ΜΕΘΥΣΙ
Τούτη τη νύχτα ξεφάντωσαν οι ειδωλολατρικές μου αισθήσεις,
κι η εκλεπτυσμένη γλώσσα μου χυδαία μίλησε και βλάσφημα
και δεν μ’ απόλειψε το θάρρος να στείλω στον αγύριστο
την ψυχονευρωτική και ξιπασμένης λογική μου.
Τούτη τη νύχτα γέλασα λεύτερος σαν ηλίθιος,
στραγγάλισα τη μέθη της ραφινάτης μου κατάνυξης
κι όλους τους σταυρωτήδες φόβους της καρδιάς,
οσφράνθηκα το εκμαυλιστικό μύρο των αιμάτων,
τάισα με τρομακτικές κρίσεις την τρέλα μου,
στροβιλίστηκα σ’ αμμοθύελλες αφρικανικής ερήμου
κι ένιωσα του κτήνους τη σφριγηλή αθωότητα.
Ξόρκισα κάθε μου ντροπή και μουχλιασμένη γνώση,
κάθε μου ηττοπάθεια παραλυτική,
σκότωσα μέσα μου τον καλλιτέχνη τον θανατόφιλο,
γέμισα μ’ αλάτι τις πληγές μου
κι ούρλιαξα σαν πώς μογγόλικη ορδή σ’ επίθεση.
Τούτη τη νύχτα ακόμα κι εσύ
-η γλυκιά μαντόνα των μελιχρών ονείρων μου –
έγινες μαινάδα και βαλκυρία
και ξεφαντώσαμε κι οι δυο αναμαλλιασμένοι
εκεί στ’ άπλετο ξέφωτο του λεύτερου ενστίκτου,
τα τύμπανα κτυπώντας του πολέμου.
Σαν σειληνός σκυμμένος σε κρασογούρνα χάλκινη
ήπια και ξαναήπια της νιότης μου μπρούσκο κρασί
κι ευλόγησα και τη ροή αρσενικών χυμών μου
στο εκλεκτό λαγούμι σου.
Πεθαίνω από άξεστη απόψε δύναμη,
μπορώ και κολυμπώ στους βουρλισμένους
ιλίγγους των φαιών κροτάφων,
και στης ψυχής τα έγκατα μερακλωμένος,
πρωτόγονος κι αγνός σαν πως τ’ ονειρευόμουν πάντα.
Τούτη τη νύχτα ένιωσα τη μέθη και την ευτυχία
του ταύρου και του γουρουνιού
σ‘ ανείπωτο γιορτάσι.
FUROR POETICUS
Σαν από κόσμους τρίσβαθους η νύχτα αλλοφερμένη,
σαν πίσω από την τούλινη και τη μελιά καλύπτρα
αρίφνητα οράματα μου κρύβει η ισκιογεννήτρα.
Φεγγάρι γεροκούσαλο σε κρόκινο αλώνι
με φούμες χαλκοπράσινες θαρρείς και μαστουρώνει.
Και λες γλυκιά μια μάλαξη στ᾿αυχενικά μου νεύρα
σ᾿ιριδισμούς οπάλλινους τα βλέφαρα κυρτώνει
και μπρος μου ζαφειρόχρωμες τουλούπες μου απλώνει.
Και μες στων παραισθήσεων κυματιστούς λειμώνες
θαρρείς και ταλαντώθηκαν λαθρόβιοι νευρώνες.
Στου χωροχρόνου κίνησα τ᾿ανάδρομο ταξίδι
γλιστρώντας πά᾿σε γέρικους ανέμους μπιστεμένους
πίσω στους κήπους της Εδέμ τους λυκοφωτισμένους.
Κι έχοντας το νεφέλωμα του Ωρίωνα πυξίδα
όσα δεν βάνει ανθρώπου νους όλα εγώ τα είδα.
Είδα μες στο ανάριο αναδίπλωμα του χρόνου
ν᾿ανασαλεύουν πνεύματα κι αγερικά χαμένα
βαθιά μέσα στις μνήμες μας τις αυγινές θαμμένα.
Και μέσα από παμπάλαιες χωρόχρονες χοάνες
σίμωσα στης πρωτόφαντης ζωής τις νερομάνες.
Και μέσ’ από επάλληλους κύκλους ζωής – θανάτου
έφθασα στης αθώρητης της φύσης το χυτήρι
εκεί στου Αρχιμάστορα το μέγα τ᾿αργαστήρι
οπού είδα τη μετάλλαξη της λάσπης των πραγμάτων
και χάιδεψα το πρόπλασμα αγέννητων πλασμάτων.
Και μπρος μου γλεντοκόπαγαν θαρρείς αδελφωμένοι
άγγελοι χρυσοφτέρουγοι με λύρες και λαγούτα
κι εύθυμοι βελζεβούληδες με φλάουτα και ούτια.
Και ήρθα στα μεράκια μου – φτωχέ μου ποιητάρη –
με βαρελίσιο κρασί ᾿πο θεϊκό κελλάρι.
Το πέρασμα ιχνηλάτησα αστερισμών φευγάτων,
βούλιαξα σε αμμόλοφους που σπέρναν οι μουσώνες
και σφιχτοαγκαλιάστηκα μ᾿αλήτικους κυκλώνες.
Σε ανθισμένους έγειρα και δίφορους μπαξέδες
και με ουρί αιθέρια κάπνισα ναργιλέδες.
Σ᾿ορίζοντες βιολέτινους πλανήθηκα κι ακόμα
σε γελαστά αναδύθηκα και λιόχαρα ακρογιάλια,
που τ᾿αχνορυτιδώνανε γλυκόπνοα μαϊστράλια.
Και μες στα υποσυνείδητα φωλιάσματα του νου μου
με χερουβείμ ξανάσμιξα του παιδικού ουρανού μου.
Και λες να τις ακράγγιξε αγέρας παιχνιδιάρης
τις λυρικές φλεβόχορδες κρυφόρροων αιμάτων
σ᾿υπέρλογους δονήθηκαν ρυθμούς ανακρουσμάτων.
Και μέσα στους απόηχους ασύγκριτων κιθάρων
εκστασιακά βυθίστηκα στη χώρα των μακάρων.
The post Γιώργος Πατσός, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.