Ο Ποιητικός Πυρήνας είναι μια παρέα φίλων από τη Βέροια που ασχολείται με την ποίηση. Σε αυτήν την έκδοση ανθολογούνται ποιήματα μελών και φίλων του.
*
Βασίλης Δασκαλάκης
ΑΠΑΓΩΓΗ
Στον Ιγνάτη Χουβαρδά
Θλιμμένη γκαρσόνα
σερβίρεις πελάτες μελαγχολικούς
με κίνηση σπαταλημένης νιότης
θέλω πολύ να κλέψω
το επί της μέσης πορτοφόλι
παγκάρι απαράμιλλο θαυματουργής αγίας
Αφορμή να είναι τάχα τα χρήματα
μα αίτιο να ελευθερώσω
την ομορφιά σου
που έτσι δεμένη
στους χώρους δουλείας
μαραίνεται σαν λουλούδι
χωρίς νερό
Θλιμμένη μούσα
*
Σούλης Λιάκος
ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Μπήγω την καλύβα μου στη μέση του πελάγους
να ‘ρχονται τα κύματα από φως να μ’ ακουμπάνε
μακριά από τη γη, τον κόσμο
μήπως και με αποκοιμίσουνε
Να χτυπάνε τα χρώματα τα τρικυμισμένα
την καλύβα μου και μένα
για να θυμάμαι ότι είμαι φως
Σαν άλλος πρόσφυγας, πεινασμένος, απόκληρος
μπήγω την έρημη καλύβα μου στο φως
να θρέψω τα παιδιά μου
Τον κόσμο μου να θρέψω
Να χαλάει και να φτιάχνει η ξυλοκαλύβα μου
κι εγώ να σκαρφαλώνω
στη ράχη των χρωμάτων
Δεν έχω γη, νερό κι ουρανό από αυτά τα χρώματα
γιατί είναι του άλλου κόσμου
Δεν έχω να παίρνω, λαθραία, λίγα στο νου μου
να τα μασάω σαν πασατέμπο στην πόλη που θα κατέβω
μην και ξεχάσω
*
Γιάννης Σ. Μπέτσας
NOCTURNE
Καληνύχτα, Romina μου!
Φεγγαρόλουστο το γιατάκι σου κι απόψε.
Το ολόγιομο φεγγάρι στερνή απαντοχή σου.
Τώρα, που το κελάηδημα των σπίνων
πρόωρα αναγγέλλει το χειμώνα στην ψυχή σου.
Κλείσε τα μάτια σου,
άνοιξε το χέρι σου, φτωχή μου Romina!
Κάθε χαρακιά πάνω του μια ιστορία απόγνωσης
στην ασχημοσύνη του κόσμου τούτου
που, γενιές ολόκληρες, κάθε Romina υπομένει.
Βρέχει τη γη το δάκρυ της άμοιρης μάνας
και την ποτίζει με ζεστασιά μεγάλη,
τη γιομίζει με μητρικό πόνο.
Κι η μάνα γη λευτερώνεται κι αυτή απ’ το ασήκωτο βάρος
ποθεί να ενώσει το δάκρυ της με την καυτή σταγόνα.
Άρχισε να βρέχει Romina μου!
Κοιμήσου τώρα το λεύτερο νομαδικό σου ύπνο.
Το ξημέρωμα ο άνθρωπος, βαλμένος στο μανδύα του,
θα σου γνέθει πέπλο συμπόνιας
γεμάτος στιγμιαία πίκρα κι απογοήτευση,
έμπλεος από κρυφή χαρά.
Καληνύχτα, Romina μου!
*
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΠΟΙΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
μνήμη Γιάννη Βαρβέρη
Τα σπίτια κάποιων ποιητών είν’ ακατάστατα
Το πάτωμα σκονισμένο
Αράχνες στο ταβάνι
Στοίβες πιάτα στο νεροχύτη
Είναι γιατί συνήθως λείπουνε
Σε σαφάρι λέξεων:
Στο Τότε και στο Τώρα
Στη Σμύρνη ή στο Μιστρά
Στην Κόλαση ή στον Παράδεισο
Στη Χαρά και στη Λύπη
Οπόταν επιστρέφουν δεν έχουν πολύ χρόνο
Συγυρίζοντας ακόμη, εμπνέονται κι εργάζονται καταρρακωμένοι
Ξεπλένοντας ένα κουταλάκι λάμπει το σιρόπι της νεκρής μητέρας
Ξεπλένοντας ένα πιάτο ανασταίνεται το δείπνο ενός χωρισμού…
*
Παύλος Παρασκευαίδης
Πρωτομαγιά, χαρακτικό Γ. Φαρσακίδη
Στην πορεία της τελευταίας πρωτομαγιάς τα πράματα πήρανε μια ανεξέλεγκτη τροπή και λίγο έλειψε να έχουμε θύματα. Όλα εκτυλίχτηκαν ξαφνικά όταν στο κύριο σώμα της πορείας παρεισέφρησαν κάποιοι ασπρόμαυροι άνθρωποι. Γιατί ήταν τέτοια η οργή τους που ως λέγανε δεν είχανε βρει ακόμα το δίκαιό τους κι έδειξαν ομολογουμένως μια ιδιαίτερη επιθετικότητα απέναντι στα όργανα της τάξης. Και ειλικρινά δεν φαινόταν να ηρεμεί η κατάσταση καθώς η αστυνομία έμοιαζε ανήμπορη απέναντι στην ιστορική αυτή κατακραυγή ωσότου δηλώθηκε μια κλοπή ενός χαρακτικού έργου. Στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις των αστυνομικών απεδείχθη πως το κάδρο και το φόντο του χαρακτικού ήταν απείραχτα. Εκείνο που είχε κλαπεί ήταν οι φιγούρες του έργου και τότε μα μόνον τότε αντελήφθη ο αστυνομικός διευθυντής το μέγεθος αυτού του ιστορικού γεγονότος. Με την απειλή της καταστροφής του εναπομείναντος χαρακτικού κατάφεραν και πείστηκαν οι ασπρόμαυροι άνθρωποι να επιστρέψουν εκεί όπου ανήκαν. Έκτοτε το χαρακτικό του Γ. Φαρσακίδη φιλοξενείται σε ένα υπόγειο του αστυνομικού μεγάρου όπου φρουρείται σε εικοσιτετράωρη βάση προς αποφυγήν παρόμοιων περιστατικών κοινωνικής έκρηξης. Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα των ασπρόμαυρων ανθρώπων εντός του κάδρου αλλά οι προσπάθειες της ασφάλειας να αποκωδικοποιήσουν τα ύποπτα δρώμενα έχουν πέσει στο κενό. Κάποιοι αξιωματικοί αναφέρθηκαν στην απροσδιόριστη ικανότητα αυτού του χαρακτικού να δημιουργεί εμμονές και ψευδαισθήσεις υποβαθμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο που εγκυμονεί. Ένας ιστορικός τέχνης σχολίασε πως επιτέλους η αστυνομία άρχισε να καταλαβαίνει από τέχνη.
*
Γρηγόρης Σακαλής
Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Στη Σομαλία στο κέρας της Αφρικής
είδα την αγάπη μου ξυπόλυτη ζητιάνα
κάτω απ’ τον καυτό ήλιο.
Στη Βαγδάτη, παράπλευρη απώλεια,
κείτονταν νεκρή σε νάιλον σάκο.
Στο Πακιστάν την είδα λιθοβολημένη.
Στις Φιλιππίνες εκδιδόταν
από το χέρι του αδελφού.
*
Στεργία Τσούκα
ΠΕΜΠΤΗ
Να λες νερό
και να γίνεσαι θάλασσα
να βλέπεις ουρανό
και να πετάς ψηλά,
στα βαθιά του πόνου σου πελάγη
να χάνεσαι
και να αναδύεσαι
φορώντας τον καλύτερο εαυτό σου,
αυτόν που πάντα
στο τέλος φυλάς για τα δύσκολα
και στο ημέρωμα της απελπισίας
γίνεσαι ένα με την αλήθεια του.
*
Ιγνάτης Χουβαρδάς
ζ) Μια αποσπασματική, φευγαλέα εικόνα
μερικές φορές είναι πιο δυνατή
από μια στάσιμη που σου δίνει την ευχέρεια
να την ανιχνεύσεις,
να την αποστηθίσεις.
Ίσως γιατί το φευγαλέο
αφήνει ανοιχτές τις δυνατότητες
για να ορίσεις
το ιδεατό
που κουβαλάς μέσα σου.
Η φευγαλέα εικόνα είναι το ερέθισμα
(το ξανθό κορίτσι στο φαστ φουντ
αρκετά παλιομοδίτικο, με φλατ διχαλωτές
παντόφλες, δάχτυλα ποδιών χαμηλόφωνα)
και στα αποσιωπητικά που ακολουθούν
έρχονται και κάθονται αηδόνια,
γλυκά νερά από ποτάμια του βουνού,
ένα απόμερο σπίτι,
μια αλλόκοτη ζεστή οικογένεια
που σου λέει μυστικά από παλιά,
ένα μονοπάτι από μεθυσμένα λουλούδια
που οδηγεί στο έγχρωμο βλέμμα σου.
*
Κώστας Ψαράκης
ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗ ΕΡΕΙΠΙΑ
Αν ήμουν ταπεινός και είχα νου
θα έφτιαχνα ένα σπίτι με κήπο
να ‘χω ένα πράσινο φύλλο
ένα αυγό
και δυο τρεις κατσίκες
όπως όλος ο κόσμος
Τριάντα χρόνια χτίζω λέει το κάστρο μου
στο φρύδι του γκρεμού
πέτρες πάνω στις πέτρες
σκάλες που δε πάνε πουθενά
πόρτες στο χάος
σχέδια μέσα σε σχέδια
όλα μισοτελειωμένα και τεράστια
τι τα ‘θελα τόσο μεγάλα
τι τα ‘θελα τόσο πολλά
ούτε ένα να μη τελειώσει…
–τόσος κόπος–
και γω θανατωμένος
απ’ τους γκρεμούς και τα φεγγάρια
άστεγος
σε τούτα τα μεγαλοπρεπή ερείπια
κι ούτε ένας κήπος
ένα πράσινο φύλλο
σε τούτα τα ερείπια
που ζω τα τελευταία χρόνια
ελεύθερος
σα τους νεκρούς
*
Νίκος Γ. Ψαράκης
VII
(Από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ)
Εκείνοι απόκτησαν μια προσοχή τεράστια
Βρισκότανε στο στάδιο των ενορατικών αναλύσεων
Μια κουκίδα είχε μεγάλη έκταση, είχε ιστορία
Τοποθετούσαν ξανά τα στοιχεία
φύση κι ανθρώπους στον πίνακα
Έβλεπαν κι ερμήνευαν τον πίνακα
κι είχε να κάνει με μια γοητεία
καθώς τίποτα πια δεν ήταν αυτονόητο
Ό,τι δεν μπόρεσε να ερμηνευτεί
έμενε σ’ ένα όμορφο σκοτάδι
Γύριζαν απ’ όλες τις μεριές
την ομορφιά του κόσμου