Ι.
Εγώ είμαι της ειλικρίνειας άντρας
Απ’ τα μέρη που φύεται ο φοίνικας
Και θέλω πριν να πεθάνω
Να βγάλω της ψυχής μου τους στίχους
Εγώ έρχομαι πανταχόθεν
Και προς όλα τα μέρη τραβάω:
Τέχνη είμαι στις τέχνες ανάμεσα
Είμαι βουνό μες τα βουνά.
Εγώ ξέρω τα παράξενα ονόματα
Των φυτών και των λουλουδιών,
Και των θανάσιμων εξαπατήσεων,
Και των υπέρτατων πόνων
Εγώ έχω δει στην ερεβώδη νυχτιά
Βροχή στην κεφαλή μου να πέφτουν
Οι αχτίδες της καθάριας της φλόγας
Του θείου, ουράνιου κάλλους.
Φτερά είδα να γεννιούνται στους ώμους
Των όμορφων των γυναικών:
Και να βγαίνουν απ’ τα χαλάσματα
Πετώντας οι πεταλούδες
Έχω δει άντρα στη ζωή να κρατιέται
Με το μαχαίρι μες τα πλευρά του
Δίχως τ’ όνομα να μαρτυρήσει ποτέ
Εκείνης που τον έχει φονεύσει
Γοργή όπως μια αστραπή
τη ψυχή δυο είδα φορές , δύο:
Όταν πέθανε ο καημένος ο γέρος μου
Κι όταν εκείνη μου είπε αντίο.
Ρίγησα κάποτε- στον φράχτη
Στο έμπα του αμπελιού-
Όταν μια μέλισσα άκαρδη
Κέντρισε της μικρής μου το μέτωπο
Μια φορά απόλαυσα τέτοια τύχη
Όπως δεν είχα απολαύσει ποτέ: όταν
Την θανατική καταδίκη μου
Διάβασε κλαίγοντας ο Άρχοντας
Ακούω εν’ αναστέναγμα, μέσα
Απ’ το χώμα κι από τη θάλασσα,
Κι αναστέναγμα δεν είναι. Είναι
Που ο γιoς μου σε λίγο ξυπνάει.
Αν λένε από τον χρυσοχόο
Να πάρω το καλύτερο κόσμημα
Παίρνω έναν φίλο ειλικρινή
Κι αφήνω στην άκρη τον έρωτα
Έχω δει τον αητό λαβωμένο
Να ίπταται στο γαλήνιο μπλε
Και να πεθαίνει μέσα στην τρύπα της
Η όχεντρα απ’ το φαρμάκι της
Εγώ ξέρω καλά πότε ο κόσμος
Χλωμός στην ανάπαυση αφήνεται
Πάνω στη βαθιά τη σιωπή
Μουρμουράει πράο το ρυάκι.
Εγώ με τόλμη το χέρι έχω βάλει
Άκαμπτο από χαρά κι από τρόμο
Πάνω στο σβησμένο το άστρο
Που έπεσε μπρος στο κατώφλι μου.
Κρυμμένος στο γενναίο μου στήθος
Ο πόνος που το πληγώνει:
Ο γιος ενός σκλαβωμένου λαού
Εκεί ζει, σιωπά κι αποθνήσκει.
Τα πάντα στέρεα είναι και όμορφα
Τα πάντα μουσική και λογική
Τα πάντα, σαν το διαμάντι,
Πριν γίνουν φως άνθρακας είναι.
Εγώ ξέρω πως ο ανόητος θάβεται
Μ’ αφθονία χλιδής και θρήνους μεγάλους-
Και πως επί γης δεν υπάρχει καρπός
Σαν εκείνον του κοιμητηρίου.
Σιωπώ, κατανοώ κι από πάνω μου ρίχνω
Τον στόμφο αυτού που ρίμες πλέκει:
Κρεμώ σ’ ένα δέντρο κατάξερο
Το ένδυμα μου αυτό του γιατρού.
`
*************************************************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο Χοσέ Μαρτί, σπουδαία πολιτική μορφή της Κούβας, έμεινε στην Ιστορία της χώρας του ως η πλέον εμβληματική μορφή του αγώνα της ανεξαρτησίας της Κούβας από τους Ισπανούς, για χάρη του οποίου έδωσε τη ζωή του (σκοτώθηκε στα σαράντα δύο του χρόνια, στην μάχη του Dos Rios από τα Ισπανικά στρατεύματα). Υπήρξε επίσης και μία από τις πιο εμβληματικές μορφές των γραμμάτων της Λατινικής Αμερικής του 19ου αιώνα. Πρόδρομος του μοντερνισμού, έγραψε ποίηση, πρόζα, δοκίμια, άρθρα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Λατινικής Αμερικής ενώ ο ίδιος υπήρξε εκδότης σημαντικών, λογοτεχνικών περιοδικών. Η συγκεκριμένη μετάφραση καλύπτει το πρώτο από τα 46 μέρη της μεγάλης ποιητικής σύνθεση με τίτλο «Versos Sencillos» (Έμμετρα Απλά, 1891).
The post José Marti ( Cuba, 1853-1895), «Έμμετρα Απλά» (μετφρ. – επίμετρο: Στέργιος Ντέρτσας) appeared first on Ποιείν.