Σήμερα ανθολογούνται οι: Γιώργος Εγγλέζου, Λοάνα Γεσούδη, Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, Ζηναίς, Γεωργία Ανδρουλιδάκη
1) Γιώργος Εγγλέζου
TO US
Όταν μου λένε ότι είμαι απαισιόδοξος, θυμάμαι τον Whitman
που έγραφε το 18.. «Stranger, if you passing meet me and desire
to speak to me, why
should you not speak to me?
And why should I not speak to you?»
και σκέφτομαι, αυτός τι να ‘ταν άραγε;
Εμάς η τρέλα είναι η φυσιολογική μας στάση,
η ίδια μας η φύση,
η συνεχής κατηγοριοποίηση και διαχωρισμός των ανθρώπων,
παράνοια είν’ η πίστη τους Walt,
σύγχυση η χαρά τους.
Κανένας παροξυσμός, κανένα σπουδαίο όνειρο,
απλοποιήσαμε και περιπλέξαμε τα πάντα.
Εϊ Walt;
τι θα ‘λεγες ν’ ανταλλάζαμε εποχές;
Και χάρισμα τα γραφτά σου,
δεν θα σ’ τα πάρω,
χάρισμα και τα δικά μου, άμα σου κάνουν.
Φτάσαμε τη φαντασία στα άκρα
ότι κι αν ονειρευόμαστε, είναι η μικροσκοπική προέκταση
ήδη ονείρων αναλωμένων και ξέχειλων.
«Τι σκατά;», αναρωτιέμαι.
Τι ‘λεγαν για ‘σενα τότε Walt;
Αυτοί θα ‘χαν κάτι να ονειρεύονται και να φαντάζονται.
Αεροπλάνα, τηλεοράσεις, αυτοκίνητα, δορυφόρους, ποδόσφαιρα.
Εσύ στην εποχή σου τι διαλαλείς πως έκανες Walt;
Φαντασία ή πράξη;
Η σημερινή – καθωσπρεπισμού και τσόντας - κοινωνία
μοιάζει με ένα τεράστιο σαλιγκάρι.
Αργή, δυσκίνητη, βαρετή, γλοιώδες,
που πηδάει τον ίδιο της τον εαυτό,
ξανά και ξανά,
μέχρι να ψοφήσει.
Σήμερα το 20… «Stranger, if you passing meet me and desire
to speak to me, why
should you speak to me?
And why should I speak to you?»
Σήμερα το 20… που έχουν τα πάντα και γνωρίζουν τα πάντα
ποιος θα ‘δινε δεκάρα για να σου μιλήσει Walt,
εσένα ή εμένα;
Το μόνο που θα σου ‘λεγαν είναι πως
΄΄τα όνειρα τελείωσαν, έμεινε το ψέμα΄΄.
Ποιός με έμμετρο λόγο να συμβάλει σε καιρούς ενεστώτες Walt,
που εσένα η αυθεντία σου από τότε ακόμη συμβάλλει;
Κοίτα τους και μίλα τους Walt, κοίτα τους και μίλα τους
όσο θέλεις.
Ω Walt! θέλω να μιλήσω,
θέλω να μιλήσω όσο κανείς άλλος,
όσο ένας άλαλος,
μα φοβάμαι, μην μ’ ακούσει κανείς και με χαρώ,
φοβάμαι, μην μ’ ακούσει κανείς και με πιστέψω.
*
Στου πόνου τη μελωδία ορθώνομαι,
πάνω από διάττοντων αστέρων τα ευχολόγια,
με αχνιστή των πεύκων πίσσα
και κουκουναριών οσμή
τους πνεύμονες μου αλείφω,
που πιο εύκολα κοιμάμαι στης γης την άβολη ξεγνοιασιά
παρά στου στρώματος την απαλή συνείδηση,
απ’ του πολιτισμού τα τυφλά τα φώτα,
πέρα,
σε συγχυσμένων εθνών το φιλάργυρο άγχος
την πατριωτική αδυναμία.
Γυάλινου ιδρώτα παντοκράτορες
ευτραφών ευθυνών αποποιητές
λειψών αντιλήψεων οργωτές
θεμελιωτές ανοσιουργημάτων
φουσκωμένων κόλπων το ανάβλυσμα
σφιγμένων φαλλών οι μουσκεμένες τρίχες
αχόρταο ειν’ του κορμιού το θράσος
στων ασθενικών ψυχών μας την ανόρεκτη κράση.
Από μπάσταρδες γενεές προκύψαμε
στου απομονωμένου το περιβόλι αντιλάλησε
η μαλακιά μας φτέρνα,
απόγονοι ανθρώπων
που ήσαν ξένοι
από εμάς, λιγότερο
παράδοσης δεσμών, δέσμιοι.
**************
2) Λοάνα Γεσούδη
Lefkosa-Girne
Ο βόρειος άνεμος της θέλησης
τρύπωνε στα ρούθούνια μου.
Μου τράβηξε πίσω τα μαλλια για να δω,
Έπρεπε να δω.
Μου στέγνωνε τα δάκρυα για να μην προδωθώ.
Μπροστά μου ανοίχτηκε ενας κάμπος σεληνιακός.
Πιο πίσω, δέσποζε μια παλάμη χωμάτινη ανοιχτή
Οι σκιές απ΄τα σύννεφα καραδοκούσαν
απο πάνω της.
Και σπαρμένα γιαπιά
περιμένουν νέους κατοίκους.
Hilarion Planet.
Ξαφνικά ο κάμπος ψήλωνε
όλο ψηλώνε,
βυθίστηκα σ’ένα δρόμο με πευκα,
ο άνεμος δυνάμωνε και
βίαια μου άνοιξε τη μπλούζα.
Ένα ζεστό χέρι με άρπαξε απο το λαιμό
μου ξεπάγωσε ένα λυγμό.
Τα μάτια μου πήδηξαν απο τις κόγχες του δισταγμού:
Η θάλασσα.
Ένα καραβάκι ερχόταν να με συναντήσει ,
απο μια φωτογραφία παλιά.
Προσγειώθηκα σ’ενα δρόμο
στρωμένο με πέτρα κι αλάτι ,ενα χαλί
απο φτυσμένους λιόσπορους,
αστοχιά του αγναντέματος ίσως.
Μια τεράστια μηχανική παλάμη ,
έσκαβε τη θάλασσα,
Ενω η άλλη-η χωμάτινη- έφτασε
κι άγγιξε τα σύννεφα.
Το κάστρο,
το καράβι ,σαν απολιθωμένο ψάρι
η μορφή που διανυεί σκυφτή το βουνό.
Μα ,δε θυμόμουν.
9/11/2009
Λευκωσία-Κερύνεια
LORCA HIPPY
“Vi en tus ojos dos arbolitos locos.
De brisa ,de risa y de oro.
Se meneaban.”
F.G.Lorca
Σιωπηρά, ξερογλείφω απ’ τα αμούστακα χείλη μου
λουκούλλεια δάκρυα, αιώνια ακόρεστα.
Και στο τέλος της μέρας, με στέλνει στο κρεβάτι νηστικό
Η ίδια η όρεξη που είχα για θάνατο,
σκεπασμένo μ’ενα σκοτάδι αλμπίνο, ανυπόφορο
Οι ορμόνες μου χτυπάνε κάτι μεταξυ φλίπερ και σπανιόλικης bulería
Πράσινοι θρόμβοι ταύρου αναπηδούν στο λαιμό μου
σαν μου κλείνουν τα μάτια κόκκινα πανιά.
Ονειρώξεις σαν ουράνιο τόξο
Πολύχρωμες αψίδες
Και συ γλιστράς απο μια ψηφίδα ,
ανακατεύεσαι με δυο τρελλά δεντράκια
Και απο κει διαλύεσαι
σε μια νερένια λήθη
Ρόδο του συντριβανιού,
που έπλενα για να σκουριάσω το γέλιο, τον χρυσό και τον αέρα .
Ελπίζω, πως σήμερα θα ενηλικιωθώ.
Αλκοολικά και ουσιωδώς.
Albaycín
Granada
Marzo 2012.
*****************
3) Κωνσταντίνος Νικολόπουλος
«ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ»
Το αυτοκίνητο σταμάτησε, ύστερα από ώρα διαδρομής.
Από το παράθυρο αγναντεύω τον ανθισμένο κάμπο,
στον οποίο μόλις έφτασα.
Από απόσταση, παρατηρώ τη φυσική ομορφιά του,
καθώς το βλέμμα μου σταματά να είναι απλανές.
Πλησιάζω να δω από κοντά.
Ρεμβάζω. Αναπολώ όμορφες παραστάσεις.
Σύντομα, όμως, παρασύρομαι
από τη γοητεία της φύσης, αυτή την αφύσικη γοητεία.
Δυσκολεύομαι να αποσπαστώ από την οσμή
από τη χάρη και την κίνηση των λουλουδιών
από το θρόισμα των φύλλων
από τον ανεπαίσθητο αέρα που τα κινεί.
Οργισμένος, έξαφνα, επιτείθομαι στα λουλούδια.
«Ω, εσείς διαβολικές υπάρξεις, σκλαβώσατε την προσοχή μου!»
Και εκείνα, αφού αφουγκράστηκαν τα λόγια μου με περίσκεψη,
λυγίζουν στα πόδια μου διστακτικά
και να αφεντέψω την οργή μου με ικετεύουν.
*************************
4) Ζηναίς
Σκιές
Βρέχει σκιές απόψε.
Βαρομετρικά χαμηλά
μου επέβαλαν αυτή τη βροχή.
Κι εγώ που είμαι άστεγη εδώ κι αιώνες
μέσα στη στέπα των τεσσάρων τοίχων
καθόλου δεν μπορώ να επιλέξω τις φιναλίστ της συμφιλίωσης.
Βρέχει σκιές.
Τι να την κάνω την βροχή
Τόσο καυτή και άυλη
Ανοίγει λάκκους πάνω στο έσω δέρμα
Κι εκεί μέσα διαδραματίζονται λιποταξίες και οχυρώσεις.
Θα θελα να μουν επιβάτης
στο τρένο που χαρακώνει κάθε βράδυ
τις ράγες του αχνισμένου παραθύρου μου.
Εγώ που τόσους αιώνες σπούδασα την αναμονή στους σταθμούς.
«Επόμενη στάση η Ουτοπία»
φώναζε ο φτερωτός μου σταθμάρχης.
Βρέχει σκιές.
Μα δεν ξέρω να βρέχομαι.
Μικρά εγχειρήματα
Απόψε ντύθηκα το ένδυμα της τύχης
κι έσπευσα να τον προϋπαντήσω,
της μεγάλης μου ζωής, τον επίγειο ταχυδρόμο.
Φτερά λειψά κρατούσε και μιαν ευχή στον ώμο.
Κι έσπερνε το περπάτημά του άτσαλα,
εγχειρήματα μισά και αφυδατωμένα,
με μια παρόρμησης κουβέρτα τυλιγμένα
κι έσπερνε το περπάτημα του,
εγχειρήματα από βουλήσεις στραγγισμένα,
πάνω στον βρεγμένο δρόμο.
Και πως με κοίταγαν
κι έκλαιγαν κι έσκουζαν κι αλάλαζαν,
σαν ζώα πληγωμένα.
Και με θορύβησε ο αλαλαγμός
και τον ταχυδρόμο κοίταξα, κάπως θυμωμένα.
«Παρέδωσε μου την ευχή» του είπα
«και πάρε πίσω τα φτερά, τα βλέπω χαλασμένα».
«Ούτε η ευχή, μα ούτε τα φτερά είναι για σένα.
Ετούτα μόνο σου φέρνω τα παιδιά σου,
δες τα πως κλαίνε αλαφιασμένα».
Κι έτσι ο ταχυδρόμος χάθηκε,
ενός λεπτού φυγή τηρώντας εσκεμμένα.
Κι έμεινα μόνη με τα τέκνα μου,
κάτι μικρά εγχειρήματα,
στον δρόμο πεταμένα.
*****************
5) Γεωργία Ανδρουλιδάκη
Παρεκκλίσεις
Του άρεσε να σβήνει τη δίψα του για ζωή
στην κάψα που αφήνει η αιθυλική αλκοόλη στο λαιμό..
Τον έβρισκες συχνά σε κακόφημα μπαρ να απολαμβάνει
τη μαγεία στην πεπειραμένη ματιά της γκαρσόνας
που κοίταζε με νόημα την παρακμή γύρω της
διεκδικώντας με υπέρμετρο επαγγελματισμό το επόμενο της ποτό..
Μα το δικό του ταξίδι δεν είχε να κάνει με κείνο τον κόσμο έλεγε,
στους δρόμους της χαράς του φύτευε λουλούδια
κι εξυμνούσε τα πάθη του
όπως κάνει ο φονιάς κατά συρροή καθώς βελτιώνει την τεχνική του..
Ο πόνος γίνεται πιο ανεκτός
σα σε πονάει το συκώτι σου πιο πολύ απ’ την καρδιά σου..
Κι ο κόσμος πιο όμορφος σαν είναι η σκέψη σου απαλλαγμένη
από αλήθειες που βαραίνουν τους ώμους..
Και τούτο το κορμί που σου δόθηκε,
κατάδικό σου να βγάλεις πάνω του το μίσος
που δεν έχεις λόγο να δείξεις σε κανένα άλλο ον..
“Μα τί να ξέρετε εσείς αχρείοι εραστές της συμβατικότητας
από τον κόσμο το δικό μου τον ονειρικό
που κάθε που νυχτώνει πλάθω με τίμημα τα σωθικά μου..
Θέλει κουράγιο να είσαι νηφάλιος
και τύχη σαν παίζεις κρυφτό με τον πόνο
μα ακόμα περισσότερο ανδρεία
για να σκοτώνεις όσα αγαπάς
απ΄την αδυναμία σου να τα χαϊδέψεις..”
Ελεύθερη και ωραία
Νιώθω πολύ ωραία απόψε,
ερωμένη του βασιλιά των αδυνάτων
με το δάχτυλο στη σκανδάλη και ψηλοτάκουνα..
Αν πεθάνω απόψε στο δρόμο, τρέχοντας να ξεφύγω
θα βρουν κάτω απ΄ τα ρούχα μου τη μαρτυρία
πως ένιωθα σπουδαία,
μεταφρασμένη σ’ ένα υπέροχο σετ εσώρουχα
που δούλεψα υπερωρίες για ν΄ αποκτήσω..
Θα ήθελα να με κηδέψουν μόνο μ’ εκείνα,
δίπλα του,
πάντα με ζέσταινε το σώμα του
και νομίζω ότι θα μου χρειαστεί η ζεστασιά..
Πολλά χρειάζεται κανείς όσο κρατάει τον κόσμο στη γροθιά του
λεφτά, μέσα μεταφοράς, επιβεβαίωση,
μα σαν τελειώνει το παιχνίδι
του φτάνει να ξέρει πως θα ‘χει ζεστασιά και δέρμα ν’ ακουμπάει..
Μη με ρωτάτε πως το ξέρω,
κρατάω πιστόλι και φλερτάρω με το θάνατο,
δε γίνεται να υποκριθώ πως φοβάμαι
μόνο να τρέξω θέλω,
το χρόνο να σταματήσω,
να παγώσει στη σκηνή
που τινάζω τα μυαλά μου στον αέρα..
H τέντα
Θα στέκομαι μελλοντικά απέναντι, στο σταθμό..
Θα με κοιτάξεις από την κατεβασμένη τέντα σου,
θα φοράω ταγέρ συντηρητικό και τακούνια
και θα κρατάω στο χέρι χαρτοφύλακα βαρύ
γεμάτο μ’ εμάς..
Κάπου στη μέση της διαδρομής,
θα τον αφήσω τρυφερά,
να ξαπλώσει στο δρόμο
και θα τον δω να γίνεται λιώμα
από ένα περαστικό φορτηγό..
Κι εσύ..
Θα κοιτάς τις γάμπες μου,
και δε θ’ ακούσεις τίποτα από το ξεψύχισμα του
γιατί οι λέξεις ξεψυχούν αθόρυβα
σαν την κορύφωση του πόθου,
μ’ ένα μικρό αναστεναγμό..
Θα συνεχίσω το δρόμο μου με σταθερό βήμα
κι εσύ,
θ’ ακούσεις ανάμεσα στους θορύβους της πόλης,
τα τακούνια μου
να παίζουν τρυφερά ένα παιδικό νανούρισμα..
Κι όλο θ’ αναρωτιέσαι,
αν όλα αυτά συμβαίνουν στο σύμπαν μας ή αλλού..
Κι αν, όταν θα με ξαναδείς θα με θυμάσαι..