ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ του ΤΖΕΙΜΣ ΡΟΜΠΙΣΟΝ
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
«Τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή βρέθηκαν σε αρχαία λειψανοθήκη μοναστηριού του 5ου αι. όπως ισχυρίζονται οι αρχαιολόγοι». Telegraph Newspaper, U.K.
Ο πατέρας μου είναι σχεδόν κουφός πια και μισότυφλος.
Δε στέκεται χωρίς το μπαστούνι του, μα δεν υπάρχει
ανακούφιση στη σκέψη πως έχασε ή γλίτωσε
απ’ τη δύναμη του πόνου, του πένθους ή του φόβου,
μες στη σκοτεινιά που μαζεύεται, στη σιωπή που τον τυλίγει.
Όμως είναι ακόμα ζωηρός κι έτοιμος για κουβεντολόι,
όλο λαχτάρα για τον κόσμο που αλλάζει,
στα ενενήντα-τρία του πιάνει απεγνωσμένους μονολόγους
για τα παλιά, τότε που όλοι ήταν ζωντανοί κι αυτός άντρακλας.
Κι εγώ στα εξήντα-τρία είμαι ακόμα ένας γιος που θέλει να γυρίσει πίσω
ίσως περισσότερο κι από ‘κείνον, στις μηχανές που μούγκριζαν
καθώς άνοιγαν λαχανιασμένα δρόμο στο χιόνι, στα κίτρινα τρένα,
στα άνετα απλά ρούχα. Κάθε καπνός τραγουδούσε τότε.
Οι φτελιές κι οι βελανιδιές άντεχαν τα αβάσταχτα καλοκαίρια
στην προσμονή με ξερό γρασίδι και ξερά λουλούδια.
Αυτή τη βδομάδα τα λούνα-παρκ στις αλάνες ρίχνουν προβολείς
πάνω σε στάβλους και κιόσκια, δυνατά μακρινά λευκά τόξα
που χτενίζουν τον ουρανό όπου χτυπιόνται κεραυνοί στην κάψα.
Η τρομακτική καλλιόπη* ξεδιπλώνεται, αντιλαλεί.
Ο μπαμπάς ζει εκεί κοντά. Παρκάρουν άγνωστοι στην αυλή του,
πετούν χαρτοσακούλες από ζαχαρωμένο ποπ-κορν και ζελατίνες
απ’ τα καραμελωμένα μήλα, όμως δε γκρινιάζει πια.
‘Είναι η εποχή’, λέει, ‘τι το χρειάζομαι το δρομάκι;’
Του διαβάζω την εφημερίδα του. Δεν ξέρει κανέναν στις νεκρολογίες
και δεν μπορεί να μάθει ποιοι φίλοι και ποιοι εχθροί έφυγαν.
Όλοι χάθηκαν.
Ακούμε μέσα στη βαβούρα του τσίρκου
το μνημειώδες βουητό του ωκεανού, το υπόκωφο
βήμα του πλήθους, μυρίζουμε νέφη καρύδας από
αγριογούρουνα στη σούβλα, ψημένο καλαμπόκι,
πιτσιρίκια ωρύονται σε καροτσάκια με ένταση ίση
με τις τσιρίδες απ’ τις κοκορομαχίες
κι ολημερίς κι ολονυχτίς κροταλίζει το ηλεκτρικό τρενάκι
του λούνα-παρκ σαν ανεβαίνει και τις κατακόκκινες τρίλιες
των επιβατών όταν πέφτει κατακόρυφα.
Η χρονιά ώριμη, γκαστρωμένη κι ο μπαμπάς
λέει πως σε μια νύχτα βαριά κι ατμιστή σαν την αποψινή,
ακολούθησε το ένρινο γρύλισμα του κράχτη που έστηνε
τη σκηνή του: Ζωντανή, ολοζωντανή κι ολόγυμνη όπως
το λέει κι η Βίβλος, μετά το χορό των Εφτά Πέπλων,
η Σάλυ Ραντ παίζει τη Σαλώμη,
μέσα, εδώ μέσα, ξεδιάντροπα κι ακόλαστα, πέπλο το πέπλο όλες
οι θηλυκές ομορφιές της με όλα της τα γυναικείαμυστικά,
ζωντανή ολοζώντανη αποκαλύπτεται μπρος στα μάτια σας.
Ο Εντ ΜακΓκραθ είπε, ‘καλά, για τόσο κορόιδα μας έχουν;’
Ο Εντ ένας δεκαεξάχρονος πονηρός κυνικός
που δε χαλάλιζε ούτε πενήντα σεντς
ούτε καν δέκα δευτερόλεπτα για τέτοιες κομπίνες.
Όμως ο μπαμπάς μπήκε εκεί που οι τυφλές σκιές
μαυρισμένες από τις αναθυμιάσεις του τζιν, και του
αδιαβροχοποιημένου με πετρέλαιο καραβόπανου,
το σάπιο ροκανίδι έσμιγαν με τη βαριά μπόχα από αγρότες
κι επιχειρηματίες κάθονταν στριμωγμένοι,
λιγούρης όχλος καρφωμένος στα φώτα της σκηνής.
Κι ο μπαμπάς, ψηλός ακόμα και τότε, έσπρωχνε
να χωρέσει κι είδε από λάθος κι ήταν τυχερός.
Γιατί η παράσταση μόλις είχε τελειώσει
και βρέθηκε κάτω μπροστά τους, κάτω καθιστή
στα γοφιά της η Σαλώμη, με τα χέρια σταυρωτά στα στήθια
πανέμορφη όπως του υποσχέθηκαν, και κάτι παραπάνω
στην ταραχή της στιγμής, σχεδόν τσίτσιδη, ναι,
κάτω απ’ τα τόπια της αχνοπράσινης γάζας, με χρυσά
βραχιόλια στους αστράγαλους, το θλιμμένο της πρόσωπο μπλαβί
στο λιγοστό φως, στο εκτυφλωτικό μπάνιο του ηλεκτρικού,
στην κάτασπρη βία των φουντωμένων προσώπων που ντρέπονταν
απ’ τη λάμψη τόσης λαχτάρας.
‘Και ειλικρινά, μου άλλαξε τη ζωή’, λέει ο μπαμπάς.
Κι έτσι τον ρωτάω: ‘Το είπες στο Εντ ΜακΓκραθ;
Του είπες ότι είχε άδικο;’
‘Όχι. Του είπα ότι είχε δίκιο, είπα ότι ήταν σκέτη κοροϊδία,
τον άφησα ν’ απολαύσει με κυνισμό τη βέβηλη απάτη,
όπως κι εγώ είχα απολαύσει το πρώτο μου
θαύμα’.
*Σ.τ.μ. Καλλι-όπη: μουσικό όργανο .
***
LATE AUGUST by James Robison
Translated by:Belica-Antonia Kubareli
“The remains of St John the Baptist have been found in an ancient reliquary in a
5th century monastery…archaeologists have claimed.”
Telegraph Newspaper, U.K.
My father is nearly deaf now and going blind.
He cannot stand without his walker but there
is no comfort in thinking he has lost or been spared
the power to suffer or grieve or fear
the gathering darkness, the silence now
closing in. Still, he is chipper, and full of
good talk, trying to keep up with the flying
world, desperate, at ninety-three, to shun
monologues about then, when everyone was
alive and he was a force. At sixty-three,
I’m still a son, want to go back the same as
he-more maybe- to the machines that shrilled,
ground their way through snow, panted, yellow
streamliners, loose suits. All smoke sang. The elms
and oaks have stood up to an awful summer,
and wait with the dry grass and dry flowers. This
week, the state fairgrounds throw search beams from the
cattle barns and pavilions, straight gauzy
white spears that wipe a sky where heat lightning
stutters. The frightening calliope
ripples, echoes. Dad lives close by; people
park in his yard, drop caramel corn bags
taffy apple wrappers, but he no longer
grouses. ‘It’s just the season’, he says, ‘What
do I need with a driveway?’ I read him his
newspaper; he knows no one in the obits,
so can’t track passings of friends, enemies.
Everyone’s gone.
We hear over from the circus that massive oceanic rumble
of crowd, smell the hickory clouds from
hog roast pits, corn ears scorched in husk, infants
howling in strollers to match the crowing of
prize roosters, and, day and night the recurring
coggy ratcheting of ascending coaster
and the scarlet trill of riders as it falls.
The year has ripened, is gravid and Dad
says on a night as heavy as this, as
steamed up, he followed the nasal snarl
of a barker hawking a tent show on the
midway: Alive Alive and naked as the
Bible tells us, after her dance of the
Seven Veils, Sally Rand as Salome,
inside, inside, revealing unblushingly
and wantonly, veil by veil all her
feminine beauties in all their womanly
intimacy, alive alive revealed
to your eyes.
Ed McGrath said, ‘what kind of rubes
do they take us for?’ Ed at sixteen too wised
up, too much the cynic to waste fifty cents,
or ten good seconds on such a sham.
But Dad went inside, where shadows blotted all blackly,
in fumes of gin, oiled canvas, pine sawdust
and the flinty stench of farming men and
business men jammed too close, ravenous,
mobbed up, closing on the blaring lights up front.
So Dad, tall, even as a teen, shouldered
through and saw his mistake in timing, a
lucky one. Because her act was just over and
she was down before them, down sitting on her
thighs, Salome, with arms across her chest, as
beautiful as promised, more so it seemed in
the shock of the moment, nearly naked, yes,
under the sheets of jade gauze with gold ankle
bracelets, her sad face blue in skewered light,
in her dazzling electric bath, in the white
violence on the red faces, cowering
in the glare of so much craving.
‘I tell you’ Dad says, ‘it was life changing’.
So I ask him: ‘Did you tell Ed McGrath?
Did you tell him he was wrong?’
‘No. I said he was right, I said it was
a sucker’s trap, and let him enjoy his cynic’s
desecration of a fraud, as much as I
enjoyed knowing I had seen my first
miracle.’
********
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ του Τζέιμς Ρόμπισον
Μετάφραση: Μπελίκα-Αντωνία Κουμπαρέλη
Οι ζωές μας είναι κλεμμένες από άλλους και
δεν τις ζούμε. Κανόνας Πρώτος: τις ζουν
κλέφτες που η πλεονεξία τους ή
η γενναιοδωρία τους και στα πιο απλά
θέματα, μια φορά κι έναν καιρό, κατέγραψε
την ύπαρξή μας. Δεν μας ανήκει ούτε καν
η διάθεσή μας, μια Τρίτη, το πρόσωπό μας
ούτε ίχνος του μέλλοντός μας. Έτσι η ιστορία
κατατρύχει τον Γκοντάρ που θρηνεί τα
σχεδιάσματα της μνήμης λες κι ανήκουν
σε κάποιον, λες και γίνεται. Κανόνας
Δύο: Η ιστορία είναι εφηβική,
υστερική, πλαστή, μεταβατική,
διαιρεμένη σε κεφάλαια, κενά διαστήματα,
σαν άδεια δωμάτια λησμονημένα
απ’ όποιον κάποτε ονειρεύτηκε
μέσα τους. Αυτά είναι τα κεφάλαιά της.
Προσπαθείς να τα απομνημονεύσεις για το τεστ
της Παρασκευής. Τίποτα δεν έγινε
σε εκατομμύρια εκδοχές την ίδια στιγμή. Και,
Κανόνας Τρίτος: Φαντάσματα γράφουν τα προσεχώς
αλλά δε γράφουν, δια-γράφουν.
Οι προ πολλού νεκροί στρίβουν
το αμάξι στο γκρεμό, ή πάνω στο φέρυ ή
διασχίζουν όλο το Τέξας. Ένα φάντασμα
σε έφερε στον εθισμό για το γυμνό κορίτσι
του απογευματινού ήλιου και τη γενετική
της καθαρής τύχης που ονομάζεις έρωτα.
***
HISTORY IS THE WORK OF THE DEAD by James Robison
Translated by: Belica-Antonia Kubareli
Our lives are stolen by others and
we do not live them. Rule One: but we
are lived by thieves whose avarice
or generosity in some simplest
matter, once upon a time, wrote our
existence. We don’t own so much as
a mood, a Tuesday, our face, any
part of our future. So history
obsesses Godard, who laments the
designs of memories as if they
belong to anyone, or could. Rule
Two: History is pubescent,
hysteric, fictive, transient,
divided into chapters which are
the ghosts of spaces, empty as rooms
unremembered by whoever dreamed
within once. These are its chapters.
Memorize them, or try, for the test
on Friday. Nothing happened in a
billion variations at any
time. And Rule Three: Ghosts write the
upcoming but not by writing but
erasing. The long ago dead steer
the car over the cliff, or onto
the Channel ferry, or straight across
Texas. A phantom drove you to an
addiction to the naked girl in
afternoon sun, and the genetics
of raw chance you called love.
**************
Ο James Robison (1946) είναι αμερικανός συγγραφέας, που έχει εκδώσει μυθιστορήματα, ποιήματα και διηγήματα. Επίσης κινηματογραφικά του σενάρια έχουν γίνει ταινίες. Έχει πάρει το βραβείο Whiting Grant, το Pushcart Prize, το βραβείο Rosenthal της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών και πολλά άλλα ενώ υπήρξε εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών. Διδάσκει λογοτεχνία και δημιουργική γραφή σε μεταπτυχιακό επίπεδο.