Κάθε Σάββατο, μουσικές βραδιές, με ενα πιανο, τρεις φωνές και μια βαλίτσα αγαπημένα τραγούδια! Με τους: Γιώργο Καλογήρου: πιάνο και φωνή / Αργυρώ Χριστοδούλου: φωνή / Παύλο Μπαλλίνη: φωνή
Τ. 99239677/99244043 / ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΒΑΛΙΤΣΑ, Τρικούπη 51 & Άρεως 2, Παλιά Λευκωσία
`
“Και όταν η βαρυχειμωνιά μου πάγωνε τα χέρια, στον ουρανό τα σήκωνα να ζεσταθούν στα αστέρια…
Τέρμα του Ιούνη, μια ανάσα δροσιάς στην υγρασία της Λευκωσίας που στάζει, είναι του τραγουδιού οι εικόνες… Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο, στα μάτια είχα τη χαρά στα χέρια το βιβλίο… Το παιδί φοράει μπλε στολή και κρατάει στα χέρια ένα αναγνωστικό με έναν ήλιο λαμπρό στο εξώφυλλο. Πηγαίνει χοροπηδώντας στο σχολείο, μες στην τρελή, σπάνια χαρά.
Ένα πιάνο φορτωμένο βιβλία, όχι καινούρια, κουλτούρας διακοσμητικά, αλλά βιβλία διαβασμένα, τον χρόνο φορεμένα. Βιβλία και ένα αναμμένο αμπαζούρ άλλων δεκαετιών για την ατμόσφαιρα. Το καπέλο του αμπαζούρ, όπως ακριβώς και το καπέλο μιας ιστορίας. Μια φορά κι έναν καιρό μερικοί άνθρωποι, μετά τις δέκα το βράδυ, βολεύτηκαν σε ξύλινες καρέκλες, γύρω από τραπεζάκια με γωνιές. Ένα πιάνο κοίταζε τον τοίχο, φορτωμένο δυο στοίβες ποιητικές συλλογές. Σουρεαλιστικό ντεκόρ οι Ιπτάμενες βαλίτσες που κοίταζαν τους ανθρώπους, μες στον μικρόκοσμό τους, από ψηλά σιγοψιθυρίζοντας, όταν πετάς από ψηλά, μοιάζει η γη με ζωγραφιά… Και εσύ την πήρες σοβαρά…
Βαλίτσα… του τουρίστα, του πρόσφυγα, του μετανάστη, των αναμνήσεων, της κόκκινης λίμνης, των τραγουδιών, των ιστοριών και των στίχων… Ένας τουρίστας ξέρουμε τι βάζει μες στη βαλίτσα του, αναλόγως προορισμού. Μποτάκια ορειβασίας για τα βουνά, μαγιό και αντιηλιακό για τις παραλίες. Ένας πρόσφυγας όμως τι βάζει; Τα στέφανα του γάμου του; Φωτογραφίες; Χρυσαφικά; Κούκλες; Το μαράζι του;
Βαλίτσα … γεμάτη τα μωρουδίστικα ρούχα σου, για να θυμάσαι τα χρόνια της αθωότητάς σου, της ελαφρότητας του είναι σου. Τότε που τα μάτια σου έλαμπαν αληθινά, χαμογελούσαν βλέποντας ένα χωνάκι παγωτό, πίστευαν στον Άγιο Βασίλειο και τις νεράιδες των δοντιών και των Μαθηματικών.
Βαλίτσα… γεμάτη παραμύθια που δεν διαβάζεις πια, σχολικές φωτογραφίες, παιχνίδια. Αναμνήσεις που έχεις κλείσει μέσα σε ένα ανθρωποποίητο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο γιατί δεν έχουνε χώρο τώρα μες στην πολύβουη ζωή σου.
Βαλίτσα… κάτω από το κρεβάτι ή πάνω ψηλά στην ντουλάπα, ή ακόμα και καταχωνιασμένη μες στην αποθήκη, στο υπόγειο χωρίς θέα. Τώρα τελευταία βρίσκεις βαλίτσες, σε οποιοδήποτε χρωματισμό και μέγεθος, ελεύθερες στη φύση να χάσκουν τον ουρανό με τα άστρα. Να τσακώνονται με τις βρομιές και τα αγριόχορτα. Να λένε την ιστορία τους στους γάτους και τα σαλιγκάρια του ασημένιου δρόμου… εμένα που βλέπετε, είμαι σπουδαία. Ταξίδεψα σε μέρη που δεν βάζει ο νους σας. Είδα αχθοφόρους, λιμάνια, αεροδρόμια, χώρους αποσκευών. Είμαι πολύ σπουδαία… Κι εμένα που με βλέπετε είμαι σπουδαία. Με είδατε στην τηλεόραση;
Βαλίτσα… σκονισμένη, καθαρή, από αληθινό δέρμα, από φτηνιάρικο ύφασμα, βαλίτσα επώνυμου, ανώνυμου.
Βαλίτσα… δεν θα την πάρουμε μαζί μας όταν πεθάνουμε. Τα φέρετρα δεν έχουν αποθηκευτικούς χώρους. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες, άρα ανθρωπάκι του παρόντος, την πάτησες… Τι θα γίνουν όλες τούτες οι βαλίτσες που στοιβάζεις μες στη ζωή σου;
Βαλίτσα… μπουάτ, εκεί που οι παρευρισκόμενοι και τρεις μουσικοί σμίγουν τα αχ τους, τα βαχ τους, τα γέλια, την αρχοντιά τους, τον καπνό από τα τσιγάρα.
Και η ποίηση ανάμεσα στα τραγούδια επίσημη προσκεκλημένη, παρούσα… Και ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει…Κατοικίδια σκόνη. Λυπάμαι τις νοικοκυρές,
τον άγονό τους κόπο.
Δεν φεύγει η σκόνη, δεν στερεύει.
Κάθε που πάει ο καιρός, καιρό να συναντήσει,
καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται…. Δεν τα αντέχω τα τινάγματα του μέσα βίου έξω…
Και οι ιστορίες παρούσες… κάποτε εδώ, κάποτε εκεί, στον δρόμο, στο καφενείο, κάποτε στη Θεσσαλονίκη….
Παρομοίως παρούσες και οι πληροφορίες … το Φρέναρος παίρνει πέντε αστέρια… ένα για τις πατάτες, ένα για το κολοκάσι, ένα για τις φράουλες, ένα για τα καρπούζια και ένα για τους ποιητές της. Λες το κόκκινο χώμα του χωριού να αναγιώνει ανθρώπους αλλιώς; Να κλέψουμε κόκκινο χώμα, να βάλουμε στις ρίζες μας, να μεγαλώσουμε και εμείς αλλιώς…
Παρούσες και οι απορίες,
Μα για την αρκοντιά του, είπε κανένας τίποτα;
Παρά λίγη αγάπη ο κόσμος θα ήτανε άλλος;
Ευτυχία είναι ένα καρπούζι πάνω στο κεφάλι σου;
Αλήθεια τώρα, μια βαλίτσα μπορεί να κλείσει μέσα τόσες πολλές στιγμές; Τόσους διαφορετικούς ανθρώπους; Τόσους πολλούς στίχους; Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά… Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.”
`
The post «Μπουάτ Βαλίτσα» (γράφει η Μαρία Ολυμπίου) appeared first on Ποιείν.