Από το παράθυρο του γραφείου του έβλεπε την πίσω πλευρά ενός ξενοδοχείου. Αυτά, με τα μικρά χωριστά δωμάτια και τα μπαλκονάκια τους, τακτοποιημένα ομοιόμορφα μέσα στην αρχιτεκτονική ομοιογένεια του κτηρίου, σε πλήρη αντίθεση με την πολυσπερμία των πελατών.
Σε κάποιο από όλα, που είχε ανοικτή την μπαλκονόπορτα, διέκρινε τη σκυφτή φιγούρα της καμαριέρας. Ντυμένη στα άσπρα, όπως οι ιατροί που ιαίνουν τους ασθενείς τους, κρατώντας την ηλεκτρική σκούπα. Να ξορκίζει από τον χώρο τα σημάδια που είχε αφήσει ο πελάτης είτε για να τον ξαναβρεί καινούριο –και όχι μόνο καθαρό- είτε για τον επόμενο πελάτη ώστε να αισθανθεί με τη σειρά του αυτό το στεγανοποιημένο περιβάλλον χωρίς παρελθόν και μέλλον. Απολύτως δικό του για όσο χρονικό διάστημα κατοικήσει ώστε φεύγοντας να πάρει μαζί του και τα μυστικά της διαμονής του.
Οι μόνες όμως που είναι συμμέτοχες σε αυτά είναι οι καμαριέρες.
Σκέφτηκε, δηλαδή, πόσες ιστορίες θα έχει να διηγηθεί αυτή η καμαριέρα την οποία έβλεπε να επαναφέρει με μηχανιστικό τρόπο το δωμάτιο στην ατάραχη ζωή που είχε πριν την παρουσία του εκάστοτε διάττοντος αστέρα.
Το αστραφτερό μπάνιο, με τις ολόφρεσκες καλοδιπλωμένες πετσέτες, τα καινούρια μπουκαλάκια με το αφρόλουτρο, την εκ νέου σφραγισμένη λεκάνη της τουαλέτας, τις πειθαρχημένες από την αρχή καρέκλες στη στρατιωτική σειρά που το καταστατικό ορίζει και βεβαίως το κρεβάτι, η κορωνίδα της μάχης. Την έβλεπε πώς αναμετριόταν με αυτό τα ατίθασο μάλλινο άτι ώστε να είναι απολύτως τακτοποιημένο, όπως και το σεντόνι. Να είναι τελείως αρυτίδωτα και τα δυο, ένα κατόρθωμα που πάντα εκείνος θαύμαζε.
Βλέπεις γιατί ο ίδιος δεν μπορούσε ποτέ να στρώσει μια κουβέρτα της προκοπής χωρίς να αφήσει μια μικρή ρωγμή στην ακύμαντη επιφάνεια της. Απορούσε πώς γίνεται με τα χέρια να καταφέρεις να «σιδερώσεις», να κάνεις πεδινές τις οροσειρές της. Κάθε φορά που εκείνος δάμαζε μια πτυχή της, ξεπεταγόταν ένας άλλος λόφος, σκέτη λερναία ύδρα.
Από την άλλη μεριά σκεφτόταν πως αυτή η σιγή της κουβέρτας, σαν νεκρός σε κρεβάτι νεκροτομείου, δεν της άξιζε. Τόσα και τόσα ζεστά σώματα σκέπαζε κάθε βράδυ. Δικαιούταν μια θνητότητα, μια έστω μικρή ραγισματιά στην τελειότητά της. Μια απλή τσάκιση.
Γιατί οι καμαριέρες οι οποίες μπαίνουν κάθε μέρα στα δωμάτια των πελατών έρχονται σε επαφή με την ιδιωτική ζωή ενός περιστασιακού ατόμου. Άρα και με τις τσαλακωμένες ζωές τους.
Βλέποντας, λοιπόν, τη μικροκαμωμένη και λιγνή εκείνη κοπέλα να προσπαθεί να «παγώσει» το χρόνο σε μια άχρονη ξανά στιγμή του, σκέφτηκε πόσα και πόσα μυστικά θα γνωρίζει. Όσο δε περισσότερη εμπειρία είχε στο επάγγελμά της, τόσο περισσότερο θα μπορούσε να ψυχογραφήσει τον πελάτη. Θα ήθελε πολύ να τη γνώριζε, να έβγαιναν μια βόλτα και να του περιέγραφε το σκηνικό των δωματίων που συναντούσε τα πρωινά. Ιδίως εκείνα των μοναχικών πελατών.
Θα ήθελε, δηλαδή, να καθόντουσαν σε ένα παγκάκι και να άρχιζε να του εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια το πώς ήταν το κάθε δωμάτιο που έμπαινε για να συγυρίσει, αρχίζοντας από την πρώτη θέα που αντίκριζε ξεκλειδώνοντας την πόρτα. Πώς είχε ο πελάτης τακτοποιήσει τη βαλίτσα του, αν, πώς και πού είχε αδειάσει το περιεχόμενό της, πόσα και ποια προσωπικά του αντικείμενα είχε αφήσει σε κοινή θέα όντας εξοικειωμένος με τον χώρο ή καχύποπτος για τυχόν αρπαγή; Πώς χρησιμοποίησε τις διαφορετικές πετσέτες που είχε στη διάθεσή του, τι είχε δίπλα στο κομοδίνο του κρεβατιού του; Ποια ώρα της μέρας είχε κάνει ντουζ με βάση την υγρασία στα πλακάκια του μπάνιου, ποιες γωνιές του δωματίου φαινόντουσαν ανέγγιχτες και σε ποιες έδειξε την προτίμησή του; Κι έπειτα, πώς ήταν το άρωμά του ή η μυρωδιά του σώματός του; Είχε διαπεράσει το χώρο ή είχε ενσωματωθεί σε αυτό; Κι ακόμα, αν είχε χρησιμοποιήσει το μπαλκόνι, αν είχε αφήσει αποτσίγαρα στο τασάκι, αν είχε γράψει κάτι στο βιβλίο των επισκεπτών, αν είχε προμηθευτεί κάτι από το ψυγειάκι, αν και πού είχε μετατοπίσει το τηλεκοντρόλ και το κοντρόλ του αιρ κοντίσιον, είχε ή δεν είχε δηλαδή ανοίξει την τηλεόραση, είχε ή δεν είχε χρησιμοποιήσει τη θέρμανση ή τη ψύξη; Κι ακόμα περισσότερο, είχε κλείσει την πόρτα του μπάνιου, είχε και πώς στρώσει το κρεβάτι του, τι έκρυψε κάτω από αυτό, πόσο ανοικτή άφησε την κουρτίνα, πόσο το παραθυρόφυλλο, πόσο το παντζούρι; Πόσο η τάξη που συνάντησε ομοιάζει με την τάξη που άφησε πριν φύγει, πόσο δέθηκε με τον χώρο ή πόσο ακόμα αμυνόμενος είναι ως προς αυτόν; Και τέλος, αν η διαμονή του κρατούσε μερικές μέρες πώς εξελισσόταν η παρουσία του σε αυτή;
Από όλες αυτές οι λεπτομέρειες μια καμαριέρα θα μπορούσε να σκιαγραφήσει το προφίλ του πελάτη μέχρι και να προχωρήσει –ιδίως αν ήταν έμπειρη, όπως είπαμε, με χρόνια υπηρεσίας- σε ένα βιογραφικό του. Και οι πολύ έμπειρες σε ένα ακριβές ψυχολογικό ακτινογράφημά του.
Πέραν δηλαδή του αν ο πελάτης φαινόταν καθαρός, τακτοποιημένος ή βρώμικος και ατακτοποίητος, εύπορος ή φτωχός, νέος ή γέρος, ένα καλά προπονημένο μάτι θα μπορούσε να αντιληφθεί την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη την περίοδο κι ακόμα περισσότερο τα μύχια του χαρακτήρα του. Αυτάρκης ή εξαρτημένος, με ξάστερο μυαλό ή νευρώδης, ρεαλιστής ή αιθεροβάμων, προσαρμόσιμος ή αμετάβλητος, με ερωτική διάθεση ή ανέραστος; Κι ακόμα περισσότερο: ευτυχισμένος ή δυστυχής;
Και ακόμα περισσότερο: ζωντανός ή πεθαμένος;
The post Σπύρος Αραβανής, «Η καμαριέρα» appeared first on Ποιείν.