Στο μεσαίωνα, κάπου στα βάθη των ασιατικών στεπών, υπήρχε και εφαρμοζόταν ένα τρομερό βασανιστήριο κατά το οποίο το θύμα δενόταν χειροπόδαρα στο έδαφος και ο δήμιος του, οπλισμένος με ένα βαρύ σφυρί, χτυπούσε και θρυμμάτιζε με κινήσεις προσεκτικής δεξιοτεχνίας τα οστά του αιχμαλώτου. Στόχευε και οδηγούσε τα χτυπήματα του πάνω στον βασανιζόμενο, σπάζοντας του ένα ένα τα οστά, προσεκτικά σαν κάποιο είδος αρρωστημένου τεχνίτη, μέχρι να προκαλέσει σοβαρά κατάγματα σε όλο τον ανθρώπινο σκελετό, γεμίζοντας από πόνο και φρίκη τον άνθρωπο που είχε την κακή τύχη να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Και όταν κάποτε έφτανε στη φάση της σιχαμερής αυτής διαδικασίας που όλα τα κόκαλα ανεξαιρέτως είχαν σπάσει, έδινε μια χαριστική βολή στο κρανίο του δεμένου, απελευθερώνοντας τον από το σαδιστικό μαρτύριο, στέλνοντας τον μακριά από τον τόσο άγριο και παράλογο κόσμο που ζούμε. Η τεχνική αυτή της ανθρώπινης εξόντωσης σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς χρησιμοποιούταν από τις στρατιές του Τζένγκις Χαν. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν πως η εν λόγω μέθοδος εκτελέσεως ήταν πολύ συχνή και διαδεδομένη ανάμεσα στους Ούνους. Είτε τη χρησιμοποιούσαν οι Ούννοι, είτε οι Μογγόλοι αυτή τη μορφή θανάτωσης, μικρή διαφορά όμως έχει. Η ουσία είναι πως αποτελούσε μια πρώτης τάξεως σαδιστική πράξη, που υλοποιούσε όλο το μέγεθος της ανθρώπινης κακίας, εμπνευσμένο από τους πιο απεχθείς εγκεφάλους, εγκεφάλους που αποτελούν δυνατό παράδειγμα στα επιχειρήματα αυτών που υποστηρίζουν πως η εξέλιξη ήταν ένα μεγάλο λάθος της φύσης και πως καλύτερα οι άνθρωποι να είχαμε παραμείνει πίθηκοι (αν όντως καταγόμαστε από το ευγενές αυτό ζωικό είδος).
Ας μην απελπιστεί από τη βαρεμάρα του όμως ο αγαπητός αναγνώστης, καθώς εδώ δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με βιολογικές θεωρίες, ούτε με την οποιαδήποτε πιθανή εκδοχή της προέλευσης του ανθρώπου, θέματα για τα οποία οι διαφορετικές απόψεις είναι απειράριθμες και που καλύτερα θα είναι να αφήσουμε τους ειδικούς να ασχοληθούν με αυτά. Το θέμα του συγκεκριμένου γραπτού είναι πιο πολύ η ψυχική κατάσταση του Οδυσσέα, ενός εικοσιοχτάχρονου άντρα από την Αθήνα, και το νευρικό του σύστημα, το οποίο ήταν τόσο ερεθισμένο και τόσο φουντωμένο από μια ακράτητη οργή, λες και τα σφυροκοπήματα του Μογγόλου δημίου, έπεφταν κατά ριπάς πάνω στις νευρικές απολήξεις του. Ναι, ίσως ήταν λίγο μελοδραματική και πολλά υποσχόμενη η εισαγωγή του κειμένου μου, μα πιστέψτε με φίλοι αναγνώστες, ο Οδυσσέας ήταν πραγματικά θυμωμένος. Ο θυμός έβραζε μέσα του σαν ηφαιστειογενές κύμα, έτοιμο να ξεραστεί στην επιφάνεια και να σαρώσει με πρωτοφανή μανία οτιδήποτε έβρισκε στο διάβα του. Σαν τροπικός τυφώνας που ξεριζώνει στο πέρασμα του χωριά ολόκληρα ιθαγενών, μαζί με εκτάσεις αδιαπέραστης ζούγκλας που τα ζώνει κλειστοφοβικά από παντού. Αν ο Οδυσσέας είχε προγόνους ανθρώπους βίαιους, πχ ληστές, πειρατές, μισθοφόρους που κούρσευαν ανθρώπινες πολιτείες, έσφαζαν, λεηλατούσαν και πυρπολούσαν με ασυγκράτητο μένος τη λεία τους, έτσι απλώς για να εκτονωθούν, τότε ήταν αυτών ακριβώς των προγόνων τα γονίδια που λειτουργούσαν αυτή τη στιγμή μέσα στους χαοτικούς διαδρόμους του μυαλού του.
Δεν υπάρχει λόγος για ανησυχία βέβαια, καθώς η φύση που φροντίζει για όλα, δεν παρέλειψε να δώσει σε αυτόν τον εξαγριωμένο νεαρό και μια πολύ σταθερή και δυνατή αυτοσυγκράτηση, ικανή να τιθασέψει ακόμα και το πιο άγριο και ζωώδες ένστικτο βίας. “Ψυχραιμία Οδυσσέα, ηρέμησε, μη ταράζεσαι και χαλάς τη ζαχαρένια σου!” έφτανε η φωνή της σκέψης του, απευθείας μέσα από το υποσυνείδητο του και υπακούοντας στη λογική αυτή παρόρμηση, συνειδητοποιούσε τον καταβάθος αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα της ανεξέλεγκτης οργής και κατάφερνε, μένοντας κύριος του εαυτού του, να επιβληθεί στις επιθετικές του τάσεις και να παραμείνει και επισήμως μέσα στη κατηγορία των ανθρώπων που θα μπορούσαν να αυτοαποκαλούνται πολιτισμένοι. Και πρέπει να τα κατάφερνε πολύ καλά, καθώς οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν στη καθημερινότητα του, άνθρωποι που τον γνώριζαν μόνο φαινομενικά, όχι μόνο δεν καταλάβαιναν τη νευρική του φύση, μα αντιθέτως τον θεωρούσαν για άνθρωπο γαλήνιο και προικισμένο με μια φυσική ηρεμία που σπάνια συναντούσε κανείς, ειδικά στον γεμάτο από νευρώσεις και ψυχολογικές ασθένειες δυτικό κόσμο του εικοστού πρώτου αιώνα. Παραταύτα τα εξωτερικά ερεθίσματα που τσιγκλούσαν ενοχλητικά τα νεύρα του κατέφταναν με ιλιγγιώδη ρυθμό και σε μεγάλες ποσότητες, σαν φλεγόμενα βέλη που πέφτουν βροχή πάνω σε ένα εύφλεκτο πευκοδάσος. Και το πευκοδάσος αυτό ήταν ο νευρικός ιστός του Οδυσσέα που από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να αναφλεχθεί με αποτελέσματα επικίνδυνα και άκρως απρόβλεπτα.
-Τι εννοείται χίλια διακόσια ευρώ? ρώτησε ο νεαρός κάνοντας σοφή χρήση όλου του αποθέματος της αυτοσυγκράτησης που διέθετε μέσα του, προσπαθώντας με δυσκολία να κατανοήσει αν ακούει καλά ή αν έχει πέσει θύμα ψυχωτικών ψευδαισθήσεων.
-Εννοώ χίλια διακόσια ευρώ το μήνα, απάντησε ο συνομιλητής του – ένας μεσήλικας με αντιπαθητική όψη – σε άπταιστα ελληνικά, με εύηχη άρθρωση και καθαρή προφορά, με τρόπο ομιλίας που θα ζήλευε και ο καλύτερος ραδιοφωνικός παρουσιαστής και που θα αποτελούσε πρότυπο για μάθημα λογοθεραπείας. Χίλια διακόσια ευρώ το μήνα αν θέλετε όντως να νοικιάσετε το διαμέρισμα, εκτός αν ήρθατε ως εδώ απλώς για να μου σπαταλήσετε το χρόνο, πρόφερε πεντακάθαρα χωρίς να χωράει ούτε η παραμικρή αμφιβολία σχετικά με το περιεχόμενο της πρότασης που είχε μόλις ξεστομίσει, επαναλαμβάνοντας μάλιστα με περίσσιο θράσος τον αριθμό που είχε λειτουργήσει σαν κόκκινο πανί απέναντι στη ψυχολογία του Οδυσσέα.
-Το διαμέρισμα στο οποίο αναφέρεστε κύριε, είναι μόνο εικοσιέξι τετραγωνικά μέτρα! ενημέρωσε ο κεραυνοβολημένος από ξάφνιασμα και οργή άνθρωπος το συνομιλητή του, λαμβάνοντας υπ όψη του την περίπτωση που ο δεύτερος είχε ξεχάσει τις διαστάσεις του ίδιου του του σπιτιού, ή που απλώς τα είχε εντελώς χαμένα και δεν ήξερε τι έλεγε.
-Με ενημερώνετε για το μέγεθος του διαμερίσματος που μου ανήκει κύριε? ανταπάντησε με μια εκνευριστικά κρύα φωνή ο εκμισθωτής. Σας ευχαριστώ λοιπόν για την πληροφόρηση. Θα το νοικιάσετε όμως ή όχι? ρώτησε με ύφος ψυχρό και βλέμμα γεμάτο απάθεια που δεν καταλάβαινε κανείς αν έκρυβε μια καμουφλαρισμένη ειρωνεία ή αν όντως μιλούσε σοβαρά.
-Τι νομίζετε ότι είναι το δωματιάκι που μου πασάρετε? Το παλάτι του Μπάκιγχαμ? του πέταξε κατάμουτρα ο εν δυνάμει ενοικιαστής. Ούτε διακόσια ευρώ δεν θα έδινα για αυτό εδώ. Ή μάλλον, έτσι όπως έχουν ανέβει τα νοίκια, ναι θα τα έδινα τα δύο κατοστάρικα. Μα χίλια διακόσια? Σε ποιον κόσμο ζεις αλήθεια? Τι παραλήρημα σου τυραννάει το μυαλό και μου λες τέτοια πράγματα? Είσαι με τα καλά σου άνθρωπε μου? άρχισε να θέτει διαδοχικά και με ειλικρίνεια τα ερωτήματα του ο βαθιά εκνευρισμένος νέος, πυροβολώντας το συνομιλητή του με αυτά, με ρυθμό αυτόματου πολεμικού τουφεκιού.
-Άκουσε να δεις φίλε, είπε τότε ο ιδιοκτήτης του ακινήτου με φωνή αλλαγμένη προς μια κατεύθυνση εμφανώς πιο εχθρική. Έχω άλλα πενήντα άτομα να με παρακαλάνε για αυτό το σπίτι. Το σπίτι είναι ιδανικό, έχει μπαλκόνι, είναι ανακαινισμένο και είναι σε τουριστική περιοχή. Άλλοι θα δίναν ακόμα περισσότερα. Προφανώς όμως, το σπίτι αυτό δεν προορίζεται για τεμπελχανάδες σαν και του λόγου σου, που έρχονται επειδή είναι αργόσχολοι εδώ για να μου σπαταλήσουνε το χρόνο. Σήκω φύγε λοιπόν με το καλό και άσε την ειρωνεία περί Μπάκιγχαμ και Βερσαλλιών στην άκρη, είπε και έδειξε με αγένεια την έξοδο, συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί ασταμάτητα τη λέξη “σπίτι” για να περιγράψει το τετράγωνο κουτί των εικοσιέξι τετραγωνικών μέτρων που πρόσφερε για ενοικίαση.
“Ψυχραιμία Οδυσσέα, αυτοσυγκρατήσου και μη θυμώνεις για χάρη αυτού του ηλίθιου” παρενέβη η φωνή της λογικής μέσα στον εγκέφαλο του υποψήφιου νοικάρη, όπου συναισθήματα θυμού, έκπληξης και αγανάκτησης ζυμώνονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν τη μαγιά για μια κεραυνοβόλα επιθετική έκρηξη δίκαιης βιαιότητας. “Σπάστου τα μούτρα του βλάκα” διαφωνούσε με την πρώτη φωνή μια δεύτερη, εκπρόσωπος ορισμένων σκοτεινών και πρωτόγονων τάσεων που εξακολουθούν να επιβιώνουν μέσα στη ψυχολογία ορισμένων ανθρώπων. Και όμως, αντίθετα με τη μέχρι τώρα εικόνα του μανιακού που μπορεί να έχει σχηματίσει κανείς με τα μέχρι τώρα δεδομένα για το φίλο μας τον Οδυσσέα, ο άνθρωπος αυτός δεν θα έπασχε από αυτή την ανυπόφορη οργή αν δεν τον είχαν ήδη φέρει στο αμήν οι καταστάσεις. Δέκα μήνες έψαχνε για σπίτι και έπεφτε από την μία ακραία περίπτωση στην άλλη.
Αιτία ήταν μια ιντερνετική πλατφόρμα βραχυπρόθεσμης ενοικίασης που είχε μετατρέψει ολόκληρη την πόλη σε υποτιθέμενο υπερμοδάτο προορισμό, εκτοξεύοντας τις τουριστικές αφίξεις με ασυγκράτητο ρυθμό. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να προκληθεί μια δεύτερη φρενώδης εκτόξευση, αυτή των τιμών οι οποίες κινήθηκαν με κατεύθυνση παρόμοια με πύραυλο που απογειώνεται από τη γη προς το μακρινό διάστημα. Ταυτόχρονα, σχεδόν κάθε ιδιοκτήτης που διέθετε κάποιο διαμέρισμα εγκατέλειψε τον παραδοσιακό τρόπο ενοικίασης για να παραχωρεί το σπίτι του σε τουρίστες μέσω της τόσο δημοφιλούς και πολυδιαφημισμένης πλατφόρμας. Και αυτό είχε σαν τελευταία συνέπεια, την κατά κανόνα υπέρμετρη αύξηση των υπόλοιπων ενοικίων, αυτών που συνέχιζαν δηλαδή να γίνονται με την πατροπαράδοτη μορφή του συμβολαίου. Καθώς τα σπίτια ήταν ελάχιστα και η ζήτηση μεγάλη, οι ιδιοκτήτες αυτοί ανέβασαν τις τιμές απτόητοι, γνωρίζοντας πως όσο υπερβολικά ποσά και αν ζητούσαν, όχι απλά δεν θα τους έπαιρνε με τις ντομάτες ο κόσμος, μα θα τους παρακαλούσε και όλας, σχηματίζοντας ουρές και πέφτοντας στα πόδια τους, ποιος θα πρωτοπρολάβει να νοικιάσει.
Και όλη αυτή η ανισορροπία που είχε προκληθεί συνέβαινε σε μια εποχή οικονομικής κρίσης και σοβαρής λιτότητας όπου ο μέσος εργαζόμενος δούλευε σαν το σκυλί για να ανταμειφθεί με ένα μισθό πείνας, με τον οποίο υποτίθεται πως θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του. Μα φυσικά ούτε το ίδιο το ενοίκιο δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τις περισσότερες φορές. Και μετά είχανε το θράσος να σου λένε πως υπάρχει και υπογεννητικότητα. Μα πως ο μέσος νέος σε ηλικία άνθρωπος, να μπορέσει να κάνει οικογένεια όταν καλά καλά δεν μπορεί να συντηρήσει με αξιοπρέπεια ούτε τον ίδιο του τον εαυτό? Σε τι μίζερο κόσμο να φέρει το παιδί του όταν με το ζόρι εξασφαλίζεται ο ίδιος? Τέτοιου τύπου σκέψεις πολιορκούσαν το μυαλό του Οδυσσέα που επί τόσο καιρό περνούσε τη δική του προσωπική οδύσσεια, ψάχνοντας για σπίτι, χρησιμοποιώντας τη πολυμήχανη σκέψη του δίχως όμως αποτέλεσμα, πέφτοντας με τα μούτρα πάνω στα πανύψηλα τείχη που όρθωναν ενάντια στη θέληση του οι διάφοροι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων με τα υπέρογκα χρηματικά ποσά που απαιτούσαν.
-Εγώ είμαι αργόσχολος που δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ? ανταπάντησε ο Οδυσσέας και το βλέμμα του αστραποβόλησε πολλά υποσχόμενο. Εγώ είμαι ρεμάλι ή εσύ που μου πασάρεις αυτή τη τρύπα για χίλια διακόσια ευρώ? ρώτησε τον ιδιοκτήτη με την πιο ειλικρινή απορία.
-Εσύ έχεις θράσος! αναφώνησε σοκαρισμένος ο αντιπαθητικός άντρας που διένυε τη μέση ηλικία. Ήρθες μέσα στο σπίτι μου και έχεις και τα μούτρα να με προσβάλεις? Για δείτε ρε έναν άεργο που θέλει να νοικιάσει και σπίτι στη πρωτοκλασάτη περιοχή μας! Φύγε από εδώ ρε κωλόπαιδο, άι στο διάολο! ξέσπασε μανιασμένος, σχεδόν αφρίζοντας από το κακό του και έσπρωξε ελαφριά τον Οδυσσέα.
Ο Οδυσσέας που δεν ήθελε και πολύ για να πάρει μπρος άναψε με τη μία.
-Ποιον είπες άεργο ρε καραγκιόζη? βροντοφώναξε με στεντόρεια φωνή και ανταπέδωσε το σπρώξιμο με τα δυνατά του χέρια. O ιδιοκτήτης που δεν περίμενε την άμεση αντίδραση του νεαρού κιτρίνισε ολόκληρος και τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν οργισμένα. Δίχως δεύτερη σκέψη χίμισε πάνω στον αναιδέστατο νέο για να του δώσει με τις γροθιές του το μάθημα που δεν μπορούσε να καταλάβει με τα λόγια του.
Εντωμεταξύ, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της σκηνής η πόρτα περίμενε ορθάνοιχτη τον επόμενο εν δυνάμει ενοικιαστή. Μερικά βήματα ακούστηκαν στο διάδρομο της πολυκατοικίας και δεν άργησε να εμφανιστεί στην είσοδο του μικρού δωματίου αξίας χιλίων διακοσίων ευρώ μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη απλά μα στιλάτα, περπατώντας ζωηρά και με χάρη. Τα μεγάλα στρογγυλά μάτια της Έλενας περιεργάστηκαν με απληστία και περιέργεια το χώρο και το παράξενο θέαμα που αυτός παρουσίαζε. Το δωματιάκι των εικοσιέξι τετραγωνικών μέτρων δεν θα μπορούσε να κρατήσει με το μικρό μέγεθος του και τα ελάχιστα πράγματα που χωρούσαν να το διακοσμήσουν τη ματιά κάποιου για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Η παράσταση που δινόταν όμως στη μέση αυτού του “πολυτελούς” διαμερίσματος είχε να επιδείξει, σε αντίθεση με το χώρο που τη φιλοξενούσε, τρομερό ενδιαφέρον και ήταν ικανή να προκαλέσει δυνατές εντυπώσεις και συγκινήσεις η κυριότερη από τις οποίες ήταν το γέλιο. Στο πάτωμα, πάνω σε μια καφέ μοκέτα κυλιόντουσαν, σμιγμένοι και μπερδεμένοι σε ένα κουβάρι ο Οδυσσέας και ο ιδιοκτήτης, προσπαθώντας κάνοντας χρήση πολυάριθμων λαβών να επιβληθεί ο ένας πάνω στον άλλον, προσφέροντας ένα εξαίσιο και σπαρταριστό θέαμα που έμοιαζε με παρωδία αγώνα ελληνορωμαϊκής πάλης. Κανείς από τους δύο βέβαια δεν είχε ασχοληθεί με την πάλη, για αυτό και ο αγώνας τους έμοιαζε πιο πολύ ικανός να προκαλέσει γέλιο στα μάτια ενός τρίτου ανθρώπου, θεατή. Παρόλαυτα οι δύο άντρες μάχονταν στα σοβαρά χρησιμοποιώντας όλες τους τις δυνάμεις, με κάθε μυική ίνα και κάθε νεύρο του κορμιού τους να φτάνει σε έντονη υπερένταση. Χέρια και πόδια μπλέκονταν σε ένα τρελό χορό, τα κεφάλια κουτουλούσαν με δύναμη μεταξύ τους, ενώ το προβάδισμα άλλαζε κάθε δύο δευτερόλεπτα με το παλαιστικό ζευγάρι να κάνει τούμπες φέρνοντας με τη σειρά μία τον Οδυσσέα από πάνω και μία τον ιδιοκτήτη, θυμίζοντας ένα ανθρώπινο γιουβαρλάκι. Εν τέλη ο ιδιοκτήτης που ζύγιζε και καμιά εικοσαριά κιλά παραπάνω κατάφερε να πάρει το προβάδισμα, βάζοντας κάτω τον Οδυσσέα που η αντοχή του έφτανε στα όρια της. Ο πολυμήχανος και πανούργος νεαρός όμως, έχοντας κληρονομήσει εκτός από το όνομα και τις αρετές του ομώνυμου αρχαίου ήρωα ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει μέσα θεμιτά και αθέμιτα για να πετύχει το σκοπό του, δηλαδή τη νίκη. Χωρίς να το πολυσκεφτεί δάγκωσε με όλη τη δύναμη των σαγονιών του το πήχη του αντιπάλου του, καταφέρνοντας του μια δαγκωματιά με τόσο μένος και πείσμα που θα ζήλευε μέχρι και καλά εκπαιδευμένο γερμανικό λυκόσκυλο, κάνοντας τον αντίπαλο του να κραυγάσει με οδύνη ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά της φάτσας του.
Ένα νεανικό γυναικείο γέλιο ακούστηκε τότε στο δωμάτιο και θύμισε στους δύο μαχητές πως η πόρτα ήταν ανοιχτή και πως το τρυφερό τετ α τετ τους που έμοιαζε με ερωτικό καβγαδάκι ζεύγους παντρεμένου για πάνω από μία εικοσαετία ήταν εκτεθειμένο στα μάτια των τυχόντων περαστικών. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό της Έλενας ήταν να χωρίσει τους δύο οπαδούς της ελληνορωμαϊκής, μα το θέαμα ήταν τόσο τραγελαφικό που δεν μπόρεσε άθελά της να συγκρατήσει το γέλιο της. Οι δύο άντρες γύρισαν μεμιάς και κοίταξαν προς τη μεριά της. Το όμορφο γελαστό μουτράκι της προκάλεσε στους δύο ερασιτέχνες αθλητές μια αμηχανία τού ύψιστου επιπέδου και τα ήδη κόκκινα από τη δυσκολία του έργου που επιτελούσαν πρόσωπα τους, κοκκίνισαν κι άλλο – αυτή τη φορά από ντροπή – κάνοντας τον Οδυσσέα να βρεθεί σε ακόμα πιο δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, αφού αυτός φαινόταν να χάνει τον αγώνα, και φέρνοντας τον ιδιοκτήτη, που όπως προείπαμε ήταν και μιας προχωρημένης ηλικίας, λίγα βήματα πιο κοντά στο εγκεφαλικό επεισόδιο.
-Μα καλά τι είναι αυτές οι γελοιότητες? τους αποκρίθηκε όλο κέφι η κοπέλα. Δεν ξέρω πως προέκυψε αυτή η παρεξήγηση μεταξύ σας, αλλά επιτρέψτε μου να σας πω πως κάνετε σαν μικρά παιδιά. Οι πολιτισμένοι και ενήλικες άνθρωποι, ειδικά αυτοί του εικοστού πρώτου αιώνα, λύνουν με διάλογο και επικοινωνία τα όποια προβλήματα μπορεί να προκύψουν ανάμεσα τους. Σηκωθείτε πάνω σας παρακαλώ, δεν είναι δουλειά αυτή, πρόσθεσε η Έλενα, σαν εκπρόσωπος της φρονιμάδας και της λογικής, προσπαθώντας να μάθει στους δύο άντρες τα βασικά, σα δασκάλα που μαλώνει δύο μικρά και ατίθασα παιδάκια.
-Να με συγχωρείτε! προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο μεσήλικας, που στη μνήμη του ξανάρθε το γεγονός πως προσπαθεί να βρει ενοικιαστή για το διαμέρισμά του και πως επομένως θα έπρεπε να έχει εικόνα επαγγελματική, να φαίνεται σοβαρός και με κύρος. Εσείς θα πρέπει να είστε η δεσποινίς Έλενα σωστά? Είχαμε μιλήσει προηγουμένως στο τηλέφωνο. Χίλια συγγνώμη μα ο νεαρός από εδώ μου επιτέθηκε! είπε, ξεχνώντας πως ήταν αυτός που είχε σπρώξει πρώτος τον Οδυσσέα, και δοκίμασε να σηκωθεί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ισιώσει το τσαλακωμένο του πουκάμισο.
-Σήκω από πάνω μου ρε καραγκιόζη! φώναξε ενοχλημένος ο Οδυσσέας που πάλι ένιωσε το αίμα του να βράζει από δίκαιη οργή, βλέποντας τον άτιμο ενοικιαστή να προσπαθεί για άλλη μια φορά να ρίξει την ευθύνη του τσακωμού αποκλειστικά πάνω σε αυτόν, και έσπρωξε με το πόδι του το σώμα του εχθρού του, βοηθώντας τον να ορθοποδήσει, καθώς από την κούραση και τη ταραχή δεν φαινόταν να μπορεί να σηκωθεί και πολύ εύκολα από μόνος του. Μην τον ακούς! Αυτός σήκωσε πρώτος χέρι πάνω μου, ήμουν σε νόμιμη αυτοάμυνα, δικαιολογήθηκε με τη σειρά του και ο Οδυσσέας, προσπαθώντας ενστικτωδώς και ασυνείδητα να μη φανεί σαν ανεγκέφαλος κάφρος στα μάτια της όμορφης κοπέλας.
-Εντάξει, αφήστε τα τώρα αυτά! απάντησε η Έλενα με φανερή αδιαφορία για το ποιος από τους δύο εμπλεκόμενους στο καυγά άντρες είχε το δίκιο με το μέρος του. Εγώ απλώς ήρθα για να δω το διαμέρισμα. Αρχικά, πόσο είπατε πως είναι το μηνιαίο νοίκι? ρώτησε, μπαίνοντας απευθείας στο ψητό της υπόθεσης, καθώς κουρασμένη όπως ήταν και αυτή από τη δική της πολύμηνη προσωπική αναζήτηση κατοικίας, ήθελε απλώς να εξετάσει το σπίτι και να δει αν τη συμφέρει το ποσό του ενοικίου, χωρίς να θέλει να μάθει ούτε μια παραπάνω περιττή πληροφορία.
-Βεβαίως να σας απαντήσω! προθυμοποιήθηκε ο μεσόκοπος ιδιοκτήτης που είχε καταφέρει επιτέλους να πατήσει σταθερά στα πόδια του. Το διαμέρισμα που βλέπετε μπορεί να παραχωρηθεί για χίλια διακόσια ευρώ το μήνα, είπε και με μια δήθεν μεγαλοπρεπή κίνηση που διέγραψε το χέρι του, παρουσίασε στην Έλενα το σύγχρονο αθηναϊκό Μπάκιγχαμ των εικοσιέξι τετραγωνικών μέτρων. Έχει και μπαλκόνι! πρόσθεσε με θράσος δείχνοντας με το κεφάλι του ένα μικροσκοπικό μπαλκονάκι που χωρούσαν με το ζόρι να στριμωχτούν σε αυτό μία καρέκλα και ένα μικρό τραπεζάκι.
Η Έλενα ήταν λες και δέχθηκε κεραυνό εν αιθρία. Το στόμα της παρέμεινε κρεμασμένο ανοιχτό και τα μάτια της κοίταξαν σαν χαμένα τον άνθρωπο που της μιλούσε. Απορία και σαστιμάρα εγκαταστάθηκαν με μιας στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, ενώ μέσα στο κεραυνοβολημένο από το σοκ εγκέφαλο της οι συνάψεις των νευρώνων της προσπαθούσαν να βρουν απεγνωσμένα και μάταια μια λογική απάντηση σχετική με αυτό που είχε ακούσει. Όχι μάλλον δεν άκουσε καλά, πιθανότατα είχε μπερδευτεί. Σίγουρα ο άνθρωπος αυτός θα είπε διακόσια ευρώ και ο αριθμός “χίλια” ήταν μια νοσηρή ψευδαίσθηση που δημιούργησε το μυαλό της σε μια ατυχή στιγμή δυσλειτουργίας του.
-Διακόσια ευρώ είπατε? ψέλλισε με αβεβαιότητα η νέα γυναίκα, προσπαθώντας να ξαναβρεί τον συνηθισμένο ειρμό και τη φυσιολογική ακολουθία των σκέψεων της.
-Χίλια διακόσια! φώναξε αγανακτισμένος και πνιγμένος από το δίκιο του ο ιδιοκτήτης. Μα ήταν δυνατό να μη μπορεί να βρει ένα “αξιοπρεπές” νοικάρη επιτέλους? Ένα καθώς πρέπει κορόιδο που να προσφέρει δίχως γκρίνιες και παράπονα το απαιτούμενο ποσό? Τόσα πολλά ζητούσε? Αφού το σπίτι ήταν ανακαινισμένο και σε καλή, τουριστική περιοχή. Το ποσό ήταν στα μάτια του δικαιολογημένο.
-Είσαι τρελός άνθρωπε μου? Ζεις εκτός πραγματικότητας μήπως? ρώτησε η Έλενα που φαινόταν να βασανίζεται από παρόμοια ερωτήματα με αυτά που προβλημάτιζαν του Οδυσσέα λίγο νωρίτερα, ενώ είχε πλέον πειστεί για τα καλά πως ο συνομιλητής της δεν ήταν και πολύ καλά στα μυαλά του. Τι χίλια διακόσια ευρώ βρε καραγκιόζη? Τα χειμερινά ανάκτορα του τσάρου νομίζεις πως μας δίνεις? ξαναρώτησε με κυνική ειλικρίνεια και μια φλέβα τρεμόπαιξε στο πλατύ μέτωπο της, σημάδι αφύπνισης μιας ανελέητης οργής.
-Έξω από εδώ ρεμάλια του κερατά! φώναξε ξερά ο οικοδεσπότης και έδειξε στα δύο νεαρά παιδιά την έξοδο του στενού και άβολου δωματίου που προσπαθούσε να νοικιάσει για αστρονομικό χρηματικό ποσό. Στα τσακίδια κωλόπαιδα! βρυχήθηκε και κινήθηκε εναντίον τους, μα η πορεία του ανακόπηκε από την ατσάλινη λαβή του Οδυσσέα που με μια αστραπιαία κίνηση τον κόλλησε στο τοίχο, πιάνοντας τον από το λαιμό με το αριστερό του χέρι. Το δάχτυλα του δεξιού χεριού του νέου είχαν σφίξει με δύναμη μεταξύ τους, σχηματίζοντας μια γερή γροθιά που σημάδευε από θέση βολής την ενοχλητική μουτσούνα του ανθρώπου αυτού. Μα δεν υπήρχε λόγος να τον χτυπήσει. Ο ανθρωπάκος αυτός ήταν άξιος της μοίρας του. Μια σύντομη ανταλλαγή ματιών με την Έλενα, επιβεβαίωσε το σκεπτικό του. Η χειρότερη τιμωρία που μπορούσε να δεχθεί ο παράλογος αυτός τύπος ήταν να ζει παρέα με τον εαυτό του. Ο Οδυσσέας χαλάρωσε τη λαβή του και αηδιασμένος μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του από αυτή τη κατάσταση γύρισε τη πλάτη του και βγήκε από το δωματιάκι. Η Έλενα ταυτιζόμενη πλήρως με το συναισθηματικό κόσμο του Οδυσσέα, αισθανόμενη μια έντονη σιχαμάρα μέσα στα εντόσθια της, περιφρονώντας τον ανίδεο αυτό άνθρωπο μα και όλους τους όμοιούς του, στράφηκε και αυτή και με βήμα ζωηρό ακολούθησε τον Οδυσσέα. Λόγω της ταύτισης σκέψεων και καταστάσεων ανάμεσα στα δύο αυτά παιδιά είχε ήδη σχηματιστεί ένα είδος συμπάθειας. Παρόλαυτα όμως, στο ασανσέρ επικρατούσε για λίγο μια δυσάρεστη σιωπή.
-Είναι πραγματικά δύσκολη η κατάσταση, έσπασε τη νεκρική σιγή πρώτη η Έλενα. Εντάξει υπάρχουν και σπίτια με εξακόσια και πεντακόσια ευρώ μα και σε αυτή την περίπτωση σε κλέβουν κανονικότατα, σχολίασε με κουρασμένο ύφος.
-Έχεις απόλυτο δίκιο, έσπευσε να συμφωνήσει ο Οδυσσέας. Μιλάμε για διαμερίσματα που πριν από δέκα χρόνια κόστιζαν το πολύ διακόσια ευρώ. Η κατάσταση είναι απελπιστική, πρόσθεσε.
-Είναι λες και πραγματικά δεν μπορεί κανείς να ζήσει πλέον μόνος του με άνεση σε ένα σπίτι, συμπέρανε ελαφρώς απογοητευμένη η κοπέλα, μα για μια στιγμή κοντοστάθηκε, λες και πρόφερε άθελά της τη μαγική λέξη.
Ο Οδυσσέας που σαν ξύπνιο παιδί έπιασε το νόημα απευθείας γύρισε και τη κοίταξε με σημασία.
-Μόνος του ο καθένας είναι πραγματικά δύσκολο, μα μαζί με κάποιον άλλον η δυσκολία πάντα μοιράζεται σε μικρότερα κομματάκια! Τι θα έλεγες λοιπόν για συγκατοίκηση? ρώτησε με ενθουσιασμό τη νέα του φίλη.
-Συγκατοίκηση ε? πρόφερε η Έλενα δείχνοντας πραγματικό ενδιαφέρον, με την πρόταση αυτή να ανοίγει εντελώς νέες προοπτικές. Δεν πάμε να πιούμε καμιά μπυρίτσα και να το συζητήσουμε? έκανε την αντιπρόταση της και χαμογέλασε όλο τσαχπινιά.
Οι δύο νέοι άνθρωποι που επί μήνες τυραννιόντουσαν να βρουν έναν αξιοπρεπή τόπο κατοικίας βγήκαν από την πολυκατοικία χαρούμενοι και γελαστοί. Αυτό που τόσο καιρό τους φαινόταν βουνό, με τις συνδυασμένες προσπάθειες τους θα έμοιαζε επιτέλους παιχνιδάκι. Η αναπτυγμένη διαίσθηση τους, τους έλεγε πως ήταν στο σωστό δρόμο. Στο δρόμο της συνεργασίας και της θεμελίωσης μιας νέας φιλίας. Λέγοντας αστεία και σχολιάζοντας τα ευτράπελα που είχαν συμβεί στη μικρή γκαρσονιέρα που την είχαν ήδη βαπτίσει με το όνομα Μπάκιγχαμ, η Έλενα και ο Οδυσσέας πορεύονταν δίπλα δίπλα, έχοντας ήδη πάρει το δρόμο της πλησιέστερης μπυραρίας!
The post Δημήτρης Υφαντής, «Μπάκιγχαμ» appeared first on Ποιείν.