτειοι
Ο τούρτες γενεθλίων δεν διαφέρουν
από τους δίσκους μνημοσύνων.
Συνήθως φτιάχνονται σε χρώματα λευκά.
Σαντιγί οι τούρτες με περίτεχνα στολίδια,
ζαχαρωμένα τριαντάφυλλα,
γλασαρισμένους καρπούς, νωπές φράουλες.
Από άχνη ζάχαρης οι δίσκοι.
Κάτασπρα σχεδιαγράμματα
και μόνη παρένθεση τ’ ασημένια κουφέτα.
Πολλά κεράκια γύρω.
Στην εκκλησία για το πένθος, στις τούρτες
για τη γιορτή.
Προσφέρονται στους καλεσμένους.
Με γλυκύτατη γεύση για την πίκρα,
που μένει, όταν τα κεράκια σβήσουν.
*
Καύσεις
Είπα πως είμαι υπέρ της καύσης
των νεκρών. Και τι θα την κάνουμε
τόση στάχτη – αντέτεινα –
έχουμε με το παραπάνω από
την τέφρα της ψυχής μας.
*
Έκλειψη
Είχε μια λάμψη μαγική
Μέχρι τα δεκαοκτώ της χρόνια.
Λίγο μετά, το φως
αυτό έσβησε μαζί και
οι προσδοκίες – κάποιος
κατέβασε τον διακόπτη.
*
Ταξίδι
Ένα γαλάζιο λεωφορείο
περνά κάθε πρωί έξω από το σπίτι μου.
Οι επιβάτες απολιθωμένοι στο κάθισμα
όμοιοι με τα πετρώδη – άνυδρα βράχια
που συναντούν στο δρόμο τους
λίγο πριν το τέρμα. Εκεί η κορυφή του βουνού
και μια άσπρη εκκλησία.
Πάνε για τον έβδομο ουρανό.
Εγώ προσωπικά θα προτιμούσα
– έτσι γαλαζωπό που είναι –
να είχε προορισμό τη θάλασσα.
Για μπάνιο τώρα ή πνιγμό,
δεν έχει σημασία.
Από τη συλλογή της, Ουτοπία, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2011
****************************
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας από γονείς αστούς και πρώην πλούσιους.Έζησε εκεί μέχρι που τέλειωσε το σχολείο. Στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Α.Σ.Κ.Τ., στο εργαστήριο του Μαυροΐδη. Δεν την τέλειωσε, όπως δεν τέλειωσε ποτέ τίποτα. Αγαπούσε πιο πολύ τα ταξίδια. Κατοικεί μόνιμα στην Αθήνα. Κατά διαστήματα, για λόγους βιοπορισμού, έκανε baby sitting. Δυο χρόνια σ’ ένα κοριτσάκι κι έξι μήνες σε σκύλο. Βοηθός κεραμίστα για λίγο, κι ακόμα προσπάθησε ανεπιτυχώς να πλασάρει τη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Έγραψε κριτική κινηματογράφου για μικρό χρονικό διάστημα στο περιοδικό “Προσανατολισμοί”, με διευθυντή τον Γιάννη Τζαννετάκο. Ζει κυρίως από τη ζωγραφική, παίρνοντας παραγγελίες για πορτρέτα σε χαμηλή τιμή. Τα τελευταία χρόνια, έτσι ξαφνικά, άρχισε να γράφει.
Εργογραφία :
- (2011) Ουτοπία, Οδός Πανός
- (2008) Χάρτινες αγάπες, Οδός Πανός
- (2007) Διαφυγών έρως, Οδός Πανός
- (2005) Τα ίχνη της βροχής, Κέδρος
- (2002) Οι μικρές καρδούλες αναπνέουν σιγά, σχεδόν αθόρυβα, Κέδρος
- (2000) Ο Τζακ ταξιδεύει σε άσπρο ουρανό, Κέδρος