Δεν τον κρατάς τον γοητευμένο ποιητή
για πάντα θα περνάει τα μαλλιά σου
για θύσανο φυκιών και θα τα πλένει
μ’ ανάριο αφρό νομίζοντας
πως θα τα ξαρμυρίσει,
νομίζοντας πως απ’ τα χέρια σου τίποτα δεν είναι
πιο ανέγγιχτο, που τα ‘χουν νιώσει όλοι
για να σιγουρευτούν πως αν και αφρός, υπάρχεις.
Δεν τον μισείς τον ζαλισμένο ποιητή
αν κάποιον στίχο του δεν έδεσε καλά
και από λάθος την ρίμα του τρυπάει
με τον σπασμό που υπαγορεύει η μέθη
με την σπουδή που καυτηριάζει το φως,
και όσο πάει ξανοίγεται
σε νεύματα που την συγκίνηση μιμούνται των κυμμάτων
σε καταχνιές που των σπηλαίων μουσκεύουν την ηχώ.
Δεν τον ξυπνάς τον μαγεμένο ποιητή
όσα φιλιά κι αν δώσεις που τα θέλει,
κι αν τον ρωτάς πώς έμαθε τόσο καλά ποιος είσαι
με μόνο ένα πέρασμα του τρόμου από τον ύπνο
και μόνο ένα κάλεσμα του χρέους απ’ τον βυθό,
αυτός σου λέει «σε βλέπω με τα ολάνοιχτα μάτια του αστερίσκου
σε νιώθω με την έξαψη του ωραίου για το καλό».
`
*
Θα ‘μαι στου Γκαίτε τις φαβορίτες
θα ‘μαι στην Άννας τον καταπέλτη,
κι από το σπίτι σου ως τ’ άγρια μέρη
που είναι πολλές οι άδειες πλατείες
κι είναι πολλά τα ωραία σανίδια
σ’ όλα θα στήσω κι από ένα σόου
για να μην φύγεις, να πέσεις μέσα
κι απ’ της καλλίστης τα σάπια μήλα
να ‘ρθεις σε μένα
να ‘ρθεις σε μένα.
Είν’ τα παιδιά σου πολλά σαν φύλλα
και όλο κλαίνε και δε σ’ αφήνουν
να γίνεις Βάκχος, να γίνεις άντρας
που όταν σιμώνει λυγά το κλήμα
όταν πατάει ανθεί τ’ αγκάθι
κι οταν περνάει αφρίζει η στέρνα,
κι όσο φουσκώνει το περιστέρι
τόσο προβάλει ο ατόφιος λόγος
που οι δισταγμοί σου και το αργό βήμα
φέρνουν σ’ εμένα
όχι εσένα, μ’ αυτό που είσαι
από τα βάθη κι απ’ τις κρυψώνες
του χρόνου όλου,
φέρνουν σ’ εμένα την αλυσίδα
που μ’ άγρυπνους ήλιους κι έκθαμβα σμήνη
κοσμεί της μέσης σου το στέρεο σύμπαν.
`
*
Είναι κάποιος που τον αγαπώ
και του φτιάχνω ποιήματα
κι απαιτώ να τα διαβάζει
και να τα θυμάται όλα
γιατί όταν τον ρωτήσω
ποιος ο στίχος, ποια η ώρα
θα ‘ναι κρίμα να σβηστεί
η ζωούλα του απ’ τα μάτια
που είναι τόσο ωραία βγαλμένα
με των στίχων το λεπίδι
που είναι ευθεία καρφωμένα
με της ώρας το μαύρο νύχι.
Κι όσο θα με φαντάζεται
κακόμορφη ή συλφίδα
θα ξιφουλκώ με τις ατίθασες των λέξεων απολήξεις
και θα βγω από τον πόλεμο μαζί τους ματωμένη
για να νομίζει ταπεινά, σαν λάτρης, πως τον θέλω
ενώ πλάι στους κροτάφους του θα λέω τα τραγούδια
που με στριγκιές στο στρώμα μου τη γύμνια του θα σφίξουν.
Κι αν κορδώνεται ή αν θυμώνει
ας το ξέρει
πως σε μένα έτσι αρμόζει
για να μην περνά η ζωή
δίχως ν’ αλυχτούν τα πάθη
να μην πέφτουνε οι νύχτες
δίχως τα φώτα να συντρίβουν.
`
*
Ήταν περίσσια η νύχτα
και σε μια άκαμπτη στροφή του δρόμου
μου βγαλες μαχαίρι,
«εμένα» μου λες «ή τη ζωή σου»
κι όταν σιγουρεύτηκα πως δεν ήσουν νεκρός,
γιατί σ’ έπιασα στο μπράτσο
κι έσφυζαν ρυθμικά τα πολυβόλα,
απέφυγα ν’ αποκριθώ στη μύγα που τρυπούσε
στην μύτη της λεπίδας το φτερό της
και στρίγκλιζε
«ποιος πάει μπουσουλώντας προς τ’ αλέτρια,
ποιος έρχεται σερνάμενος απ’ τις γιορτές;»,
κι όσο περνούσαν οι πλοκές των χρόνων
η θέρμη μου αντιφέγγιζε μεσ’ στις τυχαίες λίμνες
που έφτιαχνε η επιμονή μου με το νερό σου
και φάνηκες για μια στιγμή να ενδίδεις
στη λογική συνέργεια των παθών
γιατί μου ζήτησες – δεν άκουσα καλά
ήταν φωνή από μεγάλα βάθη -
και νόμιζα φιλιά πως θες
φιλιά πολλά και λάθη
γιατί έχω απάτες συνετές να σου προτείνω
τερτίπια κι απειλές και ψέματα
να σου τα σφίξω, πύρινες ανάσες, στο λαιμό
και να σου πω:
Δεν ξέρεις μόνο εσύ, χωρίς να το ζητάς, να το ‘χεις
του ανύποπτου διαβάτη το μυαλό.
`
*
Μα εγώ είμαι πάντα μπροστά σου
Με βλέπουν σαν τους αντικρινούς περιστερώνες τα μάτια σου
Με δένουν σαν τα σεσημασμένα των σκύλων λουριά τα χέρια σου
Κι αν απορείς ποιος τέτοια μέρα
Αντι να χαίρεται με το σπίτι του που λίγο λίγο γκρεμίζεται
Προτιμά να χαζολογά κάτω απ’ τα φώτα που ρίχνονται στον αγώνα της λάσπης,
Κοίτα καλά πέρα απ’ τις θλιβερές συλλαβογραμμές
Που θαυμάζει ο οίστρος σου στα κορυφώματά του τα βουνίσια
Και πέσε
Μη φοβάσαι
Θα είμαι από κάτω για να σε κρατήσω.
Όταν εκδοθώ
Στις κυμαινόμενες διαθέσεις του καταρτισμένου πλήθους
Όταν μιλήσω
Μέσα απ’ τα ηχεία τα κομψευόμενα των φημισμένων σκηνών
και από τα θεωρεία τα μεγάλα όταν θα μου απευθύνουν συριγμούς
τότε θα μαθεις πώς λέγεται αυτή η έντρομη αναμονή
που από την υπόσχεση της διάρρηξής της έχω πάρει τ’ όνομά μου.
`
*
Ναι, εδώ είναι που συνοψίζονται οι ανιόντες κόμποι
αλλά το σπίτι σου εδω δεν είναι
δεν έχουν θέση πάνω στα τραπέζια τα πλούσια γεύματα
και στον τεκέ της κουζίνας
σου επιτρέπουν τα θηλυκά που συναναστρέφεσαι
να βάζεις το κεφάλι σου κάθε φορά σ’ άλλο στόμα.
Αν ήξερες ποιος είσαι, θα σ’ άφηνα να μου συστηθείς
μα ως που να βρεις το χνάρι σου
σε κάποια τσέπη, σε κάποιο από τα έμμονα κοιτάσματα των συρταριών
πέφτε μόνος στα χέρσα στρέμματα του κρεβατιού
και μην αγνοείς την θέληση της αγνώστου λίθου
μπορεί να είναι η λυδία
μπορεί λίγο λίγο την θέση της να αποστρέφεται
κι εκεί που λες όλα καλά
να ‘χεις έναν σωρό συντρίμμια να κοιτάζεις.
`
***************************************************
`
Η Σοφία Ζήση είναι Ελληνίδα συγγραφέας από τη Θεσσαλονίκη, η οποία τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Έχει σπουδασει Αγγλική Φιλολογία και Δημιουργική γραφή στο Λονδίνο (Roehampton University, Birkbeck College) και ασχολείται με την θεατρική γραφή. Στο θεατρο έχουν παρουσιαστεί τα έργα της, Νο Soothing Grave for Us (σκην. Goldsmiths Drama Society, για το London Student Drama Festival 2017), Glauce in Progress, Love in Progress, Work in Progress (Θεατρο 104, Γκάζι, σκην. Ζωή Ξανθοπούλου 2018) και το 2019 θα παρουσιαστούν 2 έργα (θέατρο Φάουστ, θέατρο 104) από την ομάδα The Young Quill (σκην. Αικατερίνη Παπαγεωργίου). Οι Πυξ Λαξ και οι Όναρ έχουν μελοποιήσει στίχους της, έχει συμμετάσχει στην Μπιενάλε BJCEM (2005) διαβάζοντας ποιήματα της, ενώ έχει διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς ποίησης.