Κόμη της Βερενίκης
Αυτή την παγωνιά δεν τη μπορώ.
Και τα πεδία αυτά των αραιών αστερισμών
των σκόρπιων αμυδρών γαλαξιών
και της απόλυτης σιγής
θυμίζουν θάνατο.
Μιλούν; Μπορεί. Θα λένε
εδώ είναι η ζωή κι εσύ κοιτάς.
Παρατηρείς, μετράς
μεταβλητούς αστέρες, υπολογίζεις
τις τροχιές των κομητών.
Φτιάξε τους καταλόγους σου.
Το πεφταστέρι που σημάδεψε τον Αύγουστο
δεν το ‘δες.
Στην κορυφή του Κισσάβου
Κοίταξα τη ζωή μου όπως τη διέκρινα
ξεκάθαρη πίσω από τα τοπία.
Είδα όσα μπορούσαν να είχαν γίνει
και κάπως παρηγορήθηκα
που έστω μου δόθηκε η χάρη
να δω για μια στιγμή την ύπαρξη
κι όχι τον κόσμο των σκιών
τις υποσχέσεις, τις απώλειες
τις αναμνήσεις που θολώνουν
τις στερημένες ηδονές.
Ελληνικό γλέντι
Τους κατέκρινε. Τους κατακεραύνωσε.
Δεν είχαν το δικαίωμα να είναι άνθρωποι.
Είναι όμως τα ήθη των καιρών, ή μάλλον η έλλειψή τους.
Καθώς έσκαγε για το πώς είναι ο κόσμος
και οραματίζονταν μάταια πράγματα (πώς όφειλε να είναι),
οι άλλοι συνεχίσαν να γλεντάνε.
Με λαϊκή μουσική, όμως να γλεντάνε.
Ο ίδιος δε μπορούσε.
“Για εμένα η μουσική είναι θρησκευτική εμπειρία·
όταν εκστασιάζομαι αδύνατο να χορέψω, το σώμα παραλύει”.
Έτσι, όταν έπαιξε Άκης Πάνου, οι ανεπίγνωστοι εχθροί του,
η πληγή της ανθρωπότητας, το γένος των μνησίκακων,
σταμάτησαν να χορεύουν, καθίσαν στις καρέκλες τους και άκουσαν.
“Τι φτήνια πια! Πάω να γράψω ένα πυκνό δοκίμιο”.
Έφυγαν λοιπόν, αυτός για τα βιβλία του κι εκείνοι
για τον επόμενο χορό. Ποιός πήγαινε καλύτερα,
μόνο οι θεοί το ξέρουν και ίσως ούτε αυτοί.
The post Νικόλαος Κατσαμάκας, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.