Το Κλάμα Του Λύκου
Κοίταξε το ματωμένο φεγγάρι κι η ψυχή του μούδιασε για ώρες
έστριψε ένα τσιγάρο και το παίδεψε αρκετά πριν το ανάψει
πήρε βαριές και λυτρωτικές τζούρες·τότε θυμήθηκε
που κυνηγούσε με τα τόξα τη χαραυγή και τραγουδούσε
κάθε βράδυ με τους λύκους στο δάσος.
Ανάσα Διπλή
Όλη μας τη ζωή κυνηγούσαμε τον κίνδυνο
σε αγώνες με το Διάβολο και κόντρα στη φύση
μόνο και μόνο για να πάρουμε την επόμενη ανάσα διπλή
και να καταλάβουμε ότι ζούμε·σήμερα η γεύση της είναι βαρετή
σαν μπαγιάτικο ψωμί
που βάζουν στα μπιφτέκια οι νοικοκυράδες.
Σκέτος
Πάνε κι έρχονται οι νοματέοι στον καφενέ
και πνίγουν τον πόνο τους και το παράπονο από τη ζωή
στο ούζο,
στα άφιλτρα
και στην πόκα
·λες και περιμένανε καμία καλύτερη προκοπή
στον κόσμο των ανθρώπων.
Χαμένοι Στην Άσφαλτο
Ήθελε να μεγαλώσει το παιδί του σε ένα πάρκο της Αθήνας
να το κοιμίζει με κόρνες στο παγκάκι
και να το ποτίζει τις εκροές των air condition
μέχρι να γίνει νταμάρι ολόκληρο·και τη μέρα
που αυτός χαρούμενος θα πεθάνει,πριν ακόμα γκριζάρει,
να τον παραχώσει στην άσφαλτο.
Μαύρες Διακοπές
Έβαψε το κορμί σου όλο αυτό το μίζερο ντουμάνι
που ξερνάνε τα φουγάρα των πλοίων στον Πειραιά
μαύρο κι αυτό,μαύρος κι εσύ·αφού ξέρεις πως σε λίγες μέρες
θα γυρίσεις
τι το ήθελες αυτό το διαβολοτάξιδο;
Το Άλλο Μου Μισώ
Τίναξε τη σκόνη από την τραγιάσκα του.
Σαν μεθυσμένος έβλεπε αστεράκια εκεί που ο άλλος έβλεπε τα τσιμέντα.
Δεν τον συμπαθούσα.
Η φάτσα του μου θύμιζε τον κούκο του ρολογιού.
Εγώ ήμουν ο σκελετός του ρολογιού στην πλατεία της Πράγας.
Καμία επαφή.
Προχθές του έκλεψα τα τσιγάρα από το σακάκι στην κρεμάστρα.
Τι να τα κάνει τα τσιγάρα όταν κοιμάται;
Εγώ κοιμάμαι το πρωί.
Τότε αυτός μου κλέβει τα τσιγάρα.
Αλλά όχι από το σακάκι.
Δεν έχω σακάκι να φοράω εγώ.
Από Μέσα Μηχανή
Πατάω νευρικά το κουμπί και ανοίγω την πόρτα.
Είμαι ένα ρομπότ ντυμένο άνθρωπος.
Θυμάμαι παλιά,πριν γίνω μέταλλο από μέσα.
Δεν είχα πυκνωτές για νευρώνες,ούτε ηλεκτρόνια για ATP.
Θα μπορούσα να φάω αγριοφράουλες αλλά έχουν όμορφη γεύση.
Θα φορτίσω ξαπλωμένος στο πάτωμα
με ανοιχτά μάτια.
Κάμερες καλύτερα.
Δε χρειάζομαι όπλο,οι σφαίρες δε μου κάνουν κακό.
Όχι πως είμαι ειρηνιστής.
Κανένα ρομπότ δεν επιδιώκει την ειρήνη
Ούτε και τον πόλεμο.
Ας με αποσυνδέσει κάποιος.
Πάλι μπερδεύτηκα.
Πανδημία
Αρρώστησες πάλι.
Παράτησες το αμάξι στην άκρη του δρόμου.
Με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα
άρχισες να κλαις παραδίπλα.
Ήταν μέρα μεσημέρι
όμως γύρω σου το σκοτάδι πυκνό.
Οι διερχόμενοι σε βγάλανε φωτογραφίες.
Δεν το είδες αλλά το ξέρεις.
Σιγά μην σε ένοιαξε.
Και τον κάδο να βγάζανε το ίδιο σου κάνει.
Μια ζαλάδα τότε θόλωσε τη ματιά σου.
Μα δεν ανησύχησες.Συμβαίνει συχνά.
Ξέρασες χίλιες μαύρες πεταλούδες από το στομάχι σου.
Αυτές πέταξαν και χάθηκαν στην αιθαλομίχλη.
Τελείωσε.Πάλι καλά που δεν ανέβασες πυρετό.
Ονειροξύπνιος
Είμαι ο ονειροξύπνιος.
Αλλιώς με βάφτισαν αλλά το άλλαξα.
Διέγραψα και το επίθετό μου.
Θέλω να είμαι σκέτος.
Αν και αποφεύγω τον καφέ.Δε μου αρέσει να ξυπνάω εντελώς,αφού είμαι
ο ονειροξύπνιος.
Κάνω περιγράμματα με τα μάτια στους ανθρώπους τους περαστικούς.
Τους κόβω με laser και τους κάνω πιο όμορφους.
Μερικές φορές κόβω και το τοπίο.Αν έχει πολύ γκρίζο το ψεκάζω με λίγο χρώμα.
Ό,τι θέλω εγώ κάνω.
Αφού είμαι ο ονειροξύπνιος.
The post Μενέλαος Αγραφιώτης, Ποιήματα appeared first on Ποιείν.