«Αναρωτήθηκες ποτέ τι θα γινόταν αν για να ανθίσουν τα τριαντάφυλλα τρέφονταν με γάλα;»
Το βλέμμα της Φαιναρέτης ήταν παγιδευμένο έξω από τη τζαμαρία. Η ένταση στη ματιά της ήταν τόση που, αν πρωταγωνιστούσε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, το γυαλί θα διασπόταν θεαματικά στα αρχέτυπα συστατικά του – σε αμέτρητους κόκκους άμμου. Το κέντρο της δεν ήταν ούτε η ταλαιπωρημένη λεωφόρος με τα βαρετά αυτοκίνητα, ούτε το θλιβερό πλήθος που βάδιζε σε φρενίτιδα, όπως τα μηρμύγκια όταν νιώθουν το διώκτη τους· δεν ήταν καν τα σχολιαρόπαιδα που λίγο πριν γυρίσουν στην οικογενειακή κατεστημένη εστία τους μετά το σχόλασμα, αλλοίωναν τη μαυρίλα των περαστικών με τα δυνατά γέλια και τις φάρσες τους.
Η Φαιναρέτη κοιτούσε ένα τριαντάφυλλο· ένα μικρό και αδύναμο τριαντάφυλλο. Το μοναδικό παιδί της τριανταφυλλιάς που πάσχιζε να επιβιώσει στην αυλή της αστικής καφετέριας που συναντούσε τη φίλη της.
Ήταν μέσα Μαρτίου μιας άγριας άνοιξης και το λουλούδι αυτό ήταν η απόλυτη παραφωνία. Παραφωνία στον παγωμένο ακόμα αέρα, παραφωνία στη δίνη της μεγαλούπολης, παραφωνία στη διάθεση και τα συναισθήματά της που δεν εννοούσε να βάψει τον καμβά τους σε κανένα άλλο χρώμα εκτός από τις αποχρώσεις του μαύρου.
Ναι, το μαύρο είχε για εκείνη αποχρώσεις. Από παιδί, όταν ζωγράφιζε με τέμπερες, πάντα της άρεσε να προσθέτει στ’ άλλα χρώματα ανεπαίσθητες σταγόνες μαύρου. Έτσι, το κόκκινο γινόταν μπορντώ και στο τέλος μαύρο, το πράσινο κυπαρισσί και στο τέλος μαύρο, το μπλε φουρτούνιαζε και βούλιαζε στο μαύρο. Ποτέ δεν προσπάθησε την αντίθετη διαδικασία. Το ροζ, το λαχανί και το γαλάζιο δε χρωμάτιζαν τα δικά της όνειρα. Τα παρατηρούσε στις ζωές των άλλων – μέχρι και που τα απολάμβανε κάποιες φορές. Όμως ο δικός της πίνακας ήταν σκούρος, η μουσική της σκληρή και εκκωφαντική και ο χαρακτήρας της αδιαπέραστος.
Τώρα, το τριαντάφυλλο αυτό έσπαγε τη μαύρη αρμονία της. Λεπτοκαμωμένο, ντυμένο με χλωμά ροζ πέταλα, ίσα που στεκόταν όρθιο πάνω στο δέντρο που το γέννησε, αφού είχε βιαστεί από το χειμώνα και την αδιαφορία. Κι έτσι απλά, καταστρατηγούσε θρασύτατα την καθεστηκυία τάξη.
«Αν τα τριαντάφυλλα τρέφονταν με γάλα για να μεγαλώσουν, τότε φαντάζομαι τα παιδιά θα έπρεπε να αρκεστούν σε σκέτο νερό. Τι τραγικό!» αποκρίθηκε στη φίλη της η Νεφέλη με ένα γάργαρο και ειρωνικό γέλιο που αναστάτωσε τη συνεννοημένη ησυχία της στιγμής.
«Και ποιος ορίζει σ’ αυτή τη γη τι χρειάζεται ένας ζωντανός οργανισμός για να τραφεί, να συντηρηθεί, να ανθίσει ή απλά να υπάρξει;» ξαναρώτησε η Φαιναρέτη με το βλέμμα της αμετακίνητο και ύφος άτονα ρητορικό.
«Θαρρώ πως ο καθένας έχει τη δική του εξήγηση στο ερώτημά σου. Όσοι οι άνθρωποι, τόσες οι αυταπάτες. Άλλος θα πει για το Θεό, άλλος για τη βιολογία, άλλος θα αναφερθεί σε μια διαφορετική πνευματική διάσταση και άλλος ακόμα και σε εξωγήινους!» Η Νεφέλη είχε τώρα παιχνιδιάρικη διάθεση. «Διάλεξε και πάρε! Το θρεπτικό υλικό που θα επιλέξει ο καθένας να βρέξει το χώμα της ζωής του είναι και το διαβατήριο της ελευθερίας του. Ελευθερία στη ζωή και στο θάνατο!»
Η Φαιναρέτη κεντρισμένη, την κοίταξε φευγαλέα, σαν να ήθελε να αφήσει τις λέξεις να την προσπεράσουν χωρίς να την αγγίξουν. Ήταν χρόνια φίλες οι δύο τους. Και όλα τα χρόνια συναντιούνταν εκεί. Αφού τέλειωσαν τις σπουδές τους, γύρισαν στο προάστιο της μεγαλούπολης που μεγάλωσαν για να ανηφορίσουν εθελοντικά το «γολγοθικό» μονοπάτι μιας ζωής στα σύγχρονα πρότυπα. Πάντα έδιναν ραντεβού στο ίδιο σημείο και πάντα η Νεφέλη αργούσε. Πάντα καθονταν στο ίδιο τραπέζι και πάντα παράγγελναν τον ίδιο καφέ. Η Φαιναρέτη βιαζόταν να ρωτήσει «Τι νέα;» αλλά η Νεφέλη δεν έβγαζε μιλιά πριν ανάψει τσιγάρο και πιει την πρώτη λυτρωτική γουλιά. Η φιλία τους ήταν στο μοτίβο της εποχής· ούτε βαθιά ούτε επιφανειακή· επίπεδη. Αν και από παιδιά ονειρεύονταν διαφορετικά ταξίδια, είχαν κοινούς κώδικες και τα θέματα συζήτησης δεν τέλειωναν ποτέ. Έπεφταν με μανία στην κουβέντα και μπορούσαν να μιλάνε για ώρες, αλλά κάθε φορά, για ένα μυστήριο λόγο, κάποια στιγμή πάγωναν απότομα και κοιτούσαν βουβά έξω από τη τζαμαρία σα να τις ξύπναγε η αλήθεια αυτού που πάντα απέφευγαν.
Γιατί η μία τρεφόταν με το παρελθόν. Τρεφόταν με την πιο αγαπημένη της ανάμνηση. Την έκρυβε σε ένα παλιό κουτί με ξεφτισμένο απ’ τα χρόνια κολάζ και την φύλαγε καλά, αυστηρά για εκείνη. Όταν έμενε μόνη κλειδωνόταν στο δωμάτιο, άνοιγε το κουτί της και όλα πλημμύριζαν με λουλούδια και φως. Ήταν η μόνη στιγμή που άφηνε το μαύρο της να σπάσει. Μέσα απ’ τις κομμένες σελίδες ενός παλιού τετραδίου διάβαζε τα ανορθόγραφα λόγια του πρώτου της έρωτα. Και ταξίδευε πίσω… ταξίδευε στο γαλάζιο της εφηβικής θάλασσας και σε μια γεμάτη άστρα ματιά· στον έρωτα που βρέθηκε στη ζωή της για να τη λυτρώνει για πάντα γιατί σαδιστικά αυτός δεν ενηλικιώθηκε· στον πυρετό της μάταιης προσμονής μιας δεύτερης ζωής μόνο για να τον ζήσει· στην ανοργασμική ολοκλήρωση κάθε της επίτευγματος. Καταδίκη και φως, φως και καταδίκη. Αυτό ήταν το μάννα για τη Φαιναρέτη.
Η άλλη τρεφόταν με το μέλλον, με τη φιλοδοξία της απόλυτης ολοκλήρωσης, την οργασμική πρόσμιξη της ύλης και της προοπτικής. Η όψη της έλαμπε μόνο όταν ενοραζόταν «το τέλειο» που υπάρχει στον κόσμο και που δεν γινόταν να μην το συναντήσει. Τον τέλειο άντρα, την τέλεια δουλειά, τον τέλειο κοινωνικό κύκλο· το τέλειο τέλος; Στα χρόνια που είχαν περάσει η Νεφέλη δεν φαινόταν να έχει προσεγγίσει καν το όνειρό της. Ή, και να το είχε αντικρίσει, πιθανώς να το είχε προσπεράσει αδιάφορη γιατί δεν ήταν αρκετά τέλειο. Συνέχιζε να επιμένει και να υπομένει στωικά κοιτώντας πάντοτε μπροστά και ποτέ τριγύρω. Για εκείνη η επόμενη ζωή ήταν φενάκη, δεκανίκι για τους αδύναμους και τους χαμένους σε αυτήν τη ζωή. Αυτοί οι συλλογισμοί ήταν δικοί της. Συλλογισμοί κρυφοί, όσο και το κουτί της Φαιναρέτης. Ματαιοδοξία και πείσμα, δύναμη και συντριβή. Κάπως έτσι όριζε την πορεία της.
Ήταν εκείνη που, όπως πάντα, κοίταξε πρώτη το ρολόι της: «Δεν πάμε;»
Η Φαιναρέτη σηκώθηκε ταυτόχρονα με το νεύμα της φίλης της. Φόρεσαν τα πανωφόρια τους και άνοιξαν την ξύλινη πόρτα. Σα συνεννοημένες κοίταξαν και οι δύο ψηλά στον ουρανό. «Κοίτα, Νεφέλη! Τα πρώτα χελιδόνια! Κοίτα!»
The post Διονυσία Κιούρκα, «Φαιναρέτη και Νεφέλη» appeared first on Ποιείν.