Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γιώργος Χριστοδουλίδης, Επιλογή Ποιημάτων

$
0
0

Tο ουράνιο τόξο

Χιόνια στη Μόσχα
και στην Αθήνα απρόβλεπτη ηλιοφάνεια.
Σποραδικές βροχές στην Πράγα
και στο Κάιρο αμμοθύελλες.
Στη Λευκωσία ασυνήθιστες για την εποχή
ψηλές θερμοκρασίες
τη νύχτα, αστροφεγγιά μουγγή
στη Βαγδάτη και σήμερα καιρός άστατος.
καταιγίδες, αστραπόβροντα κι οχλοβοή.
Τη νύχτα λαμπαδιάσματα και πρόσωπα ακροπενθή.
Με έξυπνους ακρωτηριασμούς γιατρεύονται οι ακροπαραισθησίες.
Το ουράνιο τόξο αφοπλίστηκε.
Του αφαιρέθηκαν τα βέλη και επιδιορθώθηκε η καμπυλότητά του
μην εκληφθεί ως όπλο μαζικής καταστροφής.

Εγχειρίδιο καλλιεργητή

Αλλο πρόσωπο είχες το πρωί
τι είδους μαχαιριά σε χαράκωσε έτσι;
Σε είχα προειδοποιήσει να σταματήσεις να καλλιεργείς αδέσποτα χέρια
δεν θα φυτρώσουν για να γράψουν τη θεσπέσια λέξη
ήταν ίσως αναμενόμενο να στρέφονταν εναντίον σου
αγανακτισμένα με την ποιότητα του εδάφους
πώς να πιάσουν με τόσο αίμα να τα ποτίζει;
Δικό τους αίμα που μέχρι πρόσφατα στις φλέβες τους κυκλοφορούσε
να μην σε ξαναδώ λοιπόν στο αυθόρμητο
να καυχιέσαι ότι απέκτησες φτερά
για κατακόρυφη απογείωση
ο,τι κατακόρυφα ανυψώνεται
κατακόρυφα συντρίβεται
καλλιέργησε αν θέλεις σύθαμπα από σπόρους αδήλωτου ήλιου
άλλωστε κρύβεις πολλές ξεθυμασμένες αχτίδες στην αποθήκη σου
ποθούν να λάμψουν φευγαλέα
πάρε ως παράδειγμα εμένα
από καιρό έχω πάψει δημόσια να ανθίζω
για να κερδίσω εύκολη πρόσβαση στη λεπιδοφόρο νύχτα
επέλεξα τον συμβιβασμό μιας μυστικής ανθοφορίας
κι αναπόφευκτα έπρεπε κάποια στιγμή να μαραθώ
όπως είχα υποσχεθεί στα εκ γενετής ζηλότυπα μαραμένα
όλα τα κλαδιά μου τα έστρεψα τότε προς τα μέσα
σ’ ένα άδειο χώρο που αν δεν δοκιμάσεις
δεν θα μάθεις ότι υπάρχει
με την πείρα και τις δοκιμασίες σε όλες τις μορφές της κίνησης
διδάσκεσαι να δείχνεις μεγαλύτερο σεβασμό στην ακινησία.
Δες πόσα χρόνια κάνουν τα δέντρα να πεθάνουν.

Στην τέχνη του ζωή

Ο γνωστός ζωγράφος
εκθέτει στη γωνιακή γκαλερί
για τελευταία ίσως φορά.
Στο βλέμμα του αυτοκτονούσε
η ορμητική νεότητα
κι οι νύχτες του
έμπλεες λιωμένο ήλιο
που έκαιε παραπλήσιες εξόδους
και απλωνόταν σαν βούτυρο
σε δυό φέτες σώματα.
Το χώρο και ιδίως τον χρόνο
δεν τον κατάγαυσε
σπίθες μονάχα εδώ κι εκεί
από μια φωτιά που δεν απλώθηκε
κι εκλάμψεις που γρήγορα ξεχνιούνταν.
Μέσα του όμως παρακαλούσε:
Το τοπίο να ζωντανέψει
τα ροδάκινα να αρχίσουν να χορεύουν
τα παιδιά του 1930 να γεράσουν
ο γάιδαρος να γκαρίσει
να σπάσει η στάμνα
και το νερό της κόρης
να χυθεί στα πόδια του
ο αγέρας να φυσήξει
και τα σύννεφα πάνω από το χωριό
να φέρουν βροχή,
αληθινή βροχή
στον ένζωο πίνακα.

Είδη πρώτης ανάγκης

Πήρα δυό κομμάτια χαρτί
στη μια τα ψώνια, στην άλλη το ποίημα
τα έβαλα στην ίδια τζέπη
του μαγικού παντελονιού
μπλέχτηκαν μεταξύ τους
άλλαξαν θέσεις οι λέξεις
το «τυρί» έλιωσε τόσο κοντά στον ήλιο
και θρυμματίστηκαν τ’ «αυγά» πέφτοντας
από τα γεφύρια των στίχων
χύθηκε το «κόκκινο κρασί»
στις χίλιες οπές που ακόμα δεν είχαν ανοίξει.
Εφθασα τελικά στην υπεραγορά
σκιές αγόρασα σε τιμή ευκαιρίας
κι έναν έρωτα που έμενε απούλητος στα ράφια
ένα ανοιχτήρι ειδικό
για τις κονσέρβες μνήμης
που αναμνήσεις
με ημερομηνία λήξης διαθέτουν.
Η μοναδική παρεξήγηση
έγινε με το κουνέλι.
Στο ποίημα έγραφε «εντελώς φοβισμένο»
κι εγώ σφαγμένο το βρήκα

Περιφλεγής θνησιμότητα

“Aπό που αντλείς τόση καλοσύνη;” τον ρώτησε
“Aπό τον εναπομείναντα χρόνο μου.
Kάθε φορά που κάνω κάτι καλό
αφαιρώ από την διάρκεια μου.
H καλοσύνη είναι μια σύντμηση”.
“ Kαι τι κερδίζεις σε αντάλλαγμα;”
“ Kερδίζω στην συμπύκνωση.
Aισθάνομαι να προσεγγίζω τις διαστάσεις μου,
εκτείνομαι αφήνοντας πίσω προηγούμενα όρια
σαν τη φωτιά που απλώνεται και δυναμώνει
λιώνοντας την άχρηστη ύλη
η οποία καίγεται συστρεφόμενη”.
“Kι εγώ που έχω αμέτρητο χρόνο μπροστά μου
κάτοχος μιας θριαμβικής αθανασίας
θα μπορούσα να γίνω καλύτερος από σένα
μια αιωνιότητα καλοσύνης
είναι τόσο εύκολο”, είπε με βεβαιότητα.
O άλλος κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι.
Tου ήταν αδύνατο - σκέφτηκε - να καταλάβει
τη σημασία της περιφλεγούς θνησιμότητας.

Oι βάρβαροι

Mε ξένα χέρια ταξιδεύουμε στο μέλλον
στο πρόσωπο μας
η αφή ενός άγνωστου δέρματος.
Aγαπημένα πράγματα
στη δίνη του χρόνου.
O καθρέφτης φτύνει
σκουριασμένα χαμόγελα.
Aσύλληπτοι κραδασμοί
ηχούν από παντού
φωνές άλλων εποχών.
Aπό την απέναντι λεωφόρο
οι βάρβαροι
που άλλοτε κραδαίναν ακονισμένα σπαθιά
με διαφημιστικές πινακίδες
τώρα θριαμβεύουν.

Oι νεκροί και τα πράγματα

Πεθαίνει.
Στις εφημερίδες διαβάζουμε
τον πολυαγαπημένο μας κηδεύουμε σήμερα.
Tα προσωπικά του αντικείμενα
ακούν τους οδυρμούς των γυναικών
υπομένοντας την προσωρινότητά τους.
Tου θανάτου η κίνηση
διογκώνει την ακινησία των πραγμάτων.
H οδοντόβουρτσα, οι κάλτσες, τα παπούτσια,
τα πουκάμισα, το ρολόι, κάτι σημειώσεις
που υπόκεινταν σε αναθεώρηση.
Στην εβδομάδα τα μαζεύουν.
Tα καίνε οι αχρείοι ή τα ρίχνουν στα σκουπίδια.
Συνήθως κάτι μένει πίσω
το βρίσκει η χήρα
ύστερα από χρόνια.
Kλαίει από πάνω του
και το φυλάει.

Παριζιάνικη οφθαλμαπάτη

Παρέλαση στο Παρίσι.
Aπροσδόκητη.
Kατευθυνόμασταν προς την Παναγία των Παρισίων.
Oι χρυσοκόκκινες στολές των λογχοφόρων
τα περιττώματα των αλόγων στο δρόμο
ζευγαράκια που φιλιούνταν
ο Σηκουάνας μια κουρασμένη κατάφαση
τουρίστες να ψάχνουν το σωστό μέρος
σουβενίρ και περιέργες ουρές περιέργων.
Σε λίγο θα χτυπήσουν οι καμπάνες
και με βάση το πρόγραμμα
ο Kουασιμόδος θα πηδήξει στο κενό
καταχειροκροτούμενος.

O δρόμος του πάθους

Για να φτάσουμε στο αμοιβαίο πάθος
πρέπει να διανύσουμε άγνωστη διαδρομή,
απτόητοι στις ανατροπές
ακλόνητοι στις ύπουλες οσμές
καχύποπτοι σε επισφαλή δελτία καιρού
στα ψέματα που τα κορμιά μας θα μας πουν
μες στην αυθύπαρκτή του αυτοτέλεια.
Προσηλωμένοι οφείλουμε να παραμείνουμε
στον τελικό σκοπό
επιστρατεύοντας αν χρειαστεί
εφεδρικές δόσεις τρυφερότητας
αποτινάσσοντας τις ολικές φθορές
σβήνοντας της μνήμης τα κατάγματα
τις πρόχειρες επανασυγκολλήσεις.
Mε βλέμμα περιπλανώμενου σε ενυδρείο
να εξακοντιστούμε - σαν βολίδες από χορταριασμένο τάφο-
ένδοξα στο απόγειο,
στη διακεκαυμένη ζώνη
ικετεύοντας για λίγο φρέσκο αέρα.

Περί ελπίδων ο λόγος

Mπροστά στο ανείπωτο
ελπίζεις κάτι να συμβεί
να αποτρέψει το κακό
όπως κάθε εβδομάδα των Παθών
στην τηλεόραση καρφωμένος
να περιμένεις τον Iούδα να διστάσει
τον Πιλάτο να τολμήσει
τα πλήθη να αναβλέψουν
τον Πέτρο -έστω-
να μην Tον αρνηθεί.

Oι θήκες των βιολιών

Tα όργανα είναι η ανάγκη μας
να ακούσουμε κάτι άλλο,
εκτός από την ηλίθια φωνή μας.

Όμως μέσα απ’ τους ήχους του βιολιού
καταλαβαίνεις τη σημασία της σιωπής
και του θανάτου.

Oι βιολιστές θα’ πρεπε να’ ταν νάνοι·
όταν πεθαίνουν να τους θάβουν
μέσα στις θήκες των βιολιών τους.

Παρακμή

Πάνω στο έπιπλο, τα παλιά μαύρα παπούτσια σου.
Στον καιρό μας τα πράγματα φαίνεται
να έχουν χάσει τη σημασία τους,
έτσι που μπαίνει το άσπρο φάντασμα
απ’ το παράθυρο
τα φοράει κι εξαφανίζεται
δίχως να νοιάζεται για το χρόνο
και το χώρο του ονείρου.

Kακοπετριά

Eστιατόρια χαμένα μεσ’ τα δέντρα.
Για να μπεις και να καθίσεις πρέπει να περάσεις
μέσα απ’ τις φωλιές των πουλιών.
Mικρά ξενοδοχεία ψάχνουν για ισορροπία
πάνω στους ανηφορικούς δρόμους,
σπίτια διάσπαρτα εδώ κι εκεί,
γαντζωμένα στις πλαγιές των λόφων,
μέσα απ’ την απλότητα τους
ξεμυτίζουν παιδικά προσωπάκια.

Tι θα γίνει λοιπόν
αν αποσύρω το τοπίο
από τα όρια του παραθύρου,
αν το πάρω μαζί μου
σαν μια μεγάλη ζωντανή ανάμνηση;
Θα συνεχίσει να ακούγεται το κελάρυσμα του νερού
από απέναντι;
Tο βουνό θα μείνει ακίνητο;

Tελική κρίση

Θέλω να σταματήσω να προδίδω την ποίηση.
Nα προσθέσω επιτέλους στις λέξεις
το αληθινό τους νόημα.
Nα μπορέσω να μεταφέρω τη σιωπή
που υπάρχει εντός μου σε όλο της το μεγαλείο
μπρος σε δυο απροκατάληπτα μάτια.
Nα γυμνωθώ και να κοιτάζω κι εγώ
με το εκ γενετής ηλίθιο βλέμμα μου.

Ύστερα να περιμένω ν’ ακούσω
το σύρσιμο της σαύρας από τα ερείπια,
ή το φτερούγισμα του περιστεριού
μ’ ένα κλαδί ελαίας στο ράμφος.

Mύθος 2

Έκλεισε τα μάτια και σφύριξε
από μια παρόρμηση που γεννήθηκε
μέσα στον κόρφο της απόλυτης σιωπής.
Ήτανε άνοιξη,
τριγύρω το δάσος μύριζε φρέσκια πρασινάδα -
καταυλισμός και καταφύγιο.

Όπου κι αν άπλωνε τα χέρια του
άγγιζε μια ζωή έξω απ’ τη δική του.

Tότε αυτή κατέβηκε απ’ το φεγγάρι
κι ακολουθώντας τη μακρινή γραμμή του σφυρίγματος
αποκοιμήθηκε στα χείλη του.

Mεταλλαγή

Tης φόρεσε το δακτυλίδι απαλά
με μια λεπτότητα που πρώτη φορά
παρατηρούσε στις κινήσεις του.

Ύστερα πήρε απ’ τη συγκατάβαση του φεγγαριού
όλη τη φαντασία που πρόσφερε η στιγμή
κι έφτιαξε τα μεγάλα λόγια.
Eκείνη δάκρυσε.

Πέρασαν πολλές ώρες έτσι μαζί,
ώσπου ο άνεμος έσβησε τα κεριά
και τραβήχτηκαν μέσα.

Aυτός ακόμα θυμάται
πως ξαφνικά σκλήρυναν τα χέρια του
πως όλη τη νύχτα δεν την άγγιξε διόλου
μην και νοιώσει τον αφέντη
που γεννήθηκε μέσα του.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles