«Με πόσο αίμα πότισα την φύση την πλανεύτρα,
Τις ακατέργαστες πέτρες των παλατιών του Ατρέα,
Τα ξεθωριασμένα κομψοτεχνήματα των Βλαχερνών
Και τα ενδιάμεσα συμμορφωμένα μαρμαρένια μνημεία,
Μόνο για να αισθανθώ· μόνο για μιας στιγμής αταραξία
Μέσα σ’ αυτό το ατέρμονο καρτέρι.
Άρπαξα τ’ αγάλματα, μη πέσουν και ρημαχτούν,
Απ’την λύσσα ενός παράλογου ανέμου που σκορπά
Την λογική του βασιλιά, την ηθική του πρίγκιπα,
Την βολή του λαού, την προστυχιά της εταίρας,
Την εγγύηση πως ο ήλιος θα ανατείλει αύριο.
Αν τ’ αγάλματα γίναν σκόνη,
Δεν είν’ από δική μου μπαμπεσιά.
Ψάξτε φταίχτες ανάμεσα στους έξαλλους θεούς
Και στον εμπαιγμό του μεσογειακού τού χώματος
Κι αλήθεια, δεν είχα τίποτε να προσφέρω
Παρά δυο μπράτσα και φαρμάκι τραγικό στις φλέβες μου.
Θυμήσου τα λουτρά, το δίχτυ, το μαχαίρι κι επιτέλους,
Άσε τον φόβο να σε κρατήσει στον Άδη.
Έχεις μείνει αρκετά εδώ για να ξέρεις, πως εδώ δεν είναι μέρος
Για ελπίδα ή προσμονή, αγάπη ή ζωή·
Δες τούτο το κατεστραμμένο συμπόσιο, τα κατασφαγμένα κορμιά,
Την γυναίκα να κρατάει τις τελευταίες της στιγμές στην αγκαλιά,
Δες τον ήλιο να ανατέλλει επί τούτης της ακρογυαλιάς του Αιγαίου,
Κι άσε τον φόβο να σε κρατήσει στον Άδη.
Πιες με τον Τειρεσία κι αφού χορτάσεις κρασί και λόγια νηπενθή,
Δίδαξε στην ψυχή σου το κόστος μιας ζωής σ’ αυτήν την γωνιά του κόσμου,
Όπου η μόνη σταθερά είναι οι λόγοι μεγαλύτερων ανδρών από σένα.
Εδώ η απελπισία, εδώ κι ο τελειωμός, εδώ ο έρωτας, εδώ κι ο μισεμός,
Να σαι γνωστικός, κοίτα να βρεις ζωή μακρά, μακριά απ’ τον ανεξήγητο χαμό.
Για μένα είναι πολύ αργά· πρέπει απόψε να εξηγήσω σ’ αυτήν την μαυροντυμένη Αυλή,
Γιατί άφησα την τελευταία μου πνοή χωρίς να προσδοκάω τίποτε,
Γιατί η απώτατη προσμονή δεν μου απέδωσε τίποτε,
Γιατί η εράσμια κι απτή θανή μου πρόσφερε τα πάντα,
Γιατί σκότωσα μέσ’ στα στήθη την αιώνια ψυχή μου
Μόνο για να αισθανθώ της γυναίκας μου τα χάδια,
Της περφάνιας του πατέρα μου τα πολυπόθητα δάκρυα,
Και την αλμύρα του ανέμου να μανίζει στα χείλη μου,
Μόνο για να αισθανθώ· όχι για να λαξευτώ στο ξύλο ή στον μπρούτζο
Όχι για να γενώ τοιχογραφία στου ιερού αυτού τοίχου το μωσαϊκό,
Μόνο για αισθανθώ.»
Έτσι μου μίλησε κι έφυγε, παρακολουθούσα καθώς έφευγε στο σκοτάδι.
Τα πατώματα της εκκλησιάς φέγγιζαν με μνησικακία και μεγαλείο παγερό,
Τα βλέμματα της αποχής, ευλαβικώς με μίσος τον κοιτάγαν,
Ίδια θαύματα που περάσαν και επιθανάτιοι ρόγχοι που αργήσαν.
Στάθηκε περήφανα με τα βιβλία του στα χέρια κι άκουσε την ετυμηγορία των σοφιστών,
Χάριν ευσεβείας, χάριν δόγματος, χάριν αταραξίας, θάνατος.
Την ώρα που έπεφτε το σπαθί, θυμήθηκα την κοπέλα απ’ τα γραφτά του,
Εκείνη που με τόση φροντίδα αναστήθηκε απ’ τα υδάτινα χάδια του παράξενου λουτρού,
Κι ο πρίγκιπας της ιστορίας δεν είχε ελπίδα κάτω απ΄ το βλέμμα ενός καινούργιου Θεού,
Με κάθε λέξη που αυτή ξεστόμιζε, με κάθε χάδι του ζεστού, γυμνού, υγρού της κορμιού,
Εκείνος ολοένα και θυμόταν ποιος, πρώτος ευρετής, έδωσε ανάσα στην τέχνη του κλαυθμού.
Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε ο δυστυχής να γλυτώσει,
Θα ταν αμέσως στο σπαθί του να πεφτε, αφού αρνιόταν την γραφή του.
Δεν είναι μέρος πια εδώ για τέτοιες υποθέσεις,
Η γραφή έχει το βασίλειο και την δόξα.
Αυτά σκέφτηκα κι άφησα την Πόλη να ψέλνει και να θριαμβολογεί
Κι έτσι με ξέβρασε ο πόντος στο φέουδό σας, κύριε, για να βρω ξανά αισθήσεις·
Να νιώθω σαν του ιερού του τοίχου το μωσαϊκό
Χωρίς να ‘χω γίνει ο ίδιος ιερού τοίχου μωσαϊκό,
Μα μια γιορτή όλων αυτών που μας νικήσανε χιλιάδες χρόνια πριν.
Προσπάθησα με ζήλο να συμβιβαστώ,
Διάβαζα με ζέση άφατη τα βιβλία τους,
Προσευχόμουν με τις προσευχές τους,
Ντύθηκα την ζηλευτή τους μόρφωση.
Μα όσο γύρναγα μανιασμένα τις σελίδες,
Τόσο περισσότερο με γύρναγαν αυτές
Πίσω στην αρχέγονη μήτρα, πίσω στην τραγωδία
Που όλοι ζούμε και πια δεν διαβάζουμε.
Άρχισαν να με πολεμούν· δηλητηρίασαν τις αισθήσεις μου, μούδιασαν την αφή μου,
Τύφλωσαν τα μάτια μου, αχρήστευσαν την όσφρησή μου, ρήμαξαν την ακοή μου,
Και την γεύση μου την πήραν τελευταία δίνοντας μου το πιο δυνατό κρασί.
Μ’ άφησαν σε μια αγωνία να αναρωτιέμαι όχι το ποιος είμαι αλλά το είμαι,
Κι έπειτα ήρθαν μειλίχιοι και σαγηνευτικοί να δρέψουν τους καρπούς της πίστης.
Όλα αυτά τα βάσανα, άλλο δεν μπορώ να υποφέρω,
Φαρμάκωσαν τις μέρες μου, θα φαρμακώσω τον καιρό τους.
Κι αν έσπασα χρυσά δεσμά για να δεθώ με αργυρά,
Κι αν πρόδωσα ψυχή κι ουσία, όλα τα αιώνιά μου
Κι αν γλύτωσα απ’ αυτήν την καταιγίδα για με τσακίσει η επόμενη,
Λίγο με μέλλει.
Μακριά είμαι πια απ’ το παγερό κι αδιάλλακτο ακρογυάλι,
Δοσμένος σε κυκλικά κι όχι γραμμικά αισθήματα,
Σε σπείρες που οδηγούν στην λήθη,
Έρμαιο της κοσμικής κατάστασης κι ανήμπορος μπροστά στο κάλλος.
Θέλω να νιώσω τα χάδια των γυναικών σας,
Θέλω να ξυπνώ με τα μαλλιά τους χυμένα στα μαξιλάρια μου,
Θέλω να βρω τον Θεό που μ’ εγκατέλειψε,
Στην αγκαλιά αυτών των δημιουργημάτων Του.
Είναι αυτό ειλικρινές; Είναι αυτό αληθινό;
Είναι αρκετά πειστικό, κύριε,
Κάποιος να παζαρεύει τον παράδεισό του;
«Απαντήσεις πέτρινες,
Αν δεν είν’ η ψυχή χωματένια.
Αν οι φωνές σου είναι ένρινες,
Κοίταξε να μάθεις απ’ τις στάχτες,
Και αν σκέψεις δεν είχες κέρινες,
Δες, για λογισμούς είχες μέλισσες.
Νομοθετούν μέλισσες·
Ζηλεύουν οι σφήκες οι πέτρινες,
Στον δρυμό οι κινήσεις κέρινες
Συνθέτουν θέληση χωματένια
Καταδικασμένη, φεύ, στις στάχτες,
Σαν χτύπημα σε σκέψεις ένρινες.
Έχεις έξεις ένρινες
Γεμάτες θυμωμένες μέλισσες.
Τελετουργίες, τώρα πια στάχτες
Σκορπίζονται σε πλαγιές πέτρινες,
Χωρίς μια ελπίδα χωματένια,
Έξω από παραδείσους κέρινες.
Φανερώσεις κέρινες,
Εδώ, φωνές σχιστές κι ένρινες
Καμιά υπόσταση χωματένια,
Καταδικασμένες από μέλισσες,
Κριοί σε κορυφές πέτρινες,
Γιοί και κόρες που γίνανε στάχτες.
Άστοργες κόρες, στάχτες,
Λιώσαν οι βάσανοι σαν κέρινες.
Όρκοι και υποσχέσεις πέτρινες
Δίδουν διαφωνίες ένρινες·
Σ’ εσένα δεν φτάσαν οι μέλισσες,
Ποτέ η θέληση χωματένια.
Σε αυλή χωματένια,
Αιώνιας προσδοκίας στάχτες,
Μ’ όλες τις χαλασμένες μέλισσες,
Μελέτα περγαμηνές κέρινες,
Έλπιζε οι αστραπές, ένρινες
Να φτιάσουνε αγάπες πέτρινες.
Μονιά χωματένια, οι κέρινες
Στάχτες σου δείχνουνε τις ένρινες
Μέλισσες που πια γίναν πέτρινες.»
Έτσι μου μίλησαν οι Μούσες σας, κύριε,
Κι έπιασα φιλίες με τους ποιητές του φέουδού σας,
Κατά μήκος αυτού του δρόμου μου της ικεσίας.
«Εξαίρετη μέρα να ναι κανείς ζωντανός, κύριε» μου παν,
«Εξαίρετη μέρα να ναι κανείς ζωντανός, κύριοι» είπα κι εγώ.
Η ομορφιά του κόσμου γέμισε το κεφάλι μου, η καλλονή αυτή
Που μ’ έσπρωξε στα στρωσίδια της, με σβηστό το φως,
Μέχρι το ήρεμο πρωί, μέχρι που την αγάπησα, άφαντη
Κι εγώ να βολοδέρνω στα κρύα πλακόστρωτα, βροτός.
Χωρίς πίστη, χωρίς συντροφιά και στέγη, μοίρα άδικη,
Τύχη κακή, μυαλό λιγοστό, παιχνίδι των καταστάσεων, κακός.
«Οι γρήγορες ανταμοιβές φτιάνουν κορόιδα, μικρέ» μου παν τότε,
«Οι γρήγορες ανταμοιβές φτιάνουν κορόιδα» είπα κι εγώ.
Επικίνδυνη κι όμορφη, η γη αυτή
Θα με κρατήσει ζωντανό, μέχρι να με πάρει το φως,
καὶ αὐτὸς λυτρώσεται ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν.
The post Γιώργος Δόντσος, «Ικεσία ενός που γλύτωσε, σε τρόπο λυδικό, το έτος του Κυρίου 1362» appeared first on Ποιείν.