Αποσπάσματα
Επιτρέψτε μου να σας πω γιατί μισώ τους κριτικούς. Όχι για τους συνηθισμένους λόγους: ότι είναι αποτυχημένοι δημιουργοί (συνήθως δεν είναι∙ μπορεί να είναι αποτυχημένοι κριτικοί, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα)∙ ή ότι είναι από τη φύση τους φιλόλογοι, φθονεροί και κενόδοξοι (συνήθως δεν είναι∙ αν είναι να τους κατηγορήσουμε για κάτι, καλύτερα να τους κατηγορήσουμε για υπερβολική γενναιοδωρία, για υπερτίμηση των δευτεροκλασάτων με σκοπό να μοιάζει σπανιότερη η μεροληψία τους). Όχι, ο λόγος που μισώ τους κριτικούς – συνήθως, δηλαδή – είναι ότι γράφουν προτάσεις σαν αυτήν:
Ο Φλωμπέρ δεν πλάθει τους χαρακτήρες του, όπως έκανε ο Μπαλζάκ, με αντικειμενική, εξωτερική περιγραφή∙ μάλιστα, είναι τόσο απρόσεχτος με την εξωτερική τους εμφάνιση που σε μία περίπτωση δίνει στην Έμμα καστανά μάτια∙ σε μια άλλη κατάμαυρα∙ και σε μια άλλη γαλανά.
Αυτή η ακριβής και αποκαρδιωτική κατηγορία εκτοξεύτηκε από την εκλιπούσα δρα Ίνιντ Στάρκι, επίτιμη Λέκτορα της Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που τυχαίνει επίσης να είναι η πλέον αναλυτική Αγγλίδα βιογράφος του Φλωμπέρ.[…]
Οφείλω να ομολογήσω ότι όλες τις φορές που διάβασα τη Μαντάμ Μποβαρύ δεν πρόσεξα ποτέ τα πολύχρωμα μάτια της ηρωίδας. Θα έπρεπε; Εσείς θα το προσέχατε; Μήπως ήμουν πολύ απασχολημένος παρατηρώντας πράγματα που διέφυγαν της δρα Στάρκι (αν και δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να σκεφτώ ποια μπορεί να ήταν αυτά);
Να το θέσω διαφορετικά: υπάρχει κάπου στον κόσμο ο τέλειος αναγνώστης, ο απόλυτος αναγνώστης; Ο τρόπος με τον οποίο η δρ Στάρκι διάβασε τη Μαντάμ Μποβαρύ περιέχει όλες τις αντιδράσεις που έχω εγώ όταν διαβάζω το βιβλίο, συν πολύ περισσότερες, σε βαθμό που να καθίσταται η δική μου ανάγνωση περιττή και άσκοπη; Ε, τι να πω, ελπίζω πως όχι. Η δική μου ανάγνωση μπορεί να είναι άσκοπη όσον αφορά την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής∙ αλλά δεν είναι άσκοπη όσον αφορά την απόλαυση. Δεν μπορώ να αποδείξω ότι οι ερασιτέχνες, μη ειδικοί αναγνώστες απολαμβάνουν περισσότερο τα βιβλία απ’ ότι οι επαγγελματίες κριτικοί∙ μπορώ όμως να σας πω ένα πλεονέκτημα μας έναντί τους. Έχουμε την ικανότητα να ξεχνάμε.
Η δρ Στάρκι και οι όμοιοί της έχουν την κατάρα της μνήμης: τα βιβλία τα οποία διδάσκουν και σχολιάζουν δεν μπορούν ποτέ να σβήσουν από το μυαλό τους. Γίνονται κάτι σαν οικογένειά τους. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που κάποιοι κριτικοί υιοθετούν ένα αμιγώς συγκαταβατικό ύφος απέναντι στα αντικείμενα της μελέτης τους. Φέρονται λες και ο Φλωμπέρ ή ο Μίλτον ή ο Γουέρντσγουερθ είναι μια βαρετή θείτσα που κάθεται στην κουνιστή πολυθρόνα της, μυρίζει κλεισούρα, ενδιαφέρεται μονάχα για το παρελθόν και δεν έχει τίποτα καινούριο να πει εδώ και χρόνια. […]
Ενώ ο κοινός αλλά παθιασμένος αναγνώστης έχει το δικαίωμα να ξεχνά∙ μπορεί να φύγει, να κάνει απιστίες με άλλους συγγραφείς, να επιστρέψει και να μαγευτεί πάλι από την αρχή.
`
Αρχίζω από το άγαλμα, επειδή εκεί ξεκίνησα το όλο σχέδιο. Γιατί η γραφή να μας κάνει να κυνηγάμε το συγγραφέα; Γιατί δεν τον αφήνουμε ήσυχο; Γιατί δεν μας αρκούν τα βιβλία; O Φλωμπέρ ήθελε να αρκούν: Ελάχιστοι συγγραφείς πίστεψαν περισσότερο από αυτόν στην αντικειμενικότητα του γραπτού λόγου και στην ασημαντότητα της προσωπικότητας του συγγραφέα· κι όμως εμείς επιμένουμε ανυπάκουα να τη μελετάμε. Η εικόνα, το πρόσωπο, η υπογραφή· το κατά 93 τοις εκατό χάλκινο άγαλμα και η φωτογραφία του Nαντάρ*· το κομμάτι από το ρούχο του και η μπούκλα από τα μαλλιά του. Τι μας κάνει λάγνους απέναντι στα απομεινάρια; Δεν είναι αρκετή η πίστη μας στο λόγο; Θεωρούμε ότι τα απομεινάρια μιας ζωής περιέχουν κάποια συμπληρωματική αλήθεια; Όταν πέθανε ο Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον*, η σκοτσέζα παραμάνα του με το επιχειρηματικό μυαλό έπιασε να πουλάει τούφες μαλλιά, τις οποίες διατεινόταν ότι είχε κόψει από το κεφάλι του συγγραφέα σαράντα χρόνια νωρίτερα.
Αυτοί που πίστευαν, έψαχναν, γύρευαν μετά μανίας, αγόρασαν αρκετό μαλλί για να γεμίσουν ολόκληρο καναπέ. Αποφάσισα ν’ αφήσω το Κρουασέ για αργότερα. Είχα πέντε μέρες στη Ρουέν, και το παιδικό μου ένστικτο με κάνει ακόμη να φυλάω το καλύτερο για το τέλος. Μήπως η ίδια παρόρμηση λειτουργεί και στους συγγραφείς; Κάνε κράτει, κάνε κράτει, τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμη; Αν είναι έτσι, τότε πόσο προκλητικά είναι τα ανολοκλήρωτα βιβλία. Δύο από αυτά έρχονται αυτομάτως στο μυαλό μου: το Μπουβάρ και Πεκυσέ, όπου ο Φλωμπέρ θέλησε να συμπεριλάβει και να καθυποτάξει ολόκληρο τον κόσμο, όλο τον ανθρώπινο μόχθο και όλες τις ανθρώπινες ατέλειες· και το O ηλίθιος της οικογένειας, όπου ο Σαρτρ θέλησε να συμπεριλάβει ολόκληρο τον Φλωμπέρ: να συμπεριλάβει και να καθυποτάξει τον μεγάλο συγγραφέα, τον μεγάλο αστό, τον κακομαθημένο, τον εχθρό, το σοφό. Μια αποπληξία διέκοψε οριστικά το πρώτο έργο· η τύφλωση συντόμευσε το δεύτερο.
Σκέφτηκα κι εγώ κάποτε να πιάσω να γράφω βιβλία. Oι ιδέες δεν μου ’λειπαν· μέχρι και σημειώσεις κράτησα. Όμως ήμουν γιατρός, παντρεμένος, με παιδιά. Μόνο ένα πράγμα μπορείς να κάνεις καλά: ο Φλωμπέρ το ήξερε αυτό. Αυτό που έκανα εγώ καλά ήταν να είμαι γιατρός. Η γυναίκα μου… πέθανε. Τα παιδιά μου σκόρπισαν τώρα πια· μου γράφουν όποτε τους το επιβάλλουν οι ενοχές. Έχουν τη δικιά τους ζωή, όπως είναι φυσικό. «Ζωή! Ζωή! Nα καυλώνεις!» Τις προάλλες διάβαζα αυτή την αναφώνηση του Φλωμπέρ. Μ’ έκανε να νιώσω σαν πέτρινο άγαλμα με μπαλωμένο το μηρό. Τα βιβλία που δεν γράφτηκαν; Δεν αποτελούν λόγο για μετάνοια ή πίκρα.
Ήδη υπάρχει υπερβολικός αριθμός βιβλίων. Εξάλλου, θυμάμαι το τέλος της Αισθηματικής αγωγής. O Φρεντερίκ κι ο φίλος του ο Nτελοριέ αναπολούν τη ζωή τους. Η τελευταία και πιο αγαπημένη ανάμνησή τους αφορά την επίσκεψή τους σ’ ένα μπορντέλο πριν από πολλά χρόνια, όταν πήγαιναν ακόμη σχολείο. Είχαν προγραμματίσει την επίσκεψη με κάθε λεπτομέρεια, είχαν κατσαρώσει τα μαλλιά τους ειδικά για την περίσταση, μέχρι που είχαν κλέψει λουλούδια για τα κορίτσια. Όταν όμως έφτασαν στο μπορντέλο, ο Φρεντερίκ δείλιασε, κι έτσι το ’βαλαν κι οι δυο στα πόδια. Αυτή ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής τους. Μήπως αυτό δεν είναι το πιο αξιόπιστο είδος απόλαυσης, υπαινίσσεται ο Φλωμπέρ, η απόλαυση της προσμονής; Ποιος έχει ανάγκη να ορμήσει στην ερημωμένη σοφίτα της ολοκλήρωσης;
***********************************************************************
Ένας Άγγλος συνταξιούχος γιατρός, ο οποίος πρόσφατα έχασε τη γυναίκα του, αναζητά μανιωδώς λεπτομέρειες -φαινομενικά επουσιώδεις- της ζωής του Φλωμπέρ. Μέσα από τη δονκιχωτική αναζήτησή του προκύπτει η πρωτότυπη βιογραφία ενός σπουδαίου λογοτέχνη, στην οποία ακούμε τη φωνή του καθώς και την φωνή των οικείων του αλλά και την αυτοβιογραφία του ίδιου του αφηγητή που προσπαθεί να εκλογικεύσει τη ζωή του μέσα από την πορεία της ζωής του Φλωμπέρ.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
The post Julian Barnes, «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ» (Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κονταξάκη), εκδ. Μεταίχμιο, 2017 appeared first on Ποιείν.