Η όστρια δόθηκε τελικά στον πουνέντε.
Μετά από μια φτιαχτή κουβέντα, με την διεύθυνση αποφασισμένη,
Κάμανε τον έρωτα σ΄ ένα πανδοχείο βραχώδες.
Μ΄ αισχύνη επίσης φτιαχτή, κάπου στις ακτές του Θρακικού πελάγους
Τους είδα να κρύβονται.
Σαν απέκαμαν, να την χαϊδέψει έκαμε κι αυτή τραβήχτηκε μακριά
Σαν φίδι φαρμάκι φορτωμένο να ταν κι όχι χάδι.
Της είπε, τον άκουσα, της είπε
τῷ νῦν μή ποτε καί σύ, γύναι, ἀπό πᾶσαν ὀλέσσῃς
ἀγλαΐην, τῇ νῦν γε μετά δμῳῇσι κέκασσαι·
Και φουρτουνιασμένος, έφυγε πίσω στα μέρη του.
Πόσα μαντήλια βρεμένα, πόσα στεγνά, φιλοξένησαν οι καιροί,
Δεν ξέρω, θέλω να μην ξέρω, θέλω αμαθής να πορευτώ
Σε αυτό το παγωμένο ακρογιάλι.
Κι όσο τρέξεις, πιο γρήγορα θα φτάσεις σ΄ αυτό που φοβάσαι.
Κι όσο τρέξεις, πιο αδύναμος στ’ αγκάθια θα ριχτείς.
Οι πνιγμένοι ναυτικοί ψαρεύουν στον πάτο του πόντου,
Ανασύροντας κόκκαλα, που στα σαγόνια τους έχουν σβήσει ζωές
Και έκαμαν τον πόνο τους τραγούδι, που τραγούδι το έκαμαν
Οι φοβισμένοι στεριανοί που τους ακούγανε σαν είχε μπουνάτσα.
Ο καιρός ήρθε που σπονδές φέρουμε σαν ερωτευμένοι, παζαρεύοντας
Ένα κονάκι υπό τον εγκλιματισμό του Φοίβου.
Τόσα πολλά αυτό το μέρος μας πήρε και τόσα λίγα μας άφησε για να ζήσουμε.
Δεν θα διστάσω όμως, θα περπατήσω τους νυχτερινούς τους δρόμους,
Με πουκάμισο ξεκούμπωτο και καρδιά λυτή, να δω που γονατίζει η βολή.
Μα ίσως δε θέλω να ξέρω, ίσως θέλω να προφυλαχθώ,
Ίσως καθίσω μέσα σήμερα, πιέζοντας νεκρά κουμπιά σε νεκρό πλαστικό,
Νεκρός μεταξύ νεκρών, ανίδεος μεταξύ ανίδεων, κάτω απ΄ τα σεντόνια.
Τι θα κάνουμε αύριο; Τι θα κάνουμε του χρόνου; Τι θα κάνουμε ποτέ;
Ο κόσμος προχώρησε παραπέρα, ο κόσμος προχώρησε κι ακόμη ρωτάμε.
Ζω άρα ρωτώ. Ρωτώ άρα ζω.
Κι ανάμεσα στις ερωτήσεις ρίχνω μανιασμένα κουταλιές καφέ
Στο βραστό νερό, κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός
Από αυτά που ρωτώ.
Κάθε χρόνο της Παναγιάς η μπάμπω τράταρε τους γείτονες
Γλυκό του κουταλιού σταφύλι και σπαθολάδιπηχτό.
Κάθε χρόνο της Παναγιάς οι γείτονες, κλείνοντας την πόρτα σταυροκοπούμενοι,
Ζωγράφιζαν την απορία στα πρόσωπά τους και γελάγανε.
Σαν το πήραν απόφαση να τη ρωτήσουν, τι δώρα είναι αυτά,
Αυτή είχε πεθάνει, ένα ζεστό πρωινό τη βρήκαν στο κρεβάτι,
Θαρρώ ήταν της Παναγιάς.
Ζωή σε μας. Τα χε τα χρονάκια της. Παράξενη γριά.
Quid natum toties, crudelis tu quoque, falsis
Ludis imaginibus ?
Έφτασε στα μέρη μας ένας ξένος και μου πε,
«Βάλε μου κάτι δυνατό να πιώ,
Θέλω μια στιγμή να σκεφτώ,
Είναι απλά κάτι σαν αγκάθι που αισθάνομαι,
Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεί αληθινό.
Είδα δρόμους καμωμένους με χρυσάφι,
Κι είδα πως η καλοσύνη καταστρέφεται κι ανάφτει.
Τώρα φοβούμαι για την ψυχή μου.»
«Δε πειράζει φίλε μου,
Εδώ κανείς δεν ξέρει τιπα να πει ψυχή»,
Απάντησα και του βαλα μπαγιάτικο ουίσκι.
Δώσε μου κάτι να πιώ, Κύριε,
Τα χείλη μου ξεράθηκαν πριν δυο χιλιάδες χρόνια και το να σαι διψασμένος
Δεν είναι δα κι εύκολη δουλειά.
Φύγε απ΄ την Καρχηδόνα, φύγε νύχτα σαν τον κλέφτη,
Δεν είναι το μέρος πουξερες,ελέφαντες δεν περνούν τις Άλπεις πια.
Σταμάτησα να βλέπω, μα χαζεύω στον καθρέπτη την μορφή μου,
Σταμάτησα να νιώθω, μα νιώθω στο θώρακα θυμό να χτυπά,
Σταμάτησα να ζω, μα δεν έχω για ταβάνι πάνω απ΄το κεφάλι χώμα.
Έχω αναχωρήσει, είμαι ακόμη εδώ, έχω λακίσει, μα είμαι ακόμη εδώ.
Ψωμοζήτης κάλλους στο μοναστήρι της γραφής,
Ερασιτέχνης που νέος ξεγελάστηκε απ’ το σκοπό, απ’ την υπόσχεση,
Μπάρμαν που άκουσε μεθυσμένους Μενελάους και πλάγιασε με μεθυσμένες Ανδρομάχες,
Sovegna vos a temps de ma dolor.
Ο πόνος του μέρους σαν γίνει δικός σου, πρέπει να μάσεις ότι σου μεινε,
Πρέπει να φτιάξεις τις βαλίτσες σου, και να βρεις άλλο πανδοχείο που μοιάζει σπίτι.
And Iphigene once more is lost and won.
La stupeur de Prométhée était grande (et Zeus riait encore).
Αντίο, κύριοι. Τις θερμότερες ευχές μου.
Μονάχα έναν δεν χαιρέτησα, γιατί μονάχος αλήτευε
Κι είχε την δική μου βραγιά.
Ill fate and abundant wine. I slept in Circe’s ingle.
The post Γιώργος Δόντσος, «Μ’ αφορμή ένα δείλι του Αυγούστου» appeared first on Ποιείν.